Καλογήρου: Ο σαλταδόρος, μαυραγορίτης, έμπορος λαθραίων τσιγάρων, λωποδύτης που έγραφε στίχους

Ο Θανάσης Βέγγος τον ρώτησε: «Και δε σε πιάσανε, ρε;» - «Και τι ήμουνα εγώ, ρε, να κάτσω να με πιάσουνε; Κότα; Εγώ ήμουνα αϊτός, μωρέ, γεράκι ήμουνα», απάντησε ο Σπύρος Καλογήρου.

Καλογήρου: Ο σαλταδόρος, μαυραγορίτης, έμπορος λαθραίων τσιγάρων, λωποδύτης που έγραφε στίχους

Ο Σπύρος Καλογήρου πέθανε σαν σήμερα -στις 27 Ιουνίου 2009- και έμεινε στην ιστορία ως ο κακός του κινηματογράφου. Αν και κατά βάθος, εκτός σκηνής επρόκειτο για ένα αγαθό άνθρωπο, ιδιαίτερα ρομαντικό που έγραφε ακόμα και στίχους στην αγαπημένη σύζυγό του, Ευαγγελία Σαμιωτάκη.

«Ήταν του Μάη δειλινό σαν πέρασε βουβή, Καμαρωτή, πανέμορφη ψιλή σαν μια τουλίπα, Κι ενώ η φύσις έπαιρνε το χρώμα το μαβί, Μ’ αρέσεις της εφώναξα, πρόλαβα και της είπα»....

Γεννήθηκε στην Κυψέλη, στις 3 Νοεμβρίου 1922. Μετά το δημοτικό τελείωσε την Σεβαστουπούλειο Εργατική Σχολή, όπου γράφτηκε για το φαγητό που προσέφεραν στους σπουδαστές μιας και η οικογένειά του ήταν πολύ φτωχή.

Ολυμπιακός - Παναθηναϊκός στον τελικό - Όταν κανένας δεν πήρε το Κύπελλο (vid)

Φωτογράφος που έγραφε στίχους

Από τα εφηβικά του χρόνια εργαζόταν ως φωτογράφος και διατηρούσε ένα φωτογραφείο μαζί με τον αδερφό του, το οποίο του εξασφάλιζε ικανοποιητικά κέρδη. Παράλληλα ασχολούνταν ερασιτεχνικά με το θέατρο και έγραφε και στίχους, τους οποίους διάβαζε στον ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων. Εκεί τον άκουσε κάποτε ένας σκηνοθέτης και τον προέτρεψε να ασχοληθεί επαγγελματικά με την ηθοποιία και να γραφτεί σε μια σχολή υποκριτικής. Όταν ο Καλογήρου αρνήθηκε, ο σκηνοθέτης της ΥΕΝΕΔ επέμεινε και τελικά τον πήρε από το χέρι και τον πήγε στην Δραματική Σχολή του Ελληνικού Ωδείου.

Κώστας Βουτσάς: Από το άλμα εις μήκος στο θέατρο - Το πραγματικό επώνυμο, γιατί βαφτίστηκε Κώστας

Ένα βράδυ στην Αντίπαρο...

Στο βιβλίο ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ - ΑΘΗΝΑ 2004) του Αντώνη Μιχ. Πρέκα διαβάζουμε: «...Ο Σπύρος Καλογήρου με κάθε αφορμή νιώθει την ανάγκη να απολογηθεί, να βγάλει τη ρετσινιά από πάνω του. Στην πραγματικότητα, όταν τον γνωρίσεις από κοντά, είναι σαν ήρωας που ξέμεινε από τα χρόνια εκείνα της αθωότητας.

Πάντα με μια αδημονία στα μάτια, έναν οίστρο αυτοσχεδιαστή-ποιητή, αιώνια ερωτευμένος με το κορίτσι του, τη γυναίκα της ζωής του, την Ευαγγελία Σαμιωτάκη.

Ο σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος τον καταγράφει γλαφυρότατα σε μια κουβέντα που είχαν ένα βράδυ στην Αντίπαρο, το 1960, σε ένα διάλειμμα των γυρισμάτων της «Μανταλένας».

Συζητούσαν για την Αντίσταση στην Κατοχή. Παρόντες ήταν ο σκηνοθέτης, ο Βέγγος, ο Θόδωρος Μορίδης και φυσικά ο Καλογήρου.

Ο θηριώδης χορευτής, ηθοποιός Ζαννίνο - Πώς ανακάλυψε τον Χάρρυ Κλυνν - Ποιος και γιατί τον βάφτισε

Πρώτος «ύστερα από πολλά παρακάλια και πιέσεις»μίλησε ο Βέγγος για την εξορία του στη Μακρόνησο.

«Ο Καλογήρου αδημονούσε», γράφει ο Ντίνος Δημόπουλος, «πότε θα τελειώσει τις αναμνήσεις του ο Βέγγος για να πάρει αυτός τον λόγο.

...Τα έλεγε τόσο παραστατικά και με τέτοια πειστικότητα που ευχόσουν να μη σταματήσει ποτέ κι ας μάντευες πως τα πιο πολλά ήταν αφελή παραμύθια ή έστω παραφουσκωμένες υπερβολές. Ο ίδιος παινευόταν πως ήταν σαλταδόρος, μαυραγορίτης, έμπορος λαθραίων τσιγάρων, λωποδύτης, ρουφιάνος, κοντολογίς ένα τσογλανάκι δεκατριών δεκατεσσάρων χρόνων του σκοινιού και του παλουκιού. Άλλες κάουφεν, να τα πουλάς όλα, αυτό πέρναγε, ρε, εκείνη την εποχή. Μπορούσες, το ’λεγε η καρδιά σου να τον δουλέψεις, να τον ξεγελάσεις, να τον κλέψεις, να τον φέρεις βόλτα τον Γερμανό; Ε, αυτό ήταν. Ήσουν αντιστασιακός. (...)

Και δε σε πιάσανε, ρε; του ’λεγε ο Βέγγος, δε σε πιάνανε ποτέ;
Και τι ήμουνα εγώ, ρε, να κάτσω να με πιάσουνε; Κότα; Εγώ ήμουνα αϊτός, μωρέ, γεράκι ήμουνα».

Η ζωή του μοιάζει σαν ταινία του παλιού σινεμά...».