Δελιάς: «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» και ένας άγγελος πεταμένος στα σκουπίδια

Ο Ανέστος Δελιάς και το ρεμπέτικο από τη Μάντρα του Σαραντόπουλου στον Πειραιά έως τη Σκουλαρικού που του έδινε ηρωίνη στον ύπνο του - «Της λέει, ρε συ Κούλα, δεν ξέρω τι έχω, τρέμω, ξέρω γω. Μπα, τίποτα δεν έχεις, λέει, θα σου δώκω, λέει, μια σκόνη...»

Δελιάς: «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» και ένας άγγελος πεταμένος στα σκουπίδια

Ο Ανέστος Δελιάς ή Ανέστης ή Ανεστάκι, γνωστός και με το παρατσούκλι Αρτέμης. Tο πραγματικό όνομα του ήταν Αναστάσιος Δέλλιος, 1912 - 31 Ιουλίου 1944). Οργανοπαίκτης, συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής, σημαντική ενότητα του ρεμπέτικου τραγουδιού, «ένας άγγελος πεταμένος στα σκουπίδια», όπως είχε πει γι' αυτόν ο Μάρκος Βαμβακάρης.

Η «Σκύλα» του Βαμβακάρη ήταν η πρώτη του γυναίκα

Ο πόνος του πρεζάκια και άλλα...

Το ρεμπέτικο του χρωστά πολλά όπως το «Μέσα στης Πόλης το χαμάμ» (ή Το χαρέμι στο χαμάμ) που ηχογραφήθηκε το 1935 σε αυθεντικές εκτελέσεις με τον Παγιουμτζή, τον Παπαϊωάννου, αλλά και πολλούς άλλους. Άλλα τραγούδια του ήταν η «Αθηναίισσα», «Έκανες τη φιγούρα σου μάγκα στη γειτονιά μου», «Για ένα παλιό σακάκι», «Δεν είδανε τα μάτια μου τέτοια καλή γυναίκα», «Μάγκες πιάστε τα βουνά», «Ο πόνος του πρεζάκια», «Ο Νίκος (Μάθεσης) ο Τρελλάκιας», «Όταν μπουκάρω στον τεκέ», «Πάρε ένα γυαλί και κόψε το λαιμό σου», «Η πρέζα», «Βρε μάγκα μου το μαχαίρι σου» (ή Το κουτσαβάκι), «Φιγουρατζής» κ.α..

Γιος φημισμένου σαντουρίστα -Παναγιώτης Δέλλιος από τη Μικρά Ασία με το προσωνύμιο Μαύρος Γάτος-, ανιψιός λαϊκού βιολιστή -Μιχάλης Δέλλιος- γεννήθηκε το 1912 στη Σμύρνη. Στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Δραπετσώνα ήρθε το 1920.

«Απελπίστηκα» - Όταν ένα τζουκ μποξ νίκησε τον Μάρκο Βαμβακάρη (vid)

Από την κιθάρα στο μπουζούκι

Μικρός έπαιζε κιθάρα αλλά περίπου το 1930 ο Βαμβακάρης του έμαθε το μπουζούκι. Ο Βαμβακάρης γράφει στην αυτοβιογραφία του: «Ο Δεληάς ήταν ένα παιδάκι και κα­θόταν εκεί στο Καστράκι, εκεί που καθόνταν οι πρόσφυγες. Εκεί υπήρχανε όλοι οι τεκέδες. Επηγαίναμε κι αυτός λοιπόν ετραβιότανε με τους τεκέδες κι έπαι­ζε κατ' αρχήν κιθάρα. Εγώ τον έβαλα μπροστά να μάθει μπου­ζούκι, κι όπως και έμαθε. Αυτός ήταν πολύ καλό παιδί αλλά τον έφαγε η πρέζα. Εμείς τότε δεν τον εζυγώναμε».

"Κακούργα πεθερά" - Η άγρια δολοφονία του Αθανασόπουλου

Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς

Το 1934, μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Γιώργο Μπάτη δημιούργησαν την πρώτη επίσημη ρεμπέτικη κομπανία στην Ελλάδα. Ήταν η «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Πρωτοέπαιξαν στη Μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά, το καλοκαίρι του 1934.

Τα τραγούδια έχουν Ιστορία: Το βαπόρι απ' τη Περσία - Δυο μεμέτια τα καημένα...

Νεκρός σε ένα καροτσάκι, αγκαλιά με το μπουζούκι

Πέθανε στις 31 Ιουλίου του 1944 από υπερβολική δόση ηρωίνης στη διάρκεια της Κατοχής σε νεαρή ηλικία, περίπου 32 ετών. Τον βρήκαν νεκρό σε ένα καροτσάκι, έξω από τον τεκέ του Ντανάκουλη στο Μεταξουργείο, έχοντας στα χέρια του το μπουζούκι του και αφήνοντας πίσω του ελάχιστα ηχογραφημένα τραγούδια. Όπως ο Γιώργος Μπάτης, ο Βαγγέλης Παπάζογλου, ο Γιοβάν Τσαούς και άλλοι ρεμπέτες που σταμάτησαν το 1937 να ηχογραφούν, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς επέβαλε λογοκρισία, την οποία δεν μπορούσαν να ανεχθούν.

Ο Δελιάς παρασύρθηκε στην ηρωίνη από τη φιλενάδα του Κούλα με το παρατσούκλι Σκουλαρικού, γυναίκα από τις κακόφημες συνοικίες των Βούρλων. Παρά τις επίμονες προσπάθειες των φίλων του, δεν κατάφερε να απεμπλακεί.

Πειραιάς: Το δημόσιο πορνείο στα Βούρλα και η μεγάλη απόδραση

«...Τον εγουστάριζε βέβαια, ήθελε να τον κάνει κτήμα της...»

Ο Στέλιος Κερομύτης (Κηρομύτης) ή «Μπούμπης» ή «Αριστοκράτης», ρεμπέτης, τραγουδιστής, και οργανοπαίκτης -κυρίως τρίχορδο μπουζούκι- της εποχής είχε περιγράψει τη σχέση τους μιλώντας στον Λευτέρη Παπαδόπουλο στο βιβλίο «Να συλληφθεί το ντουμάνι» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2004): «Όπως κοιμότανε λοιπόν ο Ανέστης μαζί της, να πούμε, τώρα τον εγουστάριζε βέβαια, ήθελε να τον κάνει κτήμα της. Του έκανε ένα γιουχ, δηλαδή όπως παίρνουμε ένα χαρτί, να πούμε, το στρίβουμε και το κάνουμε σαν χωνάκι, έτσι όπως το τσιγάρο. Του ‘βαζε λοιπόν την πρέζα στο χωνάκι. Αυτός κοιμότανε, να πούμε, αυτή παρακολουθούσε την αναπνοή του. Με το που έκανε να αρχίσει να κοιμάται, του ‘βαζε το χωνάκι.

Έτσι την έπαιρνε την πρέζα αυτός. Mία, δύο, τρεις, πέντε. Δεν το καταλάβαινε. H ηρωίνη τώρα, αν την πιεις πέντε φορές, τσιμπήθηκες. Tην άρπαξες. Την τέταρτη φορά, λοιπόν, σηκώθηκε, κρυάδες, κομάρες, ρίγους, η κοιλιά του τον πόναγε».

«Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα» - Όταν ο Τσιτσάνης χώρισε τη Νίνου

«Σου λέει, ας πιω άλλη μια ψιλούλα μήπως γίνω πάλι καλά...»

«Μου το είχε πει ο ίδιος εμένα, μετά. Της λέει, ρε συ Κούλα, της λέει, τι έχω, δεν ξέρω τι έχω, τρέμω, ξέρω γω. Ρίξε μου ρούχα απάνω μου. Μπα, τίποτα δεν έχεις, λέει, θα σου δώκω, λέει, μια σκόνη, λέει, που είναι, λέει, για τις κρυάδες, λέει, γι’ αυτά. Μόλις την ήπιε, ουπ, έγινε στα γρήγορα καλά. Την άλλη μέρα άρρωστος πάλι. Σου λέει, ας πιω άλλη μια ψιλούλα μήπως γίνω πάλι καλά. Και αυτό ήτανε, Λευτέρη μου. Μία, δύο, τρεις, τον έκανε πρεζάκια».

Το καφέ αμάν Marika's στην καρδιά της Νέας Υόρκης

Η Νταίζη... θηλυκός Στράτος

Ο Δελιάς, το 1938 εξορίστηκε στην Ίο ως τοξικομανής. Με την προτροπή όμως του επίσης εξόριστου στην Ίο, Γενίτσαρη θα ξεμπλέξει από την ηρωίνη. Στήριγμά του η, ερωτευμένη μαζί του, Νταίζη Σταυροπούλου, μια εξαιρετική φωνή της εποχής. Την φώναζαν και «θηλυκός Στράτος» διότι η φωνή της έμοιαζε με του Στράτου Παγιουμτζή, κι αυτό τον εξόργιζε.

Όταν ο Δελιάς γύρισε από την εξορία πήγε με τη Νταίζη Σταυροπούλου στη Θεσσαλονίκη. Δούλεψε εκεί για μικρό διάστημα και τελικά επέστρεψε στην Αθήνα και στην ηρωίνη. Με τη βοήθεια του Παγιουμτζή και του Γκόγκου κατάφερε και πάλι να την κόψει, αλλά για λίγο.

Η απίστευτη ζωή της Ρόζας Εσκενάζυ (vid)

«Οι άντρες που πήγαιναν εκεί ήταν ζόρικοι. Ψόφαγαν για παρεξήγηση»

Με τον ξάδελφό της, το Μήτσο τον Καρυδάκια και τη φιλενάδα του Μαριάνθη βρέθηκε κάποιο βράδυ στη μάντρα του Σαραντόπουλου κι εκεί γνώρισε τον Δελιά. Τη βραδιά εκείνη περιέγραψε η ίδια στον μουσικό ερευνητή Κώστα Χατζηδουλή (περιοδικό Λαϊκό Τραγούδι): «Μου είπανε να είμαι πολύ προσεκτική, όταν θα μπαίναμε στο μαγαζί. Να μην κοιτάω ούτε δεξιά ούτε αριστερά, παρά μόνο μπροστά κατευθείαν στο πάλκο, γιατί οι άντρες που πήγαιναν εκεί ήταν ζόρικοι, πολύ σκληροί και ψόφαγαν για παρεξήγηση. Με κοίταζε ο Ανέστης, τον κοίταζα κι εγώ… Και τότε ερωτευθήκαμε ο ένας τον άλλο…».