Λίβερπουλ: Το «μαύρο κουτί» – Τις πταίει για την κατρακύλα των «κόκκινων»;

Η Λίβερπουλ την περσινή σεζόν έφθασε μια ανάσα από το να κατακτήσει και τα τέσσερα τρόπαια στα οποία συμμετείχε. Φέτος, έχει μείνει εκτός και στα τέσσερα  ήδη από τον Φεβρουάριο. Που οφείλεται όμως αυτή η καθίζηση; Γράφει ο Σταύρος Λιώσης

Λίβερπουλ: Το «μαύρο κουτί» – Τις πταίει για την κατρακύλα των «κόκκινων»;

Άραγε ποιος φίλος της Λίβερπουλ θα μπορούσε να φανταστεί πέρσι τον Μάϊο, όταν οι «κόκκινοι» είχαν κατακτήσει το Carabao Cup και το FA Cup και στόχευαν στο πολυπόθητο πρωτάθλημα αλλά και στην κορυφή της Ευρώπης, ότι περίπου εννέα μήνες μετά θα βρίσκονταν εκτός και των τεσσάρων στόχων τους;

Όμως αυτό που προβληματίζει ακόμη περισσότερο από τους χαμένους στόχους – διότι μπάλα είναι, και η ήττα είναι μέσα στο παιχνίδι – είναι η επιεικώς άθλια αγωνιστική εικόνα των κυπελλούχων Αγγλίας αλλά και η επιδεικτική αδιαφορία από την διοίκηση για την ενίσχυση του ρόστερ.

Το «ΦΩΣ» σας παρουσιάζει αναλυτικά τους λόγους που έχουν φέρει την Λίβερπουλ του Γιούργκεν Κλοπ από την κορυφή στην μετριότητα:

Σωματικά και ψυχολογικά κουρασμένο ρόστερ

Η πρώτη ερμηνεία που μπορεί να δώσει κανείς για την φετινή εικόνα της Λίβερπουλ είναι η ανεπανάληπτη καταπόνηση που υπέστη το ρόστερ την περσινή χρονιά. Οι «κόκκινοι» έπαιξαν και τα 63 ματς τα οποία θα μπορούσαν να παίξουν, και μάλιστα ήταν όλα παιγνίδια υψηλής έντασης αφού το πρωτάθλημα παίχτηκε μέχρι το τελευταίο λεπτό της τελευταίας αγωνιστικής.

Εύλογα προκύπτει λοιπόν το συμπέρασμα ότι οι ποδοσφαιριστές του Γιούργκεν Κλοπ δεν θα μπορούσαν να ακολουθήσουν για δεύτερη σερί χρονιά στα ίδια επίπεδα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.

Και φυσικά, από την εξίσωση δεν μπορεί να λείπει και ο παράγοντας «τραυματισμοί». Αρκεί να αναφέρουμε πως ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που έχει παίξει σε όλα τα ματς της Λίβερπουλ φέτος είναι ο Χάρβεϊ Έλιοτ. Για παράδειγμα ο Ντιόγκο Ζότα, ο οποίος πέρσι είχε 21 γκολ και 8 ασίστ ουσιαστικά δεν έχει παίξει καθόλου (έχει μόλις 375 λεπτά συμμετοχής). Ενώ έχασε για μεγάλα διαστήματα τους Κονατέ, Μάτιπ, Φαν Ντάικ, Ρόμπερτσον, Αλεξάντερ-Άρνολντ, Τιάγκο, Κεϊτά, Λουίς Ντίαζ (4 γκολ και 3 ασίστ σε 974’ μέχρι να τραυματιστεί) και Ρομπέρτο Φιρμίνο (9 γκολ και 4 ασίστ σε 1.375’).

Η κακή κατάσταση της μεσαίας γραμμής των «κόκκινων» δε, εξελίχθηκε σε «μεταδοτική ασθένεια» και έπληξε και τις άλλες δύο γραμμές. Ο άλλοτε κραταιός Φαμπίνιο «έσκασε» γιατί στην αρχή της σεζόν αναγκαζόταν να τρέχει για να καλύπτει δύο και τρεις θέσεις έχοντας μπροστά του δύο ποδοσφαιριστές που δεν είναι χαφ, όπως ο Καρβάλιο και ο Έλιοτ. Ο Χέντερσον δεν έχει τις δυνάμεις να καλύπτει χώρους όπως στο παρελθόν και έτσι αναγκάζεται ο Τιάγκο να αναλώνεται σε μονομαχίες αντί να «παίρνει την μπαγκέτα» και να οργανώνει στην επίθεση.

Έτσι, η επιθετική γραμμή των «κόκκινων», η οποία δεν ήταν κακή, ο Σαλάχ μετράει 16 γκολ, ο Νούνιες 10 και ο Φιρμίνο 9, σε κάποιο σημείο «σίγησε». Ενώ και η άμυνα, της οποίας ηγείται ο Φαν Ντάικ εβρίσκετο μόνιμα εκτεθειμένη ελέω της αδυναμίας της μεσαίας γραμμής να την προστατέψει με αποτέλεσμα να δέχεται συνεχώς πίεση και κλασικές ευκαιρίες.

Πέραν όμως της σωματικής κούρασης, οι παίκτες της Λίβερπουλ βίωσαν και την ψυχρολουσία του να χάσουν μέσα σε μια εβδομάδα και τον τίτλο του πρωταθλητή στην Αγγλία και τον τίτλο του πρωταθλητή Ευρώπης. Οι απώλειες αυτές δε, ήρθαν με τρόπο σαδιστικό, αφού στο μεν πρωτάθλημα η Σίτι είχε βρεθεί να χάνει με 2-0 στην έδρα της πριν κάνει την επική ανατροπή με το γκολ του Γκιντογκάν και πανηγυρίσει τον τίτλο. Στο δε Champions League, η Λίβερπουλ έκανε έναν υπέροχο τελικό στο Παρίσι, στον οποίοήταν σαφώς ανώτερη από την Ρεάλ Μαδρίτης όμως δεν κατάφερε στο τέλος να πανηγυρίσει. Δύο σενάρια εφιαλτικά τα οποία σε μεγάλο βαθμό είχε ξαναζήσει, το 2019 και το 2018 αντίστοιχα…

Η διοίκηση… απούσα

Πολλοί, διαβάζοντας τις παραπάνω αράδες ενδεχομένως να σκέφτηκαν «και γιατί δεν έκανε μεταγραφές;». Αυτό είναι και το βασικό παράπονο που ταλανίζει τους υποστηρικτές των «κόκκινων» από το καλοκαίρι του 2019 και έπειτα.

Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, πολλά από τα παραπάνω προβλήματα θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί εάν η Λίβερπουλ είχε λειτουργήσει σαν ένα κλαμπ του επιπέδου της και είχε ενισχυθεί έγκαιρα και κατάλληλα. Το περασμένο καλοκαίρι, η συζήτηση γύρω από τα μεταγραφικά της Λίβερπουλ περιστρεφόταν από την ανάγκη για απόκτηση μέσου ή μέσων. Μια συζήτηση την οποία φαίνεται πως στο Μέρσεϊσαιντ αρνούνταν να κάνουν μέχρις ότου τελικά ήταν πολύ αργά. Εν τέλει η μόνη ενίσχυση στα χαφ ήρθε στα τέλη Αυγούστου, όταν η Λίβερπουλ πήρε δανεικό τον Αρτούρ από την Γιουβέντους, ο οποίος πριν ξεκινήσει καν βασικός σε παιχνίδι τραυματίστηκε και έκτοτε είναι εκτός δράσης, έχοντας προλάβει να αγωνιστεί σε μόλις 13 λεπτά με την πρώτη ομάδα.

Όμως το ζήτημα με τα χρήματα δεν είναι πρόσφατο. Ανέκαθεν επί διοίκησης Τζον Χένρι, η Λίβερπουλ έπρεπε να κάνει μεταγραφές με ό,τι έσοδα είχε. Ο Βίρτζιλ Φαν Ντάικ και ο Άλισον (κατά τεκμήριο οι δύο καλύτεροι παίκτες της στην διετία 2018-20) δεν θα είχαν αποκτηθεί ποτέ εάν δεν είχε πουληθεί ο Κουτίνιο στην Μπαρτσελόνα για 150 εκατομμύρια ευρώ.

Το ζήτημα είναι πως η Λίβερπουλ στα χρόνια του Κλοπ γιγαντώθηκε τόσο αγωνιστικά όσο και σαν κλαμπ, με όλο και περισσότερα έσοδα να μπαίνουν στα ταμεία της ομάδας.

Συγκεκριμένα, η Λίβερπουλ έχει καθαρά έξοδα από το 2015/16 273 εκατομμύρια λίρες, ήτοι 34 εκατομμύρια λίρες κάθε σεζόν! Ενώ από την σεζόν 2018/19 και έπειτα, ομάδες όπως η Γουέστ Χαμ, η Νιούκαστλ, η Άστον Βίλα και η Γουλβς έχουν μεγαλύτερα έξοδα από τους «κόκκινους».

Το να ανταγωνιστεί κανείς τα 716 (καθαρά) εκατομμύρια που έχει ξοδέψει η Μάντσεστερ Σίτι από το 2015/16 (η οποία θα καθίσει στο εδώλιο για 105 παραβάσεις οικονομικής φύσεως) ή τα 665 εκατομμύρια που έχει ξοδέψει η Τσέλσι από το 2018/19 δεν είναι εύκολο αλλά ούτε και η ενδεδειγμένη λύση. Ούτε είναι όμως λογικό να προσπαθεί η Λίβερπουλ να επιβιώσει απέναντι σε αυτές τις υπερομάδες χωρίς σοβαρές επενδύσεις.

Ένα ακόμη παράδειγμα αφορά στην κατάσταση που επικρατεί στην μεσαία γραμμή της. Οι καλύτερες μέρες του Χέντερσον και του Φαμπίνιο είναι πίσω τους, ο Κεϊτά και ο Όξλεϊντ-Τσάμπερλεϊν έχουν χάσει περισσότερα παιχνίδια λόγω τραυματισμών από όσα έχουν παίξει, ο Μίλνερ διανύει το 37ο έτος της ηλικίας του και ο Χάρβεϊ Έλιοτ είναι ακόμη μόλις 20 ετών. Ο δε Τιάγκο, χρήζει ειδικής μεταχείρισης αφού και εκείνος έχει αντιμετωπίσει ουκ ολίγα προβλήματα τραυματισμών. Ποια είναι η αντιμετώπιση της διοίκησης; Να μην έχει αποκτήσει ούτε έναν μέσο (με κανονική μεταγραφή) από το 2020 που ήρθε ο Τιάγκο, ο μοναδικός μέσος που έχει αποκτηθεί από το 2018 και έπειτα.

Όλα τα παραπάνω βαραίνουν την διοίκηση της ομάδας διότι είναι σαφές πως εκείνη φτιάχνει το οργανόγραμμα και εκείνη διαθέτει το μπάτζετ, και όχι ο Γιούργκεν Κλοπ. Άλλωστε ο ίδιος ο Γερμανός τεχνικός σε δηλώσεις του στον Αγγλικό Τύπο τον περασμένο Αύγουστο άφησε να εννοηθεί πως τα χέρια του «είναι δεμένα» σχετικά με τα μεταγραφικά: «Πάντα ήταν έτσι. Είναι πάντα εύκολο; Όχι. Συζητάμε αυτά τα πράγματα δημοσίως; Φυσικά και όχι! Γιατί να το κάνουμε;Επιτρέψτε μου να το πω ως εξής: κάποιες φορές θα ήμουν έτοιμος να ρισκάρω λίγο περισσότερο. Αλλά, όπως είπα, δεν το αποφασίζω εγώ αυτό. Δεν πειράζει».

Το μερίδιο ευθύνης του Κλοπ

Το ότι ο Γιούργκεν Κλοπ λοιπόν δεν έχει «λευκή επιταγή» για μεταγραφές ωστόσο, δεν τον καθιστά άμοιρο ευθυνών μια και ο 55χρονος σούπερ σταρ έχει υποπέσει σε σοβαρά σφάλματα την φετινή σεζόν.

Σε συνάρτηση με τα παραπάνω, η άρνησή του να πιέσει για την απόκτηση ενός μέσου το περασμένο καλοκαίρι παρά μόνο όταν είδε ότι και ο Χέντερσον θα έμενε εκτός με τραυματισμό. Μάλιστα, ο ίδιος είχε τονίσει πως έκανε λάθος στο να μην ζητήσει επιτακτικά την απόκτηση μέσου νωρίτερα από τα τέλη Αυγούστου.

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ο Γιούργκεν Κλοπ είχε εισηγηθεί την απόκτηση του Ορελιάν Τσουαμενί από πολύ νωρίς το περασμένο καλοκαίρι, με τον Γάλλο να καταλήγει τελικά στην Ρεάλ Μαδρίτης.

Στα αγωνιστικά, φάνηκε από πολύ νωρίς στην σεζόν πως η Λίβερπουλ δεν θα μπορούσε να εκτελέσει το πλάνο των προηγούμενων ετών. Οι παίκτες της δεν είχαν και δεν έχουν τρεξίματα, με αποτέλεσμα να χάνουν τις μονομαχίες αλλά και να μην πιέζουν ψηλά.

Έτσι, ο Κλοπ θα έπρεπε να βρει έναν τρόπο να παίρνει τα αποτελέσματα χωρίς τον «παραδοσιακό» τρόπο παιγνιδιού του που βασιζόταν στην ένταση. Εκείνος και οι συνεργάτες του όμως ουδέποτε θέλησαν να δοκιμάσουν κάτι διαφορετικό με αποτέλεσμα να είναι αυτήν την στιγμή η Λίβερπουλ η ομάδα που έχει δεχθεί τις περισσότερες μεγάλες ευκαιρίες στην Premier League.

Το «μπάλωμα» που βρήκε ο Γερμανός ήταν το να αλλάξει την διάταξη σε ένα κλασικό 4-4-2 με κοντά τις γραμμές. Ένα πλάνο που δούλεψε άριστα στην νίκη με 1-0 επί της Μάντσεστερ Σίτι στο «Άνφιλντ», όμως κράτησε λίγο αφού οι Ζότα και Φιρμίνο τέθηκαν νοκ-άουτ.

Κάπου εκεί στέρεψαν και οι… καλές ιδέες του Γιούργκεν Κλοπ, ο οποίος αρχικά μετέτρεψε το κλασικό 4-4-2 σε 4-4-2 με ρόμβο χωρίς καμία επιτυχία ενώ το «κερασάκι στην τούρτα» ήταν το να παίζει ο φύσει κεντρικός επιθετικός Ντάργουιν Νούνιες στο αριστερό «φτερό» και ο εξτρέμ Κόντι Χάκπο στο κέντρο της επίθεσης, κόντρα σε κάθε ποδοσφαιρική λογική. Για να γίνει αντιληπτό το πόσο λάθος ήταν αυτή η επιλογή αρκεί να αναφέρουμε πως ο 23χρονος Ουρουγουανός έχει παίξει 138 φορές συνολικά στην καριέρα του στην «αιχμή του δόρατος» και μόλις 15 φορές σε θέση αριστερού εξτρέμ. Την ίδια ώρα, ο 23χρονος Ολλανδός έχει παίξει 165 φορές αριστερός εξτρέμ και μόλις 22 φορές στο κέντρο της επίθεσης.

Η Λίβερπουλ στο… Νέτφλιξ

Όλα τα παραπάνω μοιάζουν να έχουν ξανασυμβεί για την Λίβερπουλ. Όπως συμβαίνει και στην δημοφιλή σειρά του Netflix, «Dark», όπου οι χαρακτήρες ζουν τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά, κάπως έτσι νιώθουν και οι υποστηρικτές των «κόκκινων».

Τον Ιανουάριο του 2021 οι κυπελλούχοι Αγγλίας ήξεραν πως και οι τρεις στόπερ τους θα έμεναν εκτός δράσης για όλη την σεζόν. Η διοίκηση της ομάδας δεν έκανε την παραμικρή κίνηση για να την ενισχύσει παρά μόνο την τελευταία ημέρα των μεταγραφών όταν και πήρε δανεικούς τους Οζάν Καμπάκ από την Σάλκε (έπαιξε 13 ματς και το καλοκαίρι επέστρεψε στην ομάδα του) και Μπεν Ντέιβις από την Championship (δεν έπαιξε ποτέ με τα κόκκινα). Όπως ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση του Αρτούρ.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι εκείνο των δύο στόπερ Νατ Φίλιπς και Ρις Γουίλιαμς, οι οποίοι πέρσι τον Γενάρη ακολούθησαν αντίθετα δρομολόγια με τον πρώτο να αποχωρεί ως δανεικός και τον δεύτερο να επιστρέφει από τον δανεισμό του.

Φέτος τον Ιανουάριο, ο Γουίλιαμς επέστρεψε ξανά από δανεισμό ενώ και ο Φίλιπς θα είχε αποχωρήσει ξανά εάν δεν είχε τραυματιστεί ο Ιμπραχίμα Κονατέ στις τελευταίες ημέρες του μήνα.

Το ερώτημα λοιπόν είναι εάν θα μπορέσει ο Γιούργκεν Κλοπ να βγάλει ξανά την Λίβερπουλ από αυτήν την… αέναη επανάληψη ή εάν αυτήν την φορά θα βυθιστεί στην άβυσσό της.

Το θέμα δημοσιεύθηκε στην Έντυπη Έκδοση του ΦΩΤΟΣ στις 12 Φεβρουαρίου.