Το «Σφαγείο του Έρωτα» του Παντελή Μπουκάλα στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων

Το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής παρουσιάζει το «Σφαγείο του Έρωτα», μια παράσταση βασισμένη στο «Αίμα της Αγάπης» του Παντελή Μπουκάλα, σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη.

Το «Σφαγείο του Έρωτα» του Παντελή Μπουκάλα στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων


«Άφθονο και ακατάσχετο ρέει το αίμα στην επικράτεια του έρωτα, όπως το γεωγραφεί η δημοτική ποίηση, απ’ τις παραλογές έως το καθαυτό ερωτικό τραγούδι», σημειώνει στη μελέτη του για τη δημοτική ποίηση ο Παντελής Μπουκάλας.

Μέσα σε αυτή την πινακοθήκη των φονικών, που θα τα βρίσκαμε μέχρι πρόσφατα να περιγράφονται σε τίτλους ειδήσεων ως «εγκλήματα πάθους», τα περισσότερα έχουν για θύματα γυναίκες. Κάποιες αμφισβήτησαν την κυριαρχία του άντρα – αφέντη, άλλες διεκδίκησαν δικαιώματα και αυτονομία, κι άλλες ούτε που διανοήθηκαν όλα αυτά, παρά βρέθηκαν στο δρόμο μιας «κακιάς στιγμής».

Ξεκινώντας από τις αφηγήσεις αυτές της παράδοσης, ξεφυλλίζουμε δοκίμια του προηγούμενου αιώνα πάνω στις σχέσεις των φύλων και φτιάχνουμε ένα soundtrack από ερωτικά τραγούδια σύγχρονα, γραμμένα από σημερινούς άντρες. Και εκεί όπου ο Μενούσης συναντά τον John Lennon και σιγοτραγουδούν μαζί «I didn’t mean to hurt you, I’m just a jealous guy», επιχειρούμε να πιάσουμε το νήμα μιας εννιαίας αφήγησης, ενός τρόπου σκέψης που είναι ζωντανός στο εδώ και το τώρα. Φιλοδοξία μας είναι να παρουσιάσουμε το φροντιστήριο των αιώνων, εκεί όπου όλες και όλοι σαν επιμελείς μαθητές και μαθήτριες φοιτήσαμε, και προετοιμαστήκαμε να αναλάβουμε τους ρόλους μας στην σκηνή της έμφυλης σύγκρουσης ως θύτες και ως θύματα.

Σημείωμα Συγγραφέα
«Η επικράτεια του έρωτα είναι κόκκινη. Κατακόκκινη. Από το αίμα που ρέει εντός της άφθονο και ακατάσχετο. Έτσι τη σχηματίζει και την ιστορεί το δημοτικό τραγούδι, με γνώση βαθιά των ανθρωπίνων και με φωνή αλογόκριτη και αδέκαστη. Τα αίματα της αγάπης αποτελούν άλλοτε ακράδαντο τεκμήριο της πίστης και της αφιέρωσης του ενός αγαπημένου στον άλλον, και άλλοτε αδιάσειστη μαρτυρία των παθημάτων που συνεπάγεται σχεδόν αναπόφευκτα το ερωτικό πάθος. Ο έρωτας άλλωστε, έτσι όπως τον τραγουδάει ο ανώνυμος και ακτήμων δημιουργός, είναι το μοναδικό πεδίο όπου το πάθος δεν γίνεται μάθος. Το αντίθετο θα ήταν ανόσιο.


Ο ανέμελος και ανέφελος ερωτικός βίος σπανίως απασχολεί τον λαϊκό ποιητή· η ακύμαντη πορεία του, αδιάφορη εντέλει, δεν του επιτρέπει να μιλήσει για τη συναισθηματική τρικυμία και τον πνευματικό συγκλονισμό όσων αγαπούν παθιασμένα. Μια τρικυμία που αποκαλύπτει και τον αυθεντικό χαρακτήρα των εθελοντών ομήρων του πάθους. Η φυσικότητα του έρωτα είναι η υπερβολή, η παραφορά.


Στο σφαγείο του έρωτα, έτσι όπως το εικονογραφούν τα δημοτικά τραγούδια της αγάπης και οι συγκλονιστικές παραλογές, επικυρώνονται με τρόπο εναργή, αν όχι σκληρό, οι περίφημοι στίχοι του Διονύσιου Σολωμού: Έρως και Χάρος πάντοτε / δουλεύουν εδώ κάτου. Ο έρωτας, πανίσχυρος πλαστουργός ζωής, εκτρέπεται αρκετά συχνά σε θανάσιμη δύναμη: όταν τον νοθεύει και τον αποπροσανατολίζει η ζηλοτυπία· όταν δεν ανέχεται την άρνηση, όποιος λόγος κι αν την υπαγορεύει· όταν επιχειρεί να αυτοπροστατευτεί και να παραμείνει κρυφός (όπως στη συγκλονιστική «Μάνα φόνισσα», που υπερβαίνει σε φρίκη τα θυέστεια δείπνα, αφού εδώ η ίδια η μάνα σκοτώνει και μαγειρεύει το παιδί της, και όχι ο θείος τα ανίψια του)· όταν τιμωρεί την απιστία, πραγματική ή συκοφαντική· όταν αποφασίζεται και εκτελείται από συγγενείς (μάνα, πατέρα, αδερφό, ξάδερφο, όλο το σόι) εξαιτίας των διαβόητων «λόγων τιμής», εξαιτίας δηλαδή της παντοδύναμης κοινωνικής νόρμας που αναθέτει ρόλους, επιβάλλει αξίες και κανόνες συμπεριφοράς, και επιτηρεί αυστηρά την πιστή εφαρμογή τους.


Η υψηλή μορφή του ερωτικού θανάτου είναι η αυτοκτονία (με μαχαίρι ή δηλητήριο), η αυτοθυσία καλύτερα, είτε της (συχνά απαρνημένης) κόρης είτε του παλικαριού είτε και των δύο. Με υπέρτατο σέβας στον αδικημένο ή εμποδισμένο έρωτα, ο δημοτικός ποιητής επιφυλάσσει στους αυτόχειρες τη μόνη εφικτή αθανασία: τους μεταμορφώνει μεταθανάτια σε δέντρα που τα κλαδιά τους θα σμίγουν αιώνια. Όσο θα φυσάει τ’ αεράκι. Τ’ αεράκι της φλογέρας, του ζουρνά, της γκάιντας ή του κλαρίνου».

Παντελής Μπουκάλας