Σφαγή στο Δήλεσι: Η ληστεία, η ομηρία, η θανάτωση και η Ελλάδα «φωλέα ληστών και πειρατών»
Άγγλοι και Ιταλοί ευγενείς εκδράμουν στον Μαραθώνα αλλά οι λήσταρχοι Αρβανιτάκηδες καραδοκούν. Η σφαγή στο Δήλεσι που προκάλεσε διπλωματικό επεισόδιο και συνέβαλε στην πτώση της κυβέρνησης.
Αρχές Απριλίου του 1870 στο Δήλεσι. Μια ληστεία που κατέληξε σε σφαγή των ομήρων, είχε αντίκτυπο στις διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας, Αγγλίας και Ιταλίας, και οδήγησε τελικά στην πτώση της κυβέρνησης του Θρασύβουλου Ζαΐμη. Η «Σφαγή στο Δήλεσι» ή αλλιώς «δράμα του Ωρωπού» (Σχέδιο από την The Illustrated London News με τους ληστές να οδηγούνται στην Αθήνα για να δικαστούν), ήταν η σύλληψη, η ομηρία και τελικά η θανάτωση, από τους λήσταρχους Αρβανιτάκηδες, ομάδας Άγγλων και Ιταλών περιηγητών
Την εποχή εκείνη ο νεαρός βασιλιάς Γεώργιος Α΄ συμπλήρωνε τον έβδομο χρόνο της βασιλείας του και η ζωή στην Αθήνα κυλούσε σχετικά ήρεμα γιορτάζοντας τα εξάχρονα του νέου συντάγματος, που θεωρούνταν από τα πλέον φιλελεύθερα ευρωπαϊκά συντάγματα της εποχής του.
Ολυμπιακός: Η συμβολή του… Βαλμπουενά
«Έριξα παραθείο στα μακαρόνια της μάνας μου για να γίνουν πιο νόστιμα» - Ο 5χρονος που την πρόδωσε
Χαρακτηριστικό επίσης της εποχής εκείνης ήταν η εκτεταμένη ληστεία, που βρισκόταν σε έξαρση παρ' όλα τα μέτρα που είχαν πάρει αρχικά οι Βαυαροί και στη συνέχεια οι διάφορες κυβερνήσεις για την εξουδετέρωσή της, με συνέπεια τα κρούσματά της να είναι συχνά μέχρι και το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Τα γεγονότα
Το πρωί της Δευτέρας 29 Μαρτίου του 1870 μια ομάδα Άγγλων, κυρίως, περιηγητών, που την αποτελούσαν ο λόρδος και η λαίδη Μάνκαστερ, ο εγγονός του κόμη Γκρέυ Φρειδερίκος Βίνερ, ο γραμματέας της αγγλικής πρεσβείας Εδουάρδος Χέρμπερτ, ο Δικηγόρος Λόιντ με τη σύζυγο και την κόρη του, o γραμματέας της ιταλικής πρεσβείας της Αθήνας κόμης Αλβέρτος ντε Μπόιλ, ένας Ιταλός υπηρέτης και ένας Έλληνας ξεναγός, ο Αλέξανδρος Ανεμογιάννης, υπάλληλος του ξενοδοχείου Αγγλία, όπου είχε καταλύσει η παραπάνω ομάδα, ξεκίνησαν με δύο άμαξες και τέσσερις έφιππους χωροφύλακες, τους οποίους διέθεσε η τότε Μοιραρχία κατόπιν εθιμικής αίτησης, για να επισκεφθεί η ομάδα των περιηγητών την ιστορική περιοχή του Μαραθώνα.
Μετά την ολοκλήρωση της ξενάγησης και στους γύρω χώρους, η ομάδα, καθώς επέστρεφε στην Αθήνα, γύρω στις 16.30 ώρα, περνώντας ανάμεσα στο Πικέρμι και τα Σπάτα δέχτηκε επίθεση από τη συμμορία των λήσταρχων Τάκου και Χρήστου Αρβανιτάκη, που την αποτελούσαν περίπου 25 ληστές. Τότε οι τέσσερις ιππείς ρίχτηκαν κατά πάνω τους πυροβολώντας, περικυκλώθηκαν οι άμαξες και υποχρεώθηκαν όλοι να κατέβουν. Τη στιγμή εκείνη οι ληστές αφαίρεσαν από το λαιμό της Λαίδης Μάνκαστερ ένα διαμαντένιο κόσμημα λέγοντας σ' όλη την ομάδα να τους ακολουθήσουν, οδηγώντας την σε μια σπηλιά της Πεντέλης, όπου εκεί ανέμεναν έξι γεροντότεροι λήσταρχοι καπετάνιοι, μεταξύ των οποίων οι αρχηγοί και αδελφοί Αρβανιτάκη και ο περιβόητος Σπανός, στους οποίους και παραδόθηκαν όλα τα μέλη της ομάδας ως αιχμάλωτοι.
Δύο πιστολιές στη Μαγκουφάνα, ένας νεκρός, μια μπυραρία στο Μετς και η Βουγιουκλάκη
Τότε, κατά την ειδησεογραφία της εποχής, πλησίασε το χώρο της αιχμαλωσίας μικρό απόσπασμα έξι στρατιωτών, πιθανόν από το Πικέρμι, που όμως αναγκάστηκαν να διακόψουν και να αποχωρήσουν προ των απειλών των ληστών ότι, αν επέμεναν, θα σκότωναν όλους τους αιχμαλώτους τους.
Οι ληστές μη μπορώντας να υπομένουν στις μετακινήσεις τους τις γυναικείες παρουσίες και δύο τραυματίες χωροφύλακες απελευθέρωσαν αυτούς και τον Ιταλό υπηρέτη και μάλιστα με συνοδεία τούς μετέφεραν στο Χαρβάτι, διαβεβαιώνοντας ότι δεν θα πάθαιναν τίποτε οι σύζυγοί τους. Εκεί περίμεναν οι άμαξες, με τις οποίες και επέστρεψαν στην Αθήνα.
Στη συνέχεια οι ληστές έδωσαν στους αιχμαλώτους τους χαρτί, μελάνι και καλάμους, για ν' αναγγείλουν στην Αθήνα την ομηρία τους και την ανάγκη καταβολής λύτρων 32.000 αγγλικών λιρών, προκειμένου να ελευθερωθούν. Λίγο μετά οι όροι άλλαξαν σε 50.000 αγγλικές λίρες, παροχή αμνηστίας και διακοπή κάθε περαιτέρω καταδίωξης από την πολιτεία μέχρι το τέλος των διαπραγματεύσεων.
Οι ληστές
Σύμφωνα με στοιχεία που ανακοινώθηκαν στη Βουλή το 1871, η ομάδα των ληστών είχε εισέλθει στο ελληνικό έδαφος τον Ιανουάριο του 1870 από την περιοχή των τότε Τουρκικών Αγράφων (Ευρυτανία) τα οποία είχαν διχοτομηθεί κατά τη χάραξη των συνόρων το 1830. Από τη Λοκρίδα πέρασε στη Λειβαδιά. Οι ελληνικές αρχές (επί κυβέρνησης Ζαΐμη) μόλις έμαθαν την εισβολή της ομάδας των ληστών άρχισαν την καταδίωξη. Έγιναν τρείς αιματηρές συγκρούσεις κοντά στη Λειβαδιά, στη Στεφάνη Θηβών και στη Βένιζα Μεγαρίδος όπου υπήρξαν θύματα και από τις δύο πλευρές και συνελήφθη ο ληστής Τασούλας. Στην τελευταία σύγκρουση η ομάδα διέφυγε και βρήκε καταφύγιο σε σπήλαιο της Φυλής.
Βενάρδος: Ο ληστής με τις γλαδιόλες που λάτρευαν οι γυναίκες και απέδρασε ως παίκτης του Ολυμπιακού
Ο βουλευτής Μιλήσης που ανακοίνωσε το ιστορικό της υπόθεσης στη Βουλή, ισχυρίστηκε ότι όλοι οι ληστές εκτός από δύο ήταν ξένοι, δηλαδή "Αλβανοί και Βλάχοι κατοικούντες εν Τουρκία". Πιστεύεται ότι αυτή η δήλωση έγινε επειδή υπήρχε ευρωπαϊκή κατακραυγή κατά της Ελλάδας για το γεγονός. Ο σχολιαστής της ανακοίνωσης αναφέρεται ότι οι Αρβανιτάκηδες ήταν Έλληνες καταγόμενοι από τα Άγραφα, οικογένεια από την οποία είχε προέλθει και αρχηγός αρματωλών. Ο Τάκης Αρβανιτάκης είχε διαπρέψει μαχόμενος κατά των Τούρκων στην επανάσταση των Αγράφων το 1866. Άλλωστε εκείνη την εποχή οι λέξεις «Βλάχοι», «Αρβανίτες» και «Αρβανιτόβλαχοι» είχαν αόριστη σημασία και χρησιμοποιούνταν από το λαό με την έννοια των νομάδων κτηνοτρόφων.
Διαπραγματεύσεις
Ενώ η αγγλική πρεσβεία υποστήριζε την άποψη ότι πρέπει να γίνουν δεκτοί οι όροι των ληστών, ο υπουργός Στρατιωτικών Σκαρλάτος Σούτσος αρνιόταν οποιαδήποτε συζήτηση. Υποστήριζε ότι η υποχώρηση στις αξιώσεις του Αρβανιτάκη για αμνηστεία αποτελούσε απαράδεκτο εξευτελισμό για το κράτος. Αυτή η καθυστέρηση της κυβερνητικής απάντησης εξόργισε τους ληστές και ο λόρδος Μάνκαστερ, ένας από τους συλληφθέντες, ζήτησε να του επιτραπεί να επιστρέψει στην Αθήνα, ώστε να στείλει στους ληστές το ποσόν των 25.000 λιρών και να φροντίσει για τη χορήγηση αμνηστίας.
Η Μήδεια του Καλαμακίου: Στραγγάλισε τα τρία παιδιά της και ενέπνευσε τον Ντασέν
Η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε αυτούς τους όρους και απέστειλε μικτό απόσπασμα Στρατού και Χωροφυλακής, για να καταδιώξει τους ληστές, οι οποίοι διέφυγαν προς τη βορεινή πλευρά της Πάρνηθας και έφτασαν στον Ωρωπό. Με τη σειρά τους ζήτησαν την αποχώρησή του αποσπάσματος, απειλώντας πως σε αντίθετη περίπτωση θα δολοφονούσαν τους αιχμαλώτους. Η ανεπιτυχής κατάληξη των διαπραγματεύσεων είχε ως αποτέλεσμα τη θανάτωση τεσσάρων αιχμαλώτων από τους ληστές, ενώ στη συμπλοκή που ακολούθησε κοντά στο χωριό Δήλεσι, σκοτώθηκαν και δέκα στρατιώτες.
Ο φόνος των τεσσάρων περιηγητών από τη συμμορία του Αρβανιτάκη δημιούργησε σοβαρό διπλωματικό επεισόδιο. Ο υπουργός Εσωτερικών Ανδρέας Αυγερινός αναγκάστηκε να παραιτηθεί στις 9 Ιουλίου 1870 και το ελληνικό κράτος υποχρεώθηκε να αποζημιώσει τις οικογένειες των θυμάτων καταβάλλοντας σε κάθε οικογένεια θύματος από 22.000 λίρες, να αποδώσει τιμές στους νεκρούς και να εκφράσει επίσημα τη λύπη της στις κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Ιταλίας. Λίγες μέρες αργότερα η κυβέρνηση Ζαΐμη παραιτήθηκε.
Στον ευρωπαϊκό Τύπο η Ελλάδα αναφερόταν με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς όπως «φωλέα ληστών και πειρατών». Σε επίσημα κείμενα διατυπωνόταν η άποψη ότι η Ελλάδα «τίθεται εκτός του κύκλου των εξευγενισμένων κρατών» και ότι «αι ληστείαι συμφωνούνται εν Αθήναις, ένθα και διανέμονται τα χρήματα».
Στην δίκη των ληστών που συνελήφθησαν, από τις καταθέσεις ορισμένων μαρτύρων «φωτογραφήθηκε» σαν ένας από τους εγκεφάλους της απαγωγής ο Άγγλος τσιφλικάς Φρανκ Νόελ, ο οποίος και παραπέμφθηκε σε δίκη, αλλά απαλλάχθηκε με βούλευμα. Όπως αποδείχθηκε, συχνά ο Νόελ προσέφερε καταφύγιο στα απέραντα τσιφλίκια του σε συμμορίες ληστών, όταν η πίεση των καταδιωκτικών αποσπασμάτων γινόταν ανυπόφορη. Ωστόσο, η ανοχή που έδειχνε ίσως να ήταν αποτέλεσμα φόβου για τους λήσταρχους.
Ριζούπολη: Ποιος ήταν ο τσαγκάρης που της έδωσε το όνομα - Η Βίλα Ακριβή και ο Βενιζέλος
Για σχέσεις με τους ληστές κατηγορήθηκε και ο υπουργός Στρατιωτικών Σκαρλάτος Σούτσος, ο οποίος, για να υπερασπιστεί την τιμή του κάλεσε σε μονομαχία και τραυμάτισε σοβαρά τον συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο. Ο Σούτσος ήταν μεγαλοτσιφλικάς (υπολογίζεται ότι είχε πάνω από 200.000 στρέμματα σε Αττική, Βοιωτία και Εύβοια), γι' αυτό και χρησιμοποιούσε τους ληστές για να προστατεύουν τις εκτάσεις του. Ανεξάρτητα από το εάν πράγματι ο Σούτσος είχε σχέσεις με τους Αρβανιτάκηδες, γεγονός είναι πως πολλοί πολιτικοί της εποχής χρησιμοποιούσαν συμμορίες ληστών και τοκογλύφων, για να πιέζουν τους ψηφοφόρους τους. Η "Σφαγή στο Δήλεσι" ήταν ένα τα πιο θλιβερά γεγονότα της περιόδου, όχι μόνο γιατί στοίχισε στο ελληνικό κράτος αρκετά εκατομμύρια δραχμές, αλλά και επειδή εξαιτίας της υπέστη πλήγμα διεθνώς το κύρος της χώρας.
Όσον αφορά τους ληστές, διαβάζουμε στην ιστοσελίδα taathinaika.gr: «Εντέλει οι πέντε από τους επτά ληστές αποκεφαλίστηκαν στο Πεδίον του Άρεως, στις 8 Ιουνίου 1870. Το αποτρόπαιο θέαμα φωτογραφήθηκε προκαλώντας ποικίλες και ενδιαφέρουσες αντιδράσει. Τι απέγιναν οι άλλοι δύο; Είναι και αυτή μία από τις εν πολλοίς άγνωστες πτυχές της ιστορίας της «Σφαγής στο Δήλεσι». Αντίθετα από όσα γράφονται μέχρι σήμερα του ενός (Ν.Α. Τασούλα) χαρίστηκε η ζωή από τον Άρειο Πάγο και του άλλου (Περικλή Λιώρη ή Βιλιώτη) αναβλήθηκε η εκτέλεση διότι υποσχέθηκε ότι θα προβεί σε αποκαλύψεις!».