1992: Όταν ο Μαραντόνα κουβάλησε το φέρετρο του Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες (pic)
“Ήταν τρομερό θέαμα να βλέπεις αυτόν τον αγαθό γίγαντα, καθηλωμένο στο κρεβάτι του πόνου. Του είπα: ηρέμησε Χουάν. Και πέθανε. Έτσι απλά. Στα χέρια μου”. Έτσι περιέγραψε ο Ντιέγκο Μαραντόνα τις τελευταίες στιγμές του Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες...
Στις 11 Ιανουαρίου του 1992, σε ηλικία μόλις 29 ετών, η καρδιά πρόδωσε τον Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες. Ο χαμογελαστός Βουβαλος έπαθε ανακοπή, βυθίζοντας στο πένθος τον ποδοσφαιρικό κόσμο της Αργεντινής. Εις μνήμην του, το στάδιο του Σαν Λουΐς, της γενέτειράς του, μετονομάστηκε σε «Estadio Juan Gilberto Funes», ενώ λίγο αργότερο το Δημοτικό Συμβούλιο του Σαν Λουΐς θα αποφασίσει να δώσει το όνομα του Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες σε μια από της λεωφόρους της πόλης. Φόρεσε την φανέλα της εθνικής Αργεντινής 4 φορές, ενώ οι Κολομβιανοί της Μιλιονάριος τον θεωρούν ως ένα απ' τους μύθους της ομάδας, όπως άλλωστε και οι οπαδοί της Ρίβερ Πλέιτ, χάρη στα γκολ που πέτυχε στους τελικούς του Κόπα Λιμπερταδόρες.
Πέθανε στην αγκαλιά του "Θεού"
Ο Φούνες απεβίωσε στην αγκαλιά του "Θεού" του ποδοσφαίρου. Του Ντιέγκο Μαραντόνα. Ο ίδιος, μάλιστα, αφιέρωσε ένα κομμάτι στο βιβλίο του «Εγώ ο Ντιέγκο» στον αδικοχαμένο Χουάν. Γράφει, λοιπόν, ο Ντιέγκο: «Αργότερα, τον Απρίλη του 1992, συνέβη το χειρότερο: ήταν το παιχνίδι προς τιμήν του Φούνες. Του Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες, ενός εξαιρετικού ποδοσφαιριστή, σε μια στιγμή που έδινε αγώνα επιβίωσης.
Σήμερα μπορώ να προσθέσω τον «Μπούφαλο» στη λίστα των καλύτερων μου φίλων. Των πιο καρδιακών... Και δεν πάει πολύς καιρός από τότε που μιλήσαμε και νιώσαμε κοντά, πραγματικά και αληθινά κοντά. Στα τελευταία δεκαπέντε λεπτά της ζωής του. Είχε εισαχθεί εδώ και καιρό στο νοσοκομείο Γουέμες, με την καρδιά του κατεστραμμένη ο ταλαίπωρος. Ηταν τρομερό θέαμα και πολύ επώδυνο να βλέπεις αυτόν τον άντρακλα, αυτός τον αγαθό γίγαντα καθηλωμένο στο κρεβάτι του πόνου. Ήμασταν κοντά του συνεχώς, και εγώ και η Κλαούντια, και ρωτάγαμε, την Ιβάνα, τη γυναίκα του, αν χρειαζόταν τίποτα, λέγοντάς της πως μπορούσε να βασιστεί επάνω μας. Την τελευταία μέρα, στις 11 Ιανουαρίου του 1992, -έτσι το θέλησαν για μένα η μοίρα και οι βουλές του γενειοφόρου (του Θεού)- εγώ βρισκόμουν εκεί. Εκεί δίπλα στο κρεβάτι του. Με είχε φωνάξει ο Χουάν, ήθελε να με δει. Ονειρευόταν μια κόκκινη Μερσέντες και σκόπευε να την αγοράσει.
Θυμάμαι πως του είπα: Ηρέμησε Χουάν, μίλησα με κάτι φιλαράκια στην αντιπροσωπεία και θα σου την παραγγείλουν. Ησύχασε ο Χουάν. Και πέθανε. Ετσι απλά. Στα χέρια μου έτσι απλά. Γι’ αυτό λέω πως είναι φίλος. Γιατί στις τελευταίες του στιγμές τον ένιωσα κοντά μου. Πολύ κοντά. Πιο κοντά παρά ποτέ. Συνοδεύσαμε την Ιβάνα σε όλες τις φοβερές γραφειοκρατικές διαδικασίες που πρέπει να κάνει κανείς αν πεθάνει κάποιο κοντινό του άτομο. Και μετά πήγαμε στο Σαν Λουίς όπου τον έθαψαν. Από τη στιγμή εκείνη άρχισα να σκέφτομαι πως έπρεπε να δοθεί ένας αγώνας εις μνήμη του. Να κάνουμε κάτι για να τιμήσουμε τον Χουάν και να βοηθήσουμε την οικογένειά του, την Ιβάνα, τον Χουάμπι (Χουάν Πάμπλο), το γιο του, που είχε τα πιο θλιμμένα μάτια που έχω δει ποτέ μου».