Βάσω Μανωλίδου: Η Ελληνίδα Γκάρμπο. Κάποτε έπαιζε επί μιάμιση ώρα θαμμένη μέχρι το λαιμό σε αμμόλοφο

Η μεγαλύτερη ηθοποιός που πέρασε από το ελληνικό θέατρο. Η άγνωστη σε πολλούς Βάσω Μανωλίδου στο μεγαλείο της οποίας υποκλίθηκε ο Δημήτρης Χορν.

Βάσω Μανωλίδου: Η Ελληνίδα Γκάρμπο. Κάποτε έπαιζε επί μιάμιση ώρα θαμμένη μέχρι το λαιμό σε αμμόλοφο

Κατά τον Δημήτρη Χορν, ήταν η μεγαλύτερη ηθοποιός που πέρασε από το ελληνικό θέατρο. Η Βάσω Μανωλίδου θεωρείται από πολλούς ό,τι καλύτερο μπορούσε για πολλά χρόνια κάποιος να απολαύσει στο θέατρο. Ένας μύθος του θεάτρου που σπάνια έδινε συνεντεύξεις και μιλούσε ελάχιστα για όσα ήξερε όπως έκανε και ένας άλλος μύθος, η Γκρέτα Γκάμπο.

Γεννήθηκε στις 21 Αυγούστου του 1910 στην οδό Μνησικλέους στην Πλάκα. Πατέρας της ήταν ο Παναγιώτης Μανωλίδης από τον Βελβεντό Πιερίων, εμπορικός αντιπρόσωπος σημαντικών εμπορικών οίκων του εξωτερικού, ενώ η μητέρα της καταγόταν από την Κρήτη, και ήταν απόφοιτος του Αρσακείου. Είχε ακόμα τρία αδέρφια, δυο αγόρια τον Αντρέα και τον Ντίνο και μια αδερφή, την Χρυσάνθη. Στο διπλανό σπίτι της οδού Μνησικλέους μεγάλωνε η πρώτη ξαδέρφη της, Μαίρη Αρβανιτίδη (μετέπειτα Μαίρη Αρώνη) και μαζί έζησαν τα παιδικά τους χρόνια, παίζοντας στις θεατρικές παραστάσεις που έστηναν στην ταράτσα του σπιτιού τους.
Η εκπαίδευσή της έγινε στο παρθεναγωγείο της περίφημης Σχολής Χιλλ στην Πλάκα.

Μαίρη Αρώνη - «Πάστα Φλώρα»: Η απεργία πείνας, το χαστούκι, οι μπότες των Γερμανών στην Kατοχή (vid)

Την πήρε σε σχολή ο πατέρας της

Ο πατέρας της, αγαπούσε το θέατρο και την όπερα, και βλέποντας την υποκριτική ικανότητα της κόρης του, την προέτρεψε (πράγμα σπάνιο για την εποχή) να ασχοληθεί με το θέατρο. Μάλιστα, την συνόδεψε ο ίδιος, για να γραφεί στην τότε πρωτο-ιδρυόμενη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, σε ηλικία μόλις 15 χρονών.

Η Μανωλίδου έδωσε εξετάσεις μπροστά στην κριτική επιτροπή της σχολής, απαγγέλλοντας το ποίημα του Λάμπρου Πορφύρα, «Lacrimae rerum» καθώς και ένα απόσπασμα από την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Ευριπίδη. Πέρασε τις εξετάσεις παμψηφεί και μάλιστα τέλειωσε τη δραματική σχολή με άριστα.
Την αποφοίτησή της από τη σχολή όπως και των άλλων συναδέλφων της (ήταν οι πρώτοι απόφοιτοι της σχολής του Εθνικού θεάτρου) χαιρέτησε με σημείωμά του στη Νέα Εστία ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, προβλέποντας λαμπρό μέλλον για τη νεαρή απόφοιτο.

Λίντα Άλμα: O μεγάλος έρωτας του Κατράκη χόρευε δίπλα στην Εντίθ Πιάφ (vid)

Η πρώτη εμφάνιση

Η πρώτη της εμφάνιση στο Εθνικό έγινε τον Απρίλιο του 1932, όταν έπαιξε στη «Βαβυλωνία» του Δημ. Βυζάντιου τον δευτερεύοντα ρόλο της Ανθούλας, της κόρης του ξενοδόχου.
Τον Οκτώβριο του 1932 θα κάνει την δεύτερη εμφάνισή της, στον «Έμπορο της Βενετίας» του Σαίξπηρ, στον ρόλο της Νερίτσας.

Από το 1932 έως το 1943 που είναι η πρώτη περίοδος της στο Εθνικό θέατρο, θα καταξιωθεί παίζοντας έργα κλασικού ρεπερτορίου δίπλα σε σπουδαίους ηθοποιούς της εποχής. Ο σημαντικότερος ρόλος της σύμφωνα με την ίδια την καθιέρωσε, ήταν αυτός της Οφηλίας, στον «Άμλετ» του Σαίξπηρ, με πρωταγωνιστή τον Αλέξη Μινωτή και σκηνοθέτη τον Δημήτρη Ροντήρη, το 1937.

Τον Απρίλιο του 1934 θα παίξει στους «Ταπεινούς και καταφρονεμένους» του Ντοστογιέφσκι δίπλα στον Αιμίλιο Βεάκη και θα κάνει τους κριτικούς να την προσέξουν ιδιαίτερα. Ο Μιχάλης Ροδάς, στην κριτική του θα γράψει: "Ηρωίδα της παραστάσεως ήταν η Βάσω Μανωλίδου στην πολύπαθη Ελένη – Νέλλη. Έπαιξε με φυσικότητα, με τέχνη γενικά αξιοθαύμαστη και με συνοχή καλλιτεχνική απ' αρχής μέχρι τέλους..." Ο δε θεατρικός κριτικός της εφημερίδας «Καθημερινή» Γ. Νάζος γράφει:" δέον να εξαρθή η λαμπρά απόδοσις της δίδος Μανωλίδου, η οποία συνεκράτησε αδιάπτωτον την συγκίνησιν του κοινού ως επιληπτική ορφανή, αφηγούμενη επί μίαν ολόκληρον σκηνήν το δράμα της ζωής της..."

Βλαχοπούλου: Παντρεύτηκε ποδοσφαιριστή, έπαιξε στο «αμάρτησα για το αρνί μου» με Χατζιδάκι... τσολιά

Με Βεάκη, Παξινού, Παπαδάκη

Άλλη παράσταση – ορόσημο όχι μόνο στην καριέρα της αλλά και γενικά στο ελληνικό θέατρο ήταν «Ο Βασιλιάς Ληρ» του Σαίξπηρ και πάλι, το 1938. Σε αυτήν την παράσταση, πρωταγωνιστούσε ό,τι εκλεκτότερο είχε το ελληνικό θέατρο τότε. Βασιλιάς Ληρ ήταν ο Αιμίλιος Βεάκης, η Βάσω Μανωλίδου έπαιζε την μία από τις κόρες του, την Κορντέλια, η Κατίνα Παξινού έπαιζε την άλλη κόρη του, τη Γονερίλη ενώ η Ελένη Παπαδάκη έπαιζε την τρίτη κόρη, την Ρεγάνη.

Τζένη Καρέζη: Το πραγματικό όνομα, το χαστούκι από τον πατέρα της και ο γάμος χωρίς τη Βουγιουκλάκη

Φεύγει από το Εθνικό

Την άνοιξη του 1943 θα εγκαταλείψει το Εθνικό και θα συστήσει θίασο, με τον Νίκο Δενδραμή και τον Γιώργο Παππά. Θα αντιμετωπίσει για πρώτη φορά τις προκλήσεις του ελεύθερου θεάτρου, δεν θα αποφύγει βέβαια να παίζει έργα που φέρνουν κόσμο στα ταμεία και όχι έργα καλλιτεχνικών αξιώσεων, αλλά παρόλα αυτά, θα προσπαθήσει για το καλύτερο.

Μιχάλης Κακογιάννης: Ο θεατρίνος που φώτισε την Ακρόπολη

Στον θίασο αυτόν, από τον Σεπτέμβρη του 1943 θα συμμετέχει - για περιορισμένο διάστημα - και ο Αιμίλιος Βεάκης ενώ σκηνοθέτης θα είναι ο Τάκης Μουζενίδης.
Από την άνοιξη του 1944, θα συνεχίσει μόνο με τον Γιώργο Παππά, στο θέατρο «Λυρικόν» ενώ από το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, θα συνεργαστεί με τον θίασο της Μαίρης Αρώνη και του Δημήτρη Χορν, με τους οποίους θα κάνει και μια μεγάλη περιοδεία στον ελληνισμό του εξωτερικού.

Τον χειμώνα του 1944, ο θεατρικός κριτικός Αχιλλέας Μαμάκης στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα» της 10ης Ιανουαρίου 1944 κάνοντας έναν απολογισμό του θεατρικού έτους 1943 γράφει για την Μανωλίδου: "Κατάφερε στο έργο Φωτεινή Σάντρη να δείξει το ξεχωριστό, αληθινά μοναδικό ταλέντο της σαν δραματική ενζενύ. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία σε όλες τις εμφανίσεις της, και έδειξε σε όλους.... ότι εξελίσσεται και προοδεύει. Συμπληρώνει ότι "...πολλοί της καταλογίζουν ότι παίζει σε μονότονα μοτίβα, - με προσαρμογή όχι του εαυτού της στον εκάστοτε ρόλο, αλλά του κάθε ρόλου στα προσωπικά εκφραστικά της μέσα – και ότι ακόμη μπορεί να έχει αδυναμία στην στερεότυπη κοριτσίστικη γραμμή την οποία την έχει ντρεσάρει ο κ. Ροντήρης κατά την 12ετή θητεία της στο Εθνικό,... ωστόσο πιστεύω ότι είναι μια εκλεκτή νέα πρωταγωνίστρια".

Δέσπω Διαμαντίδου: Η Πειραιώτισσα που ερωτεύτηκε ο Παπαμιχαήλ, ο χωρισμός για τα μάτια της Αλίκης

Η επιστροφή

Στο Εθνικό θα γυρίσει οριστικά το 1955 και θα μείνει μέχρι το τέλος της καριέρας της, το 1980.
Το 1955, ακόμα μια ευτυχισμένη στιγμή για το ελληνικό θέατρο,θα συναντηθεί θεατρικά με την ξαδέλφη της Μαίρη Αρώνη και θα ερμηνεύσουν υποδειγματικά το ντουέτο Μαρία Στούαρτ (Μανωλίδου)– Ελισάβετ (Αρώνη), στο έργο «Μαρία Στούαρτ» του Σίλλερ.
Όλα αυτά τα χρόνια θα ερμηνεύσει διάσημους πρωταγωνιστικούς ρόλους στα καλύτερα έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου.

Καλογήρου: Ο σαλταδόρος, μαυραγορίτης, έμπορος λαθραίων τσιγάρων, λωποδύτης που έγραφε στίχους

Μεθυστική και αδαμάντινη

Το 1978 θα έχει ακόμα μία προσωπική επιτυχία ερμηνεύοντας απαράμιλλα τον ρόλο της Αμάντα (της μητέρας) στον «Γυάλινο κόσμο» του Τένεσι Ουίλιαμς. "...Μεθυστική και αδαμάντινη ένιωσε το ρόλο της Αμάντα σε όλες τις αποχρώσεις του, ...και ενσαρκώνει με ευαισθησία, άνεση και σιγουριά αυτή τη μητέρα.." γράφει στην κριτική του ο Βαγγέλης Ψυράκης στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία».

Ο θηριώδης χορευτής, ηθοποιός Ζαννίνο - Πώς ανακάλυψε τον Χάρρυ Κλυνν - Ποιος και γιατί τον βάφτισε

Υποκριτικός θρίαμβος - Θαμμένη σχεδόν μέχρι το λαιμό, σε έναν εκτυφλωτικά φωτιζόμενο αμμόλοφο

Το 1980 θα τελειώσει την καριέρα της με έναν υποκριτικό θρίαμβο.
Θα παίξει τον ρόλο της Ουίννυ στις «Ευτυχισμένες μέρες» του Σάμιουελ Μπέκετ (με Ουίλλυ τον Μηνά Χατζησάββα). Ένα έργο δύσκολο, ένας πραγματικός άθλος για τον ηθοποιό που στερούμενος τα άλλα εκφραστικά του μέσα είναι υποχρεωμένος να παίξει μόνο με το πρόσωπο και τη φωνή. Η Μανωλίδου αφού χρειάστηκε να μάθει απέξω ένα μονόλογο 60 σελίδων, και να παίξει θαμμένη σχεδόν μέχρι το λαιμό, μέσα σε έναν εκτυφλωτικά φωτιζόμενο αμμόλοφο, επί 1 1/2 ώρα μόνη της πάνω στη σκηνή, τα κατάφερε προσθέτοντας επάξια το όνομά της δίπλα στα ιερά τέρατα του παγκόσμιου θεάτρου (π.χ. Πέγκυ Άσκροφτ) που υποδύθηκαν με επιτυχία αυτόν το ρόλο.

Αρτεμίζια Τζεντιλέσκι: Η ζωγράφος που εκδικήθηκε για τον βιασμό της με έναν βιβλικό πίνακα

Όταν σκέπτομαι κάτι άλλο, πάλι το θέατρο σκέπτομαι

Για τη ζωή της, η Βάσω Μανωλίδου είχε μιλήσει στη δημοσιογράφο Κίτσα Μπόντζου. Η συνέντευξή της δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Μεσημβρινή» τη Δευτέρα 21 Απριλίου του 1980. Τότε είχε πει: «Όταν σκέπτομαι κάτι άλλο, πάλι το θέατρο σκέπτομαι. Ένα διάστημα πήγα στην Αμερική, υπήρχαν πολλά που μπορούσε κανείς να δει και να κάνει. Πώς χάνω τον καιρό μου, σκεπτόμουν, τι κάνω εγώ εδώ; Ήθελα να γυρίσω να παίξω στο θέατρο. Είναι κάτι περίεργο το θέατρο, μια διαφορετική ανάγκη και μια μοναδική έλξη και μαγεία. Φαντάζομαι ότι είναι όπως ο άνθρωπος που γερνάει, που υπήρξε όμορφος και βλέπει ότι χάνεται η ομορφιά του… Προσπαθεί όσο γίνεται να κρατηθεί. Έτσι είναι το θέατρο: την ομορφιά που μόλις απομακρύνεται τρέχουμε να τη βρούμε».

Τον Αύγουστο του 1995 τιμήθηκε με το παράσημο του Ταξιάρχη του τάγματος του Φοίνικος από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο μαζί με τους συναδέλφους της Ειρήνη Παππά, Δημήτρη Χορν, Άννα Συνοδινού και Ασπασία Παπαθανασίου.

Ήταν σύζυγος για περισσότερα από 50 χρόνια του θεατρικού επιχειρηματία Θεόδωρου Κρίτα, και μητέρα μιας κόρης, της Αλίνας Κρίτα. Έμενε στο Παλαιό Φάληρο στην Αθήνα. Πέθανε – πλήρης ημερών – σε ηλικία 94 ετών.