Θωμάς Κοροβίνης: Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη και... Κούδας

Θωμάς Κοροβίνης, ένας άνθρωπος του πνεύματος αλλά και της ζωής με δεκάδες τίτλων βιβλίων στο ενεργητικό του, μουσικές, γλέντια, έρωτες, αμφισβητήσεις, συγκρούσεις, με το θάρρος της γνώμης του, που μπορεί να του προκαλέσει και μπελάδες.

Θωμάς Κοροβίνης: Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη και... Κούδας

Συνέντευξη στον ΣΤΕΦΑΝΟ ΛΕΜΟΝΙΔΗ

Για την τριανδρία Άνθιμος, Παπαγεωργόπουλος, Ψωμιάδης * Τα χρόνια στην Πόλη και το ’55 * Για τον Ζεκί Μουρέν, Κιουτσούκ Αντωνιάδη, αλλά και Καζαντζίδη, Μπέμπη

Θωμάς Κοροβίνης, ένας άνθρωπος του πνεύματος αλλά και της ζωής με δεκάδες τίτλων βιβλίων στο ενεργητικό του, μουσικές, γλέντια, έρωτες, αμφισβητήσεις, συγκρούσεις, με το θάρρος της γνώμης του, που μπορεί να του προκαλέσει και μπελάδες. Με αγάπη στη Θεσσαλονίκη, την Κωνσταντινούπολη, δυο πόλεις που του είναι πλέον περίπου ξένες, καθώς αλλοτριώνονται με τον χρόνο, γι’ αυτό και παίρνει ανάσες συχνά πυκνά στα Λεχώνια Πηλίου. Σαν μια ταινία γυρνάει η ζωή του και πρωταγωνιστούν πολλοί χωρίς να το σκεφτούν, κι αυτός κομπάρσος στην καρδιά της, για να παραφράσουμε τον Μανώλη Ρασούλη. Πάμε λοιπόν.

Η καταγωγή μου είναι θρακιώτικη απ’ όλες τις πλευρές, αφού παππούδες και γιαγιάδες ήταν από Λουλέ Μπουργκάς, Αβδήμι, Hράκλεια, από τα χωριά της Προποντίδας. Και ως πρόσφυγες βρέθηκαν στη Νέα Μηχανιώνα, ένα αμιγώς προσφυγικό χωριό, όπου συνέρρευσαν πρόσφυγες με διαφορετικές καταγωγές. Κυρίως από τη Θράκη και τη Μικρά Ασία του Μαρμαρά. Από το Τσεσμέ της Σμύρνης ήρθαν οι καλύτεροι ψαράδες. Αυτοί διαμόρφωσαν την παραγωγική εικόνα του χωριού, γι’ αυτό και έχουν τον μεγαλύτερο επαγγελματικό αλιευτικό στόλο στην Ελλάδα. Ανεμότρατες, μηχανότρατες. Είναι ένας γλυκός κόλπος ο Θερμαϊκός, όπου χύνονται τέσσερις ποταμοί, το γνωστό ΓΑΛΑ Γαλλικός, Αλιάκμονας, Λουδίας, Αξιός. Τότε είχαμε τόνους ψάρια, μπαρμπούνια, αστακοκαραβίδες, αλλά αυτά τώρα έχουν εκλείψει.

Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο «ΦΩΣ» στις 23/4/2022

Με τι ασχολήθηκαν οι γονείς σας;

Είχαν ένα καφενείο, το μεγαλύτερο του χωριού, κι εκεί από τα γραμμόφωνα και τους χορούς, με τραγουδιστές και ντιζέζ, είχα τα πρώτα ακούσματα. Εξ ου και η ζύμωση με το ρεμπέτικο τραγούδι και το λαϊκό.

Προλάβατε τις ντιζέζ;

Ναι, αν δεις την ταυτότητα της Μπέλλου γράφει ντιζέζ, όχι τραγουδίστρια. Ήταν λίγο τραγουδίστριες, λίγο χορεύτριες. Στα επαρχιακά μαγαζιά δεν ήταν οι φίρμες. Κοιμόταν στα τραπεζοκαθίσματα τα βράδια.

Εκεί τελειώσατε το σχολείο;

Ως το Γυμνάσιο ήμουν στη Μηχανιώνα, αλλά δεν είχαμε Λύκειο και πήγα στο 5ο Θεσσαλονίκης, το πιο δύσκολο δημόσιο σχολείο, πλησίαζε τα ιδιωτικά. Από εκεί που αποφοίτησαν διάφοροι σπουδαίοι όπως ο Σαββόπουλος. Κριεζώτου, προς Μπότσαρη. Αυστηρό σχολείο, απαράδεκτα αυστηρό λόγω δικτατορίας, μας έκοβαν τα παντελόνια τύπου καμπάνα και τα μαλλιά γουλί. Επειδή ήμουν επαρχιωτόπουλο δεν πέρασα καλά. Είχα και καλές επιδόσεις στα γράμματα, με ζήλευαν, με σνομπάραν τα παιδιά της πόλης. Τους βγήκα όμως από τα... αριστερά

Πανεπιστημιακές σπουδές;

Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης, μεγάλο λαχείο. Ναι μεν πέσαμε στα τελευταία χρόνιας της δικτατορίας, αλλά μετά περάσαμε μια καρπερή εποχή με το άνοιγμα των ιδεών, των ερώτων, της παρέας, του τραγουδιού. Και με σπουδαίους καθηγητές. Γ. Π. Σαββίδης, Μαρωνίτης και εκτός σχολής ο Χριστιανόπουλος. Τον γνώρισα 25 χρόνων, πήγαινα στη Διαγώνιο και μάθαινα. Ήταν δύσκολος, αλλά έμαθα πολλά δίπλα του. Ήμουν μαθητής πολύ σημαντικών ανθρώπων και πήρα πολλά από αυτούς. Και αργότερα η Διδώ Σωτηρίου, με την οποία απέκτησα μια προσωπική σχέση, μαθητεία και αγάπη και από αυτήν αποκόμισα πράγματα.

Ξένοιαστη ζωή;

Όχι, πολύ διάβασμα, κοντά στα γράμματα, σαν να προετοίμαζα το έδαφος. Έπαιρνα εφόδια, πατερίτσες. Τότε δεν το ήξερα βέβαια. Μετά πήγα δύο χρόνια στρατό στη Λέσβο το 1976, ήμουν χαρακτηρισμένος και δεν πέρασα τόσο καλά. Με κυνηγούσαν, δεν πήρα καν άδεια.

Το πρώτο λογοτεχνικό σκίρτημα;

Μάθαινα τουρκικά στη Σχολή Μακεδονικών Σπουδών. Τότε άρχισαν να παίρνουν φοιτητές, ως τότε έπαιρναν μόνο στρατιωτικούς.

Γιατί τουρκικά και όχι γαλλικά για παράδειγμα;

Αυτά με τράβηξαν, δεν ήμουν δυτικόφρων. Το αίμα τραβούσε προς την Ανατολή. Κάτι σαν να μάντευα ότι θα δουλέψω κάποτε στην Πόλη. Δεν το ήξερα φυσικά. Πήρα ένα πτυχίο και για εξάσκηση άκουγα τραγούδια και άρχισα να μεταφράζω. Πήγα στην Πόλη, πήρα μια συλλογή τουρκικών παροιμιών. Και έγινε το πρώτο βιβλίο, που ήταν πολύ επιτυχημένο. Εκδόθηκε από τον Χριστιανόπουλο με εξώφυλλο του Κάρολου Τσίζεκ, που ήταν μεγάλος γραφίστας και μετά, γνωρίζοντας τον Πετσόπουλο, έβγαλα το πρώτο βιβλίο με περισσότερες παροιμίες από την «Άγρα». Συνολικά έχω 36 τίτλους βιβλίων, στην Οδό Πανός, στο «Μεταίχμιο» κι αλλού, τους 18, τους κυριότερους στην «Άγρα».

Μετά τον στρατό;

Διορίσθηκα σε σχολείο στον Νομό Θεσσαλονίκης για ένα δυο χρόνια και το 1987 πήγα για έξι χρόνια ως μετακλητός με απόσπαση στην Κωνσταντινούπολη και δούλεψα στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο. Μεγάλη σύνδεση με την ομοιογένεια, αποθησαύρισμα πλούτου για δουλειές. Ήδη είχα προχωρήσει σε μεγάλες λαογραφικές μελέτες για τους Ζεϊμπέκους και τους Ασίκηδες. Διατριβές, εξαντλητική εργασία, κοπιαστική. Το έργο μου είναι πολυσχιδές, δεν είχα στον νου μου να γίνω λογοτέχνης ή συγγραφέας. Μου άρεσε πολύ, το υπηρετούσα, αλλά κάνοντας αυτό το κέφι, το οποίο δεν ήταν ακριβώς κέφι. Με απέραντες εργατοώρες, αγόγγυστα όμως, με πολύ καλή διάθεση. Ποτέ δεν παραπονέθηκα. Ζώντας παράλληλα. Καμία σχέση με άνθρωπο δωματίου. Άνθρωπος της ζωής όσο ελάχιστοι. Παράλληλα, όπως ζούσα, δούλευα με αυτά. Και κάθε φορά το θέμα που άνοιγε το άνοιγε ο εαυτός μου. Κάτι ερωτευόμουν, κάτι με ενδιέφερε. Είχα την ανάγκη της κοινωνικής προσφοράς, δεν το έκανα μόνο για μένα. Ανάλογα με το θέμα. Το κέρδιζα το θέμα μέσα μου, το φλέρταρα, το καλλιεργούσα. Έκανα μονογραφίες για τους πατριάρχες της ελληνικής πεζογραφίας, τον Καβάφη, τον Παπαδιαμάντη, τον Βιζυηνό. Πέτυχα. Ήταν πολύ δυνατά.

Πώς τους προσεγγίσατε;

Τον Καβάφη τον βάζω πως ερωτεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη. Και από εκεί περνάνε όλη η Πόλη και το ψάξιμό του στον έρωτα και στον προσανατολισμό του. Τον Βιζυηνό να δουλεύει το φόρεμα της χανούμισσας που θα παντρευτεί ο σουλτάνος, παίρνει το πρώτο φιλί και αφυπνίζεται ερωτικά. Τον Παπαδιαμάντη να ψυχορραγεί και καθώς μας αποχαιρετά, περνούν στη σειρά οι ήρωές του. Δεν κάνω βιογραφία, πιάνω μια στιγμή της ανθρώπινης συνθήκης, ένα ενσταντανέ της ζωής, εμβληματικό, και γίνομαι ηθοποιός, ενσαρκώνω τον ήρωα που έχω επιλέξει. Γίνεται ένας άνθρωπος της καθημερινότητας, δεν είναι απρόσωπος. Ένας άνθρωπος ανάμεσά μας. Αυτό προϋποθέτει σπουδή στο πρόσωπο και μελέτη. To έκανα και με τον Ανδρούτσο, τώρα κάνω για τον Μπέμπη, τον μέγιστο μπουζουκτσή, τον Πειραιώτη. Ό,τι υπάρχει σε βιβλιογραφία το χρησιμοποιώ. Περνάει μέσα από την αφήγηση. Μπαίνω στη θέση του Μπέμπη και μιλάει ο Μπέμπης.

Θα κάνετε θεατρικό τον Ανδρούτσο;

Θα το έκανα με τον φίλο μου, τον εξαίρετο Στέλιο Μάινα, αλλά δεν τα καταφέραμε λόγω κορονοϊού. Τώρα πέρασε η περίοδος που γιορτάζουμε το 1821. Έχει ενδιαφέρον το θέμα, είναι φυλακισμένος στην Ακρόπολη και ρίχνει τα αναθέματα.

Το ίδιο συνέβη και με τον Καραϊσκάκη, που θα έκανε θεατρικό ο Παντελής Μπουκάλας.

Τι να κάνουμε. Τώρα ετοιμάζουμε το φθινόπωρο για το θέατρο, ένα με τη Χρύσα Ρώπα, αν όλα πάνε καλά ως τότε. Ηθοποιάρα κι αυτή. Ένα σαρκαστικό κείμενο, ο «Κατάδεσμος».

Είδα πρόσφατα τον «Αρίστο» για τον Παγκρατίδη, τον επονομαζόμενο Δράκο του Σέιχ Σου, και μου άρεσε πολύ.

Έκανε θρίαμβος, άρεσε στους νέους. Μαθαίνουν κι αυτό είναι καλό. Είναι μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια, άλλης εποχής. Τον κυκλώνουν πρόσωπα της ιστορίας και μιλούν γι’ αυτό το απόλυτο κοινωνικό θύμα.

Να ξαναγυρίσουμε στην Πόλη.

Πλούτος, πολύς πλούτος. Είναι για να ζηλεύεις. Καλά χρόνια. Ήμουν και νέος. Πολύ γλέντι, τραγούδι, μάζεψα μπόλικο υλικό. Κυρίως ανθρωπογνωσία και ενδιαφέρουσα ζωή, κοσμοπολίτικη ζωή.

Χαρμάνι ανθρώπων, αυτό που δεν το έχεις ούτε στην Αθήνα. Καλή σχέση με την ομογένεια, κάναμε πολλές εκδηλώσεις, βοήθησα τα παιδιά στο σχολείο.

Ένα στέκι κούρδικο σε παράδρομο της Ιστικλάλ υπάρχει ακόμη;

Ναι, είναι το μόνο που παρέμεινε. Τα άλλα έχουν κλείσει. Τα πήρε η μπόρα της εποχής. Αυτό είναι το «Μουνζούρ», έτσι το είπανε από ένα βουνό του Κουρδιστάν. Παίζουν σάζια, κιθάρες, με πολύ ωραίο ρεπερτόριο και απογειωτική ατμόσφαιρα.

Πείτε μας για το μυθιστόρημα ’55.

Έχει μια πρωτοτυπία, είναι πολλά βιβλία σε ένα. Πρώτον, η ζωή μιας υπέργηρης γυναίκας. Μορφωμένης. Μιας Πολίτισσας, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μέσα σε όλο τον αιώνα. Δεύτερον, περνάει η Κωνσταντινούπολη με τα στέκια της, το χαρμάνι των λαών της. Και, τρίτον και κυριότερο, η γυναίκα αυτή, καθώς είναι στοιχειωμένη από τα γεγονότα του 1955, τα γνωστά Σεπτεμβριανά. Πολιορκήθηκε στα Ταταύλα από τον όχλο. Έχουμε πολλές αναφορές και στα ίδια τα γεγονότα.

Ιστορικά;

Γεγονότα που τα μεταπλάθω λογοτεχνικά. Η ιστορία υπηρετεί το μυθιστόρημα. Το ετοιμάζουμε με τη Νένα Μεντή στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά το 2025, αλλά δεν μπορώ, δεν έχω να πω περισσότερα. Μάλιστα, θα χρησιμοποιηθεί και οθόνη για να δείχνει πίσω τα γεγονότα. Θα χαρώ πολύ να γίνει, αλλά δεν είναι εύκολο.

Είδατε τη σειρά "the Club", του Νέτφλιξ, που παρουσιάζει τα γεγονότα του ’55;

Ναι, ήταν μια πρωτοποριακή παραγωγή για τα δεδομένα της σύγχρονης Τουρκίας με την υπάρχουσα διακυβέρνηση. Προοδευτική και ανατρεπτική, χωρίς παρωπίδες. Μιλάει για την διαπολτισμική Κωνσταντινούπολη των πολλών λαών και θρησκειών, αρχίζουν οι γείτονες και αναγνωρίζουν τα λάθη τους. Πολύ δυνατή και καλογυρισμένη σειρά.

Έχετε κάποιες ενστάσεις;

Παρουσιάζει την εικόνα της πλουτοκρατίας και της μόδας. Δεν μας δείχνει τον κουρελή, τον φουκαρά, τον μεθυσμένο. Έχουμε διαταξική απάλειψη. Πιο λουσάτο, πιο λαμπερό απ’ όσο θα έπρεπε.

Από την Πόλη γιατί φύγατε;

Γιατί ήρθε η ώρα να φύγω και γιατί είχα κλείσει τον κύκλο μου. Πας για συγκεκριμένο διάστημα, δεν είσαι ισόβιος.

Και μετά επιστροφή στη Θεσσαλονίκη;

Ναι, αλλά έχω ένα κτήμα στο Πήλιο όπου ζω πολύ καιρό, κοντά στη φύση. Μεγαλώνοντας τα πράγματα αλλάζουν. Τα στέκια, οι άνθρωποι φεύγουν, άλλοι δεν ζουν και γίνεσαι ξένος στην πόλη σου. Έχει περάσει η εποχή σου, έχεις ζήσει ωραία, ένδοξα πράγματα, κουράζεσαι κιόλας. Στη φύση είναι πιο καλά.

Έχει αλλάξει και η πόλη...

Όλες οι πόλεις. Και η Αθήνα έχει αλλάξει.

Δυστυχώς, η Θεσσαλονίκη έχει αλλάξει προς το χειρότερο.

Προς το πολύ χειρότερο, τα τελευταία χρόνια είναι μια πόλη ισοπεδωμένη. Είναι βέβαια και θέμα εποχής. Τι κάνουν οι νέοι, τι τόνο θα δώσουν, τι γούστα έχουν, τι δημάρχους έχεις, τι κάνει ο κόσμος της πόλης για να τη φτιάξει, τι απαιτήσεις έχουνε, πόσο παρεμβαίνει, πόσο ενδιαφέρεται.

Τη ζημιά την έκανε ο μητροπολίτης Άνθιμος;

Όχι, τη ζημιά την έκανε η τριανδρία. Ψωμιάδης, Άνθιμος, Παπαγεωργόπουλος. Υπήρχε μια πτώση. Εκεί έπεσε αυτή η δημαρχία, ο Ψωμιάδης, που ήταν κάτι το απαράδεκτο, και ο Άνθιμος, που ήταν μια μεγάλη καθυστέρηση για την πόλη. Όλα αυτά όμως πέρασαν. Άφησαν πάντως τη στάμπα τους. Ήρθε ένα διάλειμμα Μπουτάρη, ένας μαικήνας που έδειξε ενδιαφέρον για κάποιες αλλαγές, αλλά δεν έγινε και κάτι σπουδαίο.

Είναι μια πόλη που έχει πρωτοπορία και οπισθοδρομικότητα μαζί.

Πρωτοπορία έχει σε προσωπικότητες από την εποχή του Νώε. Πάντα έβγαζε ταλέντα, αλλά τα ταλέντα αυτά πώς αναδεικνύονται; Πόσο τα στηρίζουν, πόσο βοηθάνε ο λαός, η διοίκηση; Οπότε είναι δυσαρεστημένοι οι καλλιτέχνες και γι’ αυτό έφυγαν πάρα πολλοί για την Αθήνα. Έμειναν και καμιά δεκαριά άνθρωποι εδώ.

Κι εσείς φύγατε ουσιαστικά για το Πήλιο.

Δεν έφυγα, εδώ είναι η αναφορά μου. Αυτό που σηματοδοτεί τον Θεσσαλονικιό που φεύγει είναι η Αθήνα. Η διαμονή του και η μη επαναφορά του στη Θεσσαλονίκη. Να, ο Αγγελάκας ζει σε ένα χωράφι στην Επανομή, ο φίλος μου ο Ζερβουδάκης σε ένα κτήμα, το ίδιο και ο Παύλος Παυλίδης. Δεν έφυγαν στην Αθήνα. Όπως είχε μείνει ο Παπάζογλου ο συχωρεμένος. Οι μουσικοί, οι τραγουδιστές έφυγαν κάτω και δεν μπορείς να τους ψέξεις.

Γιατί να τους ψέξεις, αφού όλα εδώ γίνονται.

Δουλειά βρίσκουν εκεί, κοινό βρίσκουν εκεί, εταιρείες βρίσκουν εκεί. Εμείς όσοι έχουμε μείνει εδώ ζούμε σαν σχιζοφρενείς. Δουλεύουμε με την Αθήνα, διά αλληλογραφίας, γιατί εδώ δεν μπορεί να σε στηρίξει τίποτα. Και η Αθήνα σε κρατάει. Αλλά είναι τρελό, γιατί δεν μπορείς να είσαι εκεί αφού ζεις αλλού. Είσαι εκατό κομμάτια. Δεν γίνεται αλλιώς.

Όσο ζούσα ως φοιτητής στη Θεσσαλονίκη και διάβαζα τον Τύπο της πόλης πίστευα ότι η Αθήνα τούς κυνηγάει. Όταν όμως ήρθα στην Αθήνα διαπίστωσα ότι ουδείς ασχολείται με αυτό τον τρόπο. Είναι ένα κόμπλεξ που βγάζει η πόλη.

Δεν ασχολούνται πράγματι. Η Αθήνα ασχολείται με τη Θεσσαλονίκη ως εξοχική περιοχή, ως τόπο για week end.

Eίναι αυτό που γράφετε στο Θεσσαλονίκη-Κωνσταντινούπολη-Ανατολή, σε όλους τους Αθηναίους αρέσει η Θεσσαλονίκη, αλλά κανείς δεν μένει.

Δεν μένουνε. Έρχονται, λένε «α, τι ωραία πόλη» και τους απαντώ «αφού σου αρέσει, έλα και κάτσε εδώ να δεις τι ωραία είναι». Τι να κάνεις εδώ;

Να ξαναγυρίσουμε στην Ανατολή και στην αγαπημένη λέξη σας, «ασίκης», που τη χρησιμοποιείτε συχνά.

Ναι, ασίκης είναι ένας ερωτικός άνθρωπος, που παίρνει τη ζωή στα χέρια του και περπατάει γενναία μέσα στον κόσμο. Διεκδικεί τα δικαιώματά του περήφανα.

Το τελευταίο βιβλίο Θεσσαλονίκη-Κωνσταντινουπολη-Ανατολή τι πραγματεύεται;

Είναι διάφορα κείμενα που έχουν γραφτεί κάποια στο παρελθόν και άλλα πρόσφατα και αφορούν τις δυο πόλεις που ορίζουν την ταυτότητά μου και η Ανατολή είναι κάπου στο πλάι. Τα κείμενα αναφέρονται σε διάφορα πρόσωπα και θέματα. Ένα παρδαλό βιβλίο, ένα χαρμάνι, ένα συναξάρι. Μιλάω βέβαια για πράγματα που αγάπησα, αφορούν όμως και τους άλλους. Πρόσωπα που αγαπήθηκαν από τον κόσμο. Που σηματοδότησαν εποχές. Μοσκώφ, Χριστιανόπουλος, Διδώ, Λιβανελί, Γκιουνέι, Αναγνωστάκης και άλλοι πολλοί.

Διάβασα πρόσφατα τα «Τρία ζεϊμπέκικα και ένα ποίημα για τον Κούδα» και μου έμεινε το σύνθημα «ΠΑΟΚ, Στέλιος και ΕΔΑ». Είναι δικό σας.

Όχι, είναι σύνθημα της εποχής. «ΠΑΟΚ, Στέλιος και ΕΔΑ», αλλά και «ΠΑΟΚ, Τούμπα και ΕΔΑ». Συνθήματα του ’60. Ο Κούδας είναι ένα ηρωικό λαϊκό πρόσωπο. Ήθελα να υμνήσω το αθλητικό ήθος της εποχής, όπου δεν ήταν όλα αργυρώνητα. Δεν χρυσοπληρώνονταν το ιερό πόδι της μπάλας με εκατομμύρια. Και τα παιδιά αυτά, όπως οι λαϊκοί τραγουδιστές και ηθοποιοί της εποχής, είχαν αυτό το συναίσθημα και την αγάπη του κόσμου εκατέρωθεν. Και ήταν ένας δικός μας άνθρωπος ο Γιώργος. Είναι όμως ένα κοινωνικοπολιτικό ποίημα, δεν αναφέρεται μόνο στον αθλητισμό. Και για την πόλη, τον ίδιο τον Κούδα, για τα γκολ του, τον διασκελισμό του. Φτιάχνεται το πορτρέτο, καθ’ υπερβολήν θα πουν κάποιοι, αλλά αν δεν θαυμάζεις κάτι και δεν βάζεις τέτοια λόγια, πώς θα το εξυψώσεις; Είναι και ερωτικό το ποίημα, του δίνει έτσι μια ερωτική διάσταση ως λαϊκού ήρωα και ωραίου νέου μιας εποχής.

Την είχατε ζήσει την εποχή που ήρθε στον Πειραιά;

Αρκετά, δεν ασχολιόμουν ιδιαίτερα, αλλά στο καφενείο διάβαζα πολύ τις εφημερίδες και τα αθλητικά και όλα αυτά περνούσαν μέσα μου. Η πρόσληψη είναι η λαϊκή απήχηση που έχει ο ήρωας των γηπέδων μέσα στον κόσμο του καφενείου, της ταβέρνας. Από χωριό ήμουν δεν μπορούσα να πάω στο γήπεδο του ΠΑΟΚ. Πήγα κάνα δυο φορές, αλλά δεν ήμουν θιασώτης. Από την τηλεόραση μόνο.

Τον γνωρίσατε από κοντά;

Τον έψαχνα για να του πάρω συνέντευξη για τον Καζαντζίδη. Έγραψα ένα βιβλίο το 2005, στο οποίο μιλούν και γράφουν άπειροι για τον Στελάρα. Πήρα από δημοσιογράφους του «Αγγελιοφόρου», το τηλέφωνό του, αλλά την ίδια μέρα τον συνάντησα στον δρόμο. Του είπα «Γιώργο, θέλω να μιλήσουμε. Χρόνια σε ψάχνω, ρε αγόρι μου». Φορούσε ένα μπλε παλτό, αγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε. Πήγα τον βρήκα στη βιοτεχνία ρούχων, του λέω «τι κάνουμε;» και μου απαντά «τι να κάνουμε, έτσι όπως μας κάνουνε;». Ε, λέω εδώ είμαστε. Και μόλις έφυγα άρχισα να γράφω αυτόν τον καταπέλτη, ένα ποίημα-ποταμό για τον Κούδα. Του το έστειλα, χαρές, αγάπες.

Τον Καζαντζίδη πώς τον γνωρίσατε;

Δεν τον γνώρισα καθόλου. Δεν είμαι ο τύπος του θαυμαστή που θέλει να πάρει τη γραβάτα του.

Δεν τον άκουσα, αλλά έχω κάνει θαύματα για τον Καζαντζίδη. Η γυναίκα του μου είπε «εσύ μόνο έπρεπε να έρθεις στο σπίτι μας». Δεν πήγα για να μην τον ενοχλήσω. Μετά το μετάνιωσα βέβαια, γιατί συγχωρέθηκε η μητέρα μου το 2001, λίγους μήνες πριν από τον Καζαντζίδη, και δεν τον έκλαψα όπως έπρεπε. Πέρασε λίγος καιρός. Είπα δεν έκανα τίποτα γι’ αυτόν που αγαπούσα τόσο και άρχισα να μαζεύω υλικό. Δεν τραγουδούσε όταν ήμουν σε ηλικία να τον ακούσω. Όταν τραγουδούσε ήμουν στην επαρχία, όταν πήγα στη Θεσσαλονίκη αυτός δεν ήταν εδώ και μετά αποσύρθηκε.

Ούτε εγώ τον άκουσα, αλλά πρόλαβα Τσιτσάνη, Μπέλλου, Άκη Πάνου.

Κι εγώ τους άκουσα αυτούς και την Πόλυ Πάνου που ήμασταν φίλοι, αλλά τον Καζαντζίδη δεν τον πρόλαβα.

Ο κορυφαίος στο μπουζούκι, ο Πειραιώτης Μπέμπης, γίνεται βιβλίο και θεατρική παράσταση

Ασχολείστε και με τη μουσική, τραγουδάτε, γράφετε τραγούδια. Η γνώμη σας για τον Τούρκο Ζεκί Μουρέν.

Μεγάλη μορφή, έχω δύο κείμενα στο νέο βιβλίο μου. Αυτός έχει τον βυζαντινό ρυθμό μέσα του. Σαν να ήταν ένας ψάλτης, τραγουδώντας τα παλιά τουρκικά τραγούδια. Η τουρκική ουσιαστικά είναι η διάδοχη της βυζαντινής μουσικής, όπως και η ορθόδοξη εκκλησία. Εμείς το πήραμε λίγο στο δημοτικό και λίγο στο ρεμπέτικο. Μαζί με τον Βαγγέλη Περπινιάδη, τον Καζαντζίδη και τη Γιώτα Λύδια, που έχει ανατολίτικη φωνή. Αν ακούσεις τον Αντώνη Διαμαντίδη ή Νταλγκά, που είναι και Πολίτης στην καταγωγή, βλέπεις ότι έχει και Βυζάντιο μέσα του. Ίσως είναι ο κορυφαίος Έλληνας τραγουδιστής. Μαζί με τον Σμυρνιό Κώστα Νούρο είναι θεοί. Αλλά δεν τους παίζει κανένας σήμερα, τόσο νιώθουν.

Κώστας Νούρος, το αηδόνι της Σμύρνης, που έφυγε ξεχασμένος στην Κοκκινιά

Για τον Κιουτσούκ Αντωνιάδη;

Ήταν θρύλος, εξύψωσε το τουρκικό ποδόσφαιρο. Κι έμαθα πρόσφατα ότι στα γεγονότα του ’55 δεν του φέρθηκαν καλά. Έγινε ένα επεισόδιο κι αυτός τους μίλησε άσχημα. Τους είπε «σας δίνω τα θερμά μου συλλυπητήρια. Δεν μπορείτε να καταλάβετε ότι είμαστε κι εμείς Πολίτες σαν εσάς; Και μας φέρεστε σαν τρίτης κατηγορίας ανθρώπους;».

Την πιθυμήσατε την Πόλη, στην οποία έχετε να πάτε τρία χρόνια λόγω κορονοϊού;

Οι τόποι που μας σημαδεύουν είναι αυτοί που ζεις νωρίς. Θεσσαλονίκη, Κωνσταντινούπολη και η Μηχανιώνα στο βάθος. Εξάλλου, έχουν αλλάξει όλα, τι να αναγνωρίσω τώρα στην Κωνσταντινούπολη; Είναι μια άλλη πόλη, όπως και η Θεσσαλονίκη. Κάθομαι στην παραλία και δεν έχω κάπου να πάω, να μου θυμίζει κάτι από αυτά που έζησα. Όχι σαν εικοσάρης, αλλά και σαν σαραντάρης. Η ψυχή των πόλεων δεν είναι τα τοπία και τα μνημεία, οι προσωπικότητες των ανθρώπων τους είναι.

Παραμένετε όμως ενεργός.

Τι να πω; Είναι γραμμένο στην ούγια. Δεν ησυχάζω. Ένα πρωί μου ήρθε στον νου ο Μπέμπης. Καρφώθηκε μέσα και επί ένα δίμηνο ασχολούμαι με αυτόν. Θα βγει το βιβλίο το φθινόπωρο και θα βρω ένα καλό στέκι στον Πειραιά με μουσική να το παρουσιάσω. Δυστυχώς, δεν παίζει μπουζούκι ο Μάινας, μπορεί να έρθει ο Περλέγκας, θα του πάει.

Δουλεύει συνέχεια το μυαλό.

Είναι ένας μηχανισμός, σαν την αναπνοή, στον δημιουργό. Από μόνο του γίνεται. Θέλω την επιβεβαίωση, το ευχαριστώ, αλλά δεν είναι αυτός ο στόχος. Το στοίχημα είναι με τον εαυτό σου, όχι με τον κόσμο. Όταν έγραφα για τον Κούδα «κοιμόμουν» με τον Κούδα, όταν για τον Ανδρούτσο, με τον Ανδρούτσο. Υπάρχει προεργασία βέβαια, αλλά έρχεται η ώρα και βγαίνει μόνο του.

Η καθημερινότητά σας;

Δεν πίνω όπως παλιά, δεν διαβάζω όπως παλιά, είναι κουρασμένα τα μάτια μου. Έχω διαβάσει εξάλλου τα άντερά μου. Διαβάζω μόνο τα βιβλία των φίλων μου κι αυτά που μου χρειάζονται για να γράψω. Το καλοκαίρι θα κάνω με τον Γκόνη ένα αφιέρωμα στη Διδώ Σωτηρίου στο φεστιβάλ Καβάλας.

Και για να κλείσουμε, τι είναι απ’ όλα αυτά που είπαμε ο Κοροβίνης;

Τίποτα. Ένας δημιουργός, ένας άνθρωπος που ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής του, ίσως το μεγαλύτερο, είναι αφιερωμένο στη δημιουργία και ανάλογα με το θέμα που τον κεντρίζει, του προκαλεί το ενδιαφέρον, αφοσιώνεται σε αυτό για να το αναδείξει, να του δώσει μορφή, να του δώσει πνοή και να το μεταπλάσει σε έργο, σε ζωντανή δημιουργία. Μπορεί να είναι έρευνα, μπορεί να είναι μυθιστόρημα, δοκίμιο, τραγούδι και στιχούργημα, ένα άρθρο πολιτικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος, μονογραφία για έναν ρεμπέτη, ένα ερωτικό ποίημα, όπου αγκιστρωθεί η ψυχή μου.