Κώστας Νούρος, το αηδόνι της Σμύρνης, που έφυγε ξεχασμένος στην Κοκκινιά

Ο Κώστας Νούρος μεγαλούργησε στη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη και στον Πειραιά, αλλά έφυγε ξεχασμένος

Κώστας Νούρος, το αηδόνι της Σμύρνης, που έφυγε ξεχασμένος στην Κοκκινιά


Ο Κώστας Νούρος γεννήθηκε το 1892 στην ενορία Νταραγάτσι της Σμύρνης και επειδή έχασε δυο χρονών τη μητέρα του από τύφο, ανέλαβε να τον μεγαλώσει η νεοκόρισσα του νεκροταφείου απέναντι από το σπίτι τους, η Χατζη-Αθανασώ. Έτσι από μικρός αρχίζει να ψέλνει στις εκκλησίες της περιοχής του. Επίσης από πολύ μικρός, μόλις τελείωσε το δημοτικό, άρχισε να δουλεύει σε διάφορα εργοστάσια ως εργάτης.
Το 1910 πήγε στο Άγιο Όρος, στη Μονή Βατοπεδίου, για να μονάσει, αλλά άντεξε μόνο μερικές μέρες και γύρισε πίσω στη Σμύρνη. Το τραγούδι το ξεκίνησε επίσημα στα 19, δίπλα στον Παναγιώτη Φούντα ή Τατάρη, στην ταβέρνα του Γεραλέξη στην Πούντα.
«Μετά την επιτυχία του εκεί, τραγούδησε στα καλύτερα μαγαζιά της Σμύρνης, στην Τερψιθέα, δίπλα στου Χατζηφράγκου, στο Ασανσέρ, στο Καρατάσι, στον Νικόλα του Τζίτζικα έξω απ΄τη Σμύρνη, στου Μιχάλη του Χαβούτη και αλλού. Σε περιοδεία στο Αϊδίνι το 1911 παντρεύεται την πρώτη του γυναίκα, την Καλλιόπη Σιντιρλάλα, που πέθανε όμως μετά από τρία χρόνια (1914), εικοσιενός μόλις ετών. Στις 15 Οκτωβρίου του 1915 παντρεύεται τη δεύτερη γυναίκα του, τη Μαρία Καστανά από το Κερατοχώρι».
«Με την πρώτη του εμφάνιση σε κέντρο καταπλήσσει και συγκινεί τους πάντες γύρω του. Πολύ σύντομα η φήμη του ξεπερνά τις γειτονιές και ξαπλώνεται σ” όλη τη Μικρά Ασία, όπου υπήρχε Ελληνισμός. Ήταν το αηδόνι που τους μάγευε, «Το αηδόνι της Σμύρνης».

Όταν η Τουρκία μπήκε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και επειδή κλείναν τα κέντρα της Σμύρνης, αποφάσισε να πάει στην Θεσσαλονίκη όπου και βρίσκει αμέσως δουλειά στο «Λούνα Παρκ» και στου «Θανάση του Κατσαρού». Το 1918 μετά την ανακωχή επιστρέφει στη Σμύρνη και δουλεύει με τον Δραγάτση . Η Καταστροφή του ’22 τον βρίσκει να τραγουδάει στην Τερψιθέα. Οι θαυμαστές του τού βγάζουν Γαλλικό διαβατήριο κι έτσι φεύγει για Μυτιλήνη, Θεσσαλονίκη, και τέλος Πειραιά, στο Πασαλιμάνι.

Τραγουδάει σε μαγαζιά και καμπαρέ, και το 1926 γραμμοφωνεί μια σειρά αμανέδες που αναδεικνύουν όλες τις εκφραστικές και φωνητικές του δυνατότητες. Αυτό ήταν μόνο η αρχή, γιατί συνεχίζει με τραγούδια Μικρασιατών, όπως του Παναγιώτη Τούντα, του Σκαρβέλη, του Μαρίνου, του Ασίκη, του παλιού του φίλου Ογδοντάκη. Γύρω στα εκατό γραμμοφωνημένα τραγούδια ίσαμε το 1935, και κάθε νύχτα πάλκο στις γειτονιές του Πειραιά ως το πρωί. Το 1934 είναι κι αυτός ανάμεσα στους κορυφαίους ενός Σμυρνέικου πάλκου στη μάντρα του Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά (Δραπετσώνα). Mυθικό σχήμα, όπου εκτός από τον Στελλάκη, τον Κάβουρα, τον Ογδοντάκη και άλλους, συμμετέχει και ο Σπύρος Περιστέρης, που γίνεται την ίδια χρονιά διευθυντής της Οντεόν, και προφανώς τους εγκαταλείπει.

Τα μπουζούκια ήρθαν για να καλύψουν την έλλειψη του μαντολίνου πού ’φυγε μαζί με τον Περιστέρη, να συνυπάρξουν για μια βδομάδα με τους Σμυρνιούς, κι ύστερα να τους αντικαταστήσουν πλήρως. Είναι από τις σημαντικότερες ιστορικές στιγμές του ρεμπέτικου, που σημαδεύει την αλληλεπίδραση των δύο μεγάλων ποταμιών του τραγουδιού αυτού (Σμυρνέικο-Πειραιώτικο) αλλά και τη μεταβίβαση της εξουσίας στους πειραιώτικους μπουζουκομπαγλαμάδες που ακολούθησε.

Ο πόλεμος του 40 τον βρίσκει στην Κοκκινιά σε ηλικία 48 χρονών. Βρίσκει το κουράγιο και στρατεύεται για την «ψυχαγωγία» των στρατιωτών. Το 1943 ξανά στη Σάμο, και στους βομβαρδισμούς περνά με τις βάρκες στο Κουσάντασι, πρόσφυγας και μόνος ξανά στη ζωή του. Κατεβαίνει στην Παλαιστίνη και από εκεί στη Γάζα, όπου αρχίζει να τραγουδάει σε διάφορες ψυχαγωγικές εκδηλώσεις του Στρατού. Το τέλος του πολέμου το 1945 τον βρίσκει στο Κάιρο όπου μένει τραγουδώντας.

Επιστρέφει στην Ελλάδα και συνεχίζει μεροδούλι μεροφάι πάνω στα πάλκα μέχρι τα εβδομήντα του χρόνια, που αποσύρεται κουρασμένος και πικραμένος, μόνος και ξεχασμένος από γνωστούς και φίλους.
«Το 1962 αποφάσισε να σταματήσει το τραγούδι και να πάρει τη σύνταξή του. Ήταν πικραμένος κι ένιωθε αδικημένος γιατί τα χρήματα της σύνταξής του δεν έφταναν για να ζήσει. Τα υπόλοιπα 10 χρόνια θα τα περάσει μεταξύ σπιτιού και του «καφενείου των Φιλάθλων».
Αφήνει την τελευταία του πνοή στις 26 Μαϊου 1972, σε ηλικία 80 χρονών στην οδό Γρεβενών 33 στη Νίκαια, (Ηλίστην Κοκκινιά).Ο Ηλίας Πετρόπουλος βρέθηκε στο προσκεφάλι του τις τελευταίες στιγμές. Όταν ο Νούρος ήταν πια σε κώμα.

Με την επικράτηση του ρεμπέτικου άλλαξε το μουσικό τοπίο. Μεγαλώνοντας δίπλα σε μια εκκλησία και ένα νεκροταφείο διαμόρφωσε και τον ανάλογο χαρακτήρα. O δεύτερος λόγος ήταν ότι ήθελε να ζήσει τον έρωτά του ελεύθερος, κάτι που δεν μπορούσε να κάνει όσο έμενε στο χώρο. Δεν περιθωριοποιήθηκε, έκανε σποραδικά εμφανίσεις. Κατέληξε όμως να πεθάνει στα ογδόντα του πολύ φτωχός με μια ελάχιστη σύνταξη.

ΠΗΓΗ : Το βιβλίο "Ρεμπέτικο, Το Τραγούδι των Ελλήνων" (Θέσια Παναγιώτου-Κώστας Φέρρης)

Η ζωή του έγινε θεατρική παράσταση«Κώστας Νούρος: Ξένος δύο φορές» και παίχτηκε σε ταβέρνες του Πειραιά που πήγαινε ο Νούρος. Όπως είπε και η Πειραιώτισσα Ανθή Γουρουντή, η οποία είχε την ιδέα για την παράσταση, πολλοί στο χώρο του ρεμπέτικου ήταν επίσης ομοφυλόφιλοι αλλά το έκρυβαν όλη τους τη ζωή, ενώ αυτός διεκδίκησε ανοιχτά την ευτυχία του