Ποιος φοβάται τη λογοτεχνία;

Κάτω τα χέρια από τον Καμύ!

Ποιος φοβάται τη λογοτεχνία;

Ζούμε την αναβίωση της Ιεράς Εξέτασης που στις μέρες μας έχει ως προμετωπίδα την πολιτική ορθότητα. Βλέπουμε ήδη μικρά και μεγάλα εγκλήματα να τελούνται κατά του ανθρώπινου πολιτισμού από αδαείς και φανφαρόνους. Ένα από τα πρώτα θύματα της νέας προκρούστειας ηθικής είναι ασφαλώς και η λογοτεχνία, η οποία υπήρξε ανέκαθεν το εύκολο θύμα για τους φανατικούς του κόσμου.

Με αφορμή το βιβλίο του Όλιβερ Γκλόουγκ με τον ηχηρό τίτλο «Ξεχάστε τον Καμύ», που κυκλοφορεί και στη χώρα μας από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου Αιώνα, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν η λογοτεχνία μπορεί να τοποθετείται στην προκρούστεια κλίνη κάθε εποχής και να κολοβώνεται ανάλογα με τις εμμονές και τις φιλοδοξίες κάθε πολιτικού ή κοινωνικού αναλυτή.

Όλη αυτή η Αντι-Καμική συνωμοσία δεν είναι καινούργιο φρούτο. Εξυφαίνεται δεκαετίες τώρα από κύκλους της γαλλικής διανόησης που δεν συγχωρεί στον συγγραφέα του «Ξένου», το Νόμπελ, τη δημοφιλία και την αντοχή του στο χρόνο. Είναι αστείο να λέμε ότι από όλους τους Γάλλους διανοούμενους της μεταπολεμικής περιόδου μόνο ο Καμύ εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά δημοφιλής. Είναι ίσως ο πιο δημοφιλής, αλλά έχει ξεχάσει κανείς τον Σαρτρ, τον Μαλρό, τον Ιονέσκο, τον Μπέκετ, τον Ρεϊμόν Κενό; Έχουμε λησμονήσει όσους δεν γίνεται να λησμονηθούν; Ο Καμύ δεν ξανάγινε αίφνης της μόδας για συγκεκριμένους λόγους. Όλες αυτές τις δεκαετίες τα μυθιστορήματά του διαβάζονταν σε όλο τον κόσμο από εκατομμύρια ανθρώπους!

Είναι άδικο και περιοριστικό τόσο για τον Καμύ όσο και για την λογοτεχνία, να θεωρούμε τον Γαλλοαλγερινό συγκεφαλαίωση του σύγχρονου ανθρωπισμού. Κανείς δεν θα μπορούσε να μονοπωλήσει μια τόσο σύνθετη και πολύπλοκη ιδιότητα. Όλοι συνεισφέρουμε στο κοινό αυτό ταμείο, ο καθένας στο μέτρο των δυνατοτήτων του. Υπάρχει μια τάση να θυμόμαστε τη λογοτεχνία, σε στιγμές πολιτικού και κοινωνικού αδιεξόδου. Τη λογοτεχνία που δεν την διαβάζουμε, και αν την διαβάζουμε, δεν την καταλαβαίνουμε. Τότε στρέφουμε το βλέμμα μας σ' ένα λογοτέχνη ή ποιητή με βαριά υπογραφή και απαιτούμε να βγει μπροστά. Το ζήσαμε αυτό και στη χώρα μας με την δήλωση Σεφέρη κατά της Χούντας. Ο Αλμπέρ Καμύ ως ένας από τους πιο επίκαιρους συγγραφείς βάλλεται κατά καιρούς από διάφορους οι οποίοι ερμηνεύουν το έργο του κατά το δοκούν και συνήθως με κριτήρια που δεν αφορούν τη λογοτεχνία. Ξεχνάμε μάλλον για ποιους λόγους ο Καμύ παραμένει σημαντικός στην εποχή του μεταμοντέρνου. Δεν είναι απλά ο πιο ευπώλητος Ευρωπαίος συγγραφέας.

Ο Καμύ είναι ένας εξαίρετος μυθιστοριογράφος, και στο βαθμό που χρειάστηκε για να αναπτύξει το αναμφίλεκτο ταλέντο του, εντρύφησε στη φιλοσοφία, χωρίς να είναι φιλόσοφος, στο θέατρο, χωρίς να είναι σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας, στη δημοσιογραφία, κυρίως για λόγους βιοπορισμού. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους στυλίστες του εικοστού αιώνα, υιοθετώντας μια γλώσσα ποιητική, βαθιά υπαινικτική στα όρια της οικονομίας του ύφους.

Όσοι εξυπηρετούν πολιτικές και κοινωνικές σκοπιμότητες ας περιορίσουν τις αναζητήσεις τους μακριά από τη λογοτεχνία. Οι λαοί και οι πολιτικοί που τους κυβερνούν, στο όνομα μιας Εγελιανής εκδοχής της Ιστορίας διαπράττουν πάσης φύσεως αστοχίες. Θέλοντας να αποσείσουν τις ευθύνες τους στρέφονται κατά «παντός υπευθύνου» αναθεματίζοντας λογοτέχνες και καλλιτέχνες που εκφράζονται απλά με όρους αισθητικής και όχι μικροπολιτικής.

Στην σύγχρονη εκδοχή της Ιεράς Εξέτασης ο Όμηρος έγινε σεξιστής, ο Προυστ ένας ανάλγητος μπουρζουάς ο Καμύ ένας αθεράπευτος αποικιοκράτης. Να συστήσουμε στους μεγάλους Ιεροεξεταστές μας προσοχή γιατί όπως λέει και ο ποιητής: «Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες!»