Μπρος στο ρημαγμένο σπίτι: Εμφύλιος και λαϊκό τραγούδι
Ποιοι αποφάσισαν για τις τύχες αυτού του τόπου;
Είναι παράξενο αλλά την αφηγηματική σοφία μπορεί να την αναζητάς σε όλο τον ουρανό της διανόησης και να την βρεις στη γη ενός ταπεινού λαϊκού άσματος. Αν ο εμφύλιος ήταν ανέκαθεν το αγαπημένο λαϊτμοτίβ της νεοελληνικής πεζογραφίας, ελάχιστες φορές προέκυψαν σημαντικά κείμενα – τα περισσότερα χάθηκαν στον καιάδα της μεροληψίας και της συγκαλυμμένης μνησικακίας. Ακούει όμως κανείς το περίφημο τραγούδι του Τσιτσάνη «Μπρος στο ρημαγμένο σπίτι» (1948), με την άδολη και ανεπιτήδευτη φωνή του Πρόδρομου Τσαουσάκη κι αμέσως εικόνες εμφυλίου αναδύονται από τον φωνόγραφο της μνήμης.
Ο άνθρωπος που διηγείται τόσο απλά αλλά σπαρακτικά είναι ένας αποσυνάγωγος της ελληνικής κοινωνίας στα τέλη της δεκαετίας του σαράντα. Στην ουσία είναι ο ίδιος ένα «ρημαγμένο σπίτι», ο άντρας που επιστρέφει ποιος ξέρει από ποια εξορία, πολιτική ή προσωπική, και βρίσκει τη ζωή του στα ερείπια, αντιμέτωπος με την μοναξιά του.
Μπροστά στις πόρτες τις κλειστές και στη χορταριασμένη αυλή ξετυλίγεται η τραγωδία ενός ολόκληρου λαού με μουσική υπόκρουση αυτή της φτωχής αλλά απέριττης ορχήστρας όπου πρυτανεύει ένα βραχνό μπουζούκι και το πυκνό αρρενωπό μέταλλο της φωνής του βάρδου. Αφουγκράζεσαι στους λαρυγγισμούς του την απόγνωση που μεγαλώνει από τον ένα στίχο στον άλλο, και νιώθεις πως πνίγεται τη στιγμή ακριβώς που τραγουδά: «Ό,τι αγάπησα στον κόσμο δεν θα δω άλλη φορά». Ποιοι αποφάσισαν για τις τύχες αυτού του τόπου;