Η χαρά των blues

Έχεις τα post-reading blues. Διάβασες τις τελευταίες γραμμές του βιβλίου όπου κατοικούσες απολαυστικά μέχρι χθες.

Η χαρά των blues

Μέχρι χθες, είχες βολευτεί εκεί μια χαρά, σαν στο σπίτι σου, όλο και περισσότερο σαν στο σπίτι σου, είχες γνωριστεί πια με όλους. Κι όχι μόνο φευγαλέα, είχες, επιτέλους, καταφέρει να γνωρίζεις όλους τους χαρακτήρες με τ’ όνομά τους. Με τ’ όνομά τους και με το χαρακτήρα τους. Είχες το χρόνο, γιατί ήταν ένα «σπίτι» από αυτά τα πολυσέλιδα, τα νοικοκυρεμένα, τα εφτάψυχα. Είχες αφήσει πίσω σου σελίδες με υπογραμμίσεις, σελίδες τσακισμένες, σελίδες με δαχτυλιές ή με κηλίδες από νερό - κι έμεναν πλέον οι τελευταίες ανέγγιχτες σελίδες.

Τελευταίες γραμμές κι ένιωσες πάλι εκείνη τη μελαγχολία, πως χάνεις φανταστικούς φίλους και πως ξεσπιτώνεσαι από χώρους κι από δωμάτια, εκεί όπου σε φιλοξενούσαν για καιρό κι εσύ τους κοιτούσες από μιαν άκρη. Ξεκινούσε η αναστάτωση της «μετακόμισης». Εσύ, έπρεπε ν’ αρχίσεις «να τα μαζεύεις».

Μπαίνοντας στην «τελική ευθεία», προσπάθησες, όμως, να συγκρατήσεις το ρυθμό σου για να μην σου γλιστρήσουν βιαστικά οι τελευταίες γραμμές (το κάνουν αυτό οι τελευταίες γραμμές αν δεν κόψεις ταχύτητα). Για να κλείσεις την ανάγνωση όπως της άξιζε. Είναι αυτό το «ρελαντί», το νιώθεις πως πρέπει να χαλαρώσεις, ακόμη κι αν κάθε γραμμή της σελίδας πλέον «ανεβάζει στροφές». Εδώ δε θέλει σπριντ, είναι ώρα για περπάτημα. Και, ενηλικιώσου πια, μην κρυφοκοιτάξεις στην άκρη κανενός από τα τελευταία κεφάλαια. Ακολούθησε τη διαδρομή σειρά σειρά, όχι αντικανονικά, ακόμη κι αν το τέλος κάθε κεφαλαίου κρύβει ένα «ποιος» ή ένα «πώς», ένα «τι» κι ένα «γιατί». Ή μια μεγαλειώδη καταληκτική φράση.

Τελευταίες απολαυστικές γραμμές κι ένιωσες πάλι εκείνη τη μελαγχολία.

Και, μετά, είπες: «Πρέπει ν’ αλλάξω «σπίτι», να τρυπώσω σε άλλη οικογένεια, σε μια που να μη μοιάζει μαζί τους (μολονότι όλες κάπως μοιάζουν). Ας πούμε, να μη μείνω σε ισπανόφωνους κι ας αλλάξω και εποχή, ας πάω σ’ Έλληνες σημερινούς, ή σε σπίτι βικτωριανό αυτή τη φορά, ή στην έρημο ή στη θάλασσα ή οπουδήποτε.» Όχι αμέσως, σε λίγες μέρες ίσως, μην τους γυρίσεις ακόμα την πλάτη, κατοικούν ακόμα γύρω σου. Οι τελευταίες γραμμές είναι χαραγμένες στο μυαλό σου, όπως οι χαραγματιές στο βινύλιο.

Έχεις πάλι εκείνη τη χαρά που ταιριάζει μ’ εκείνα τα blues.