Ο Θεοδωράκης ήθελε Καζαντζίδη - Μπιθικώτση μαζί στο «Άξιον Εστί». Γιατί δεν έγινε...

Το 1964 ηχογραφείται το Άξιον Εστί, στο οποίο ο Μίκης Θεοδωράκης προόριζε τον Στέλιο Καζαντζίδη για τα μέρη του ψάλτη.

Ο Θεοδωράκης ήθελε Καζαντζίδη - Μπιθικώτση μαζί στο «Άξιον Εστί». Γιατί δεν έγινε...

Είχε προηγηθεί η ιστορική συναυλία το "Κεντρικόν" το 1961 με την ταυτόχρονη εμφάνιση των δύο μεγάλων λαϊκών βάρδων της εποχής, Καζαντζίδη, Μπιθικώτση και αμέσως μετά όλη η παρέα (Θεοδωράκης, Χιώτης, Λίντα, Μπιθικώτσης, Καζαντζίδης) άρχισε να προβάρει εντατικά τα τραγούδια του Θεοδωράκη που θα περιλαμβάνονταν στις συλλογές "Επιτάφιος", "Αρχιπέλαγος", "Πολιτεία". Η συνεργασία κυλούσε αρμονικά και ο Μίκης σκεπτόταν σοβαρά να δώσει στον Καζαντζίδη τα μέρη του ψάλτη στο λαϊκό ορατόριο "Άξιον Εστί". Ωστόσο "αλλιώς η μοίρα το βουλήθη" όπως λέει ο ποιητής.

Σε συνέντευξή του στον Θανάση Γιώγλου («Πολίτης Κ»-Δήμος Καλαμαριάς-τεύχος Νο 26-Απρίλιος 2008) ο Θεοδωράκης εξήγησε τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε το μεγαλόπνοο αυτό σχέδιο.

Τον Στέλιο και την Μαρινέλλα τους προόριζαν για τον Χατζιδάκι, τον οποίο ο Λαμπρόπουλος μόλις είχε αποσπάσει από τον Πατσιφά. Εγώ τότε (1961) συνέθετα το «Άξιον Εστί» έχοντας στη σκέψη μου τις δυο φωνές - Στέλιο και Γρηγόρη- να εναλλάσσονται. Ένα λαϊκό ο ένας, ένα βυζαντινό ο άλλος. Δεν τους είχα πει όμως ακόμα τίποτα. Μια μέρα κατά το μεσημέρι καταφθάνει το ζεύγος στο σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη, για να μου μιλήσει για κάποιο σοβαρό θέμα. Τους είδα πολύ σκεφτικούς και στεναχωρημένους.

Σε λίγο άρχισε να μιλά ο Στέλιος: «Ο κ. Τάκης», (Λαμπρόπουλος), «μας είπε ότι ο κ. Χατζιδάκις έχει γράψει ορισμένα τραγούδια για μας και μας περιμένει να πάμε στο σπίτι του για να μας τα παίξει. Πήγαμε σήμερα στις δέκα, χτυπήσαμε το κουδούνι και μας άνοιξε η μητέρα του, η οποία μας οδήγησε στο σαλόνι. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες και είχε ημίφως. Αφού περιμέναμε πάνω από μισή ώρα, μπαίνει ο κ. Μάνος, ο οποίος φορούσε μια μαύρη ρόμπα και μαύρα γυαλιά. Μας χαιρέτησε ευγενικά και κάθισε στο πιάνο. Φαινόταν πως δεν είχε ξυπνήσει ακόμα, γιατί έπαιζε πολύ σιγά, τα δε τραγούδια του ήταν πολύ παράξενα για μας. Πώς να σας το πούμε κύριε Μίκη, μαύρισε η ψυχή μας. Και γι’ αυτό μόλις φύγαμε, τρέξαμε σε σας. Θέλουμε να τραγουδήσουμε τραγούδια σας…».

- «Και ποιος σας εμποδίζει», τους ρωτώ. «Ο κ. Τάκης; Άμα θέλω εγώ, δεν μπορεί να κάνει τίποτα.

- Δεν είναι αυτό, κ. Μίκη.
- Τότε τι είναι;
- Να… Είναι ο «άλλος».
- Ποιος «άλλος»; Ο Γρηγόρης;
- Θέλουμε να γράφετε μόνο για μας…
- Βρε παιδιά… Εσείς είστε αυτοκράτορες. Ο καημένος ο Γρηγόρης μόλις τώρα κατάφερε να τρώει γλυκό ψωμάκι. Άλλωστε δόξα τω Θεώ, μπορώ να γράψω πολλά τραγούδια και για σας και για κείνον…
- Θέλουμε μόνο για μας.
- Και να σας πω και κάτι άλλο. Τώρα γράφω ένα νέο έργο, ένα Ορατόριο, που σκέφτομαι να το τραγουδήσετε μαζί. Εσύ Στέλιο είσαι
λαϊκός και βυζαντινός. Το ίδιο και ο Γρηγόρης. Θέλετε ν’ ακούσετε λίγο;
- Όχι κ. Μίκη. Εάν κρατήσετε τον Γρηγόρη, τότε θα φύγουμε εμείς…»

Ανένδοτοι. Ιδίως ο Καζαντζίδης, που τον είχε πιάσει ξαφνικά μια φοβερή αντιπάθεια και δεν ήθελε ν’ ακούσει ούτε το όνομα του Μπιθικώτση.Και έτσι χωρίσανε οι δρόμοι μας και το «Άξιον Εστί» το τραγούδησε μονάχα ο Μπιθικώτσης.