Τσάρκα στη Θεσσαλονίκη με τον Τσιτσάνη - Επτά περιοχές που χώρεσε ο «βλάχος» στο Μπαξέ Τσιφλίκι

Τσάρκα στη Θεσσαλονίκη και στον χρόνο με τον Τσιτσάνη μέσα από τους δώδεκα στίχους του τραγουδιού «Μπαξέ Τσιφλίκι»

Τσάρκα στη Θεσσαλονίκη με τον Τσιτσάνη - Επτά περιοχές που χώρεσε ο «βλάχος» στο Μπαξέ Τσιφλίκι

Όταν το 1934 ο Βασίλης Τσιτσάνης δημιουργούσε -κατά παραγγελία μάλλον- το τραγούδι «Μπαξέ Τσιφλίκι», προφανώς δεν είχε στο μυαλό του τίποτα περισσότερο από την ανταπόκριση στην παραγγελία που είχε δεχθεί. Αυτονόητο ότι ήθελε να ικανοποιήσει και το προσωπικό μεράκι του.

Έτσι, «ζωγράφισε» στο πεντάγραμμο τις νότες, έγραψε και την ιστορία που του παρήγγειλε ο Επιβατιανός παραγγελιοδόχος για χάρη της γλυκιάς του Μαριγούλας, ταιριάζοντας τις λέξεις και ταξιδεύοντας τον έρωτά του σε επτά διάσημες περιοχές της Θεσσαλονίκης. Τόσες χώρεσε ο «βλάχος» -παρατσούκλι που του κόλλησαν οι φίλοι του οι ρεμπέτες, επειδή ήταν ο μόνος ρεμπέτης με στεριανή προέλευση- μέσα σε δώδεκα στίχους. Ο Τρικαλινός μάγος της μουσικής συμπεριέλαβε τις πιο πολυσύχναστες περιοχές της εποχής.

Το τραγούδι αυτό δεν έλειψε έκτοτε από κανένα λαϊκό πάλκο εντός και εκτός Θεσσαλονίκης. Ένα γρήγορο χασαποσέρβικο που ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1946 με ερμηνευτές τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Βασίλη Τσιτσάνη.

Σήμερα το «Μπαξέ Τσιφλίκι» παραμένει εξίσου δημοφιλές. Κι αν γυρίσουμε πίσω τον χρόνο, θα ανακαλύψουμε τις επτά περιοχές που μας χάρισε η τσιτσανική ιδιοφυΐα.

Βίκυ Μοσχολιού: «Η Κοτοπούλη του λαϊκού» τραγούδησε Ζαμπέτα γιατί κάποια πήγε «στο μπιτς για μπάνιο»

Το Μπαξέ Τσιφλίκι

«Πάμε τσάρκα πέρα στο Μπαξέ Τσιφλίκι / κούκλα μου γλυκιά απ’ τη Θεσσαλονίκη…». Ο Τσιτσάνης στέλνει αρχικά το ζευγάρι στο Μπαξέ Τσιφλίκι. Από εκεί ξεκινά η τσάρκα -λέξη, απομεινάρι της τουρκοκρατίας-, η περιπλάνηση των ερωτευμένων. Μπαξέ Τσιφλίκι ή απλά Μπαξές είναι οι Νέοι Επιβάτες, η παραλιακή κωμόπολη του Δήμου Θερμαϊκού, στον Θερμαϊκό Κόλπο. Μέχρι και την Απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1912 η περιοχή που καταλαμβάνει σήμερα ο Δήμος Θερμαϊκού ήταν φέουδο ενός Τούρκου πασά και ονομαζόταν Μπαχτσέ Τσιφλίκ. Ο νέος οικισμός των Επιβατιανών προσφύγων δημιουργήθηκε στην περιοχή όπου βρισκόταν το θερινό σπίτι του πασά. Στην ίδια τοποθεσία είναι χτισμένος σήμερα ο Ναός της Οσίας Παρασκευής της Επιβατινής, πολιούχου της κωμόπολης. Σ’ εκείνη την τοποθεσία εγκαταστάθηκαν το 1923, μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, 159 προσφυγικές οικογένειες (631 άτομα), όλες προερχόμενες από την κωμόπολη Επιβάτες, προάστιο της Κωνσταντινούπολης, και έδωσαν το όνομα Νέοι Επιβάτες. Ωστόσο, ποτέ δεν έπαψε να χρησιμοποιείται και η δεύτερη ονομασία Μπαξέ Τσιφλίκι, τόσο από τους Επιβατιανούς όσο και από τους παλιούς Θεσσαλονικείς. Οι πρόσφυγες μετά την εγκατάστασή τους έφτιαξαν ξύλινο λιμένα και η περιοχή απέκτησε με μικρά καραβάκια τακτική σύνδεση με τη Θεσσαλονίκη.

Νίκος Φέρμας: Ο μάγκας που γούσταρε «χόρτο» και... ανιψιές - Ο γάμος του που έγινε πανηγύρι

Η βαρκούλα του Νικάκη

«…Στου Νικάκη τη βαρκούλα γλυκιά μου Μαριγούλα / να σου παίξω φίνο μπαγλαμά…». Η τσάρκα συνεχίζεται με του Νικάκη τη βαρκούλα. Ο Νικάκης μάλλον ανήκει στη στιχουργική φαντασία του Τσιτσάνη. Κάποιοι, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι ο Νικάκης υπήρξε πραγματικό πρόσωπο.

Τα τραγούδια έχουν Ιστορία: Έναν αητό αγάπησα - Η Μπέμπα Μπλανς που θα χαράκωνε ο Σαλονικιός!

Το Καραμπουρνάκι και το Καλαμάκι

«Πάμε τσάρκα πέρα στο Καραμπουρνάκι / να τα πιούμε μια βραδιά στο Καλαμάκι…». Το Καραμπουρνάκι και το Καλαμάκι είναι οι δύο επόμενοι σταθμοί. Καραμπουρνάκι ή Μικρό Καραμπουρνού ή Μικρό Έμβολο είναι το ακρωτήριο που βρίσκεται στην Καλαμαριά. Σήμερα στην τοποθεσία γίνονται ανασκαφές σε προϊστορικό οικισμό από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. To Καραμπουρνάκι ανακηρύχθηκε αρχαιολογικός χώρος από το 1989. To 1993 το Συμβούλιο της Επικρατείας το χαρακτήρισε περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους. Στη μύτη του ακρωτηρίου του Μικρού Εμβόλου βρίσκεται το Κυβερνείο ή «Παλατάκι», και συγκεκριμένα απέναντι από το Στρατόπεδο Κόδρα.

Το Καλαμάκι ήταν η παραλία στην οποία έκαναν μπάνιο οι Καλαμαριώτες αλλά και τόπος διασκέδασης. Είχε ταβέρνες με ζωντανή μουσική και σε μία από αυτές προτρέπει ο δημιουργός να συνεχιστεί η βόλτα.

Κώστας Βιδάλης: «Λογαριάζω να 'μαι αυτού Παρασκευή. Μάζεψα φοβερό υλικό» -Λίγο αργότερα δολοφονήθηκε

Μπεχτσινάρι ή Μπεχ Τσινάρ

Η τσάρκα έχει και συνέχεια. «… κι από κει στο Μπεχτσινάρι, σε φίνο ακρογιάλι / να σου παίξω φίνο μπαγλαμά…» γράφει ο Τσιτσάνης, που βάζει για δεύτερη φορά στην παρέα τον μπαγλαμά. Μπεχτσινάρι ή Μπεχ Τσινάρ ονομαζόταν παλιότερα η περιοχή της Θεσσαλονίκης στην οποία σήμερα βρίσκεται το λιμάνι της πόλης – συγκεκριμένα στο ύψος περίπου της τρίτης και της τέταρτης προβλήτας του σημερινού λιμανιού και πολύ κοντά στη Βίλα Πετρίδη και την Πύλη Αξιού. Η λέξη στα τούρκικα σημαίνει «πέντε πλατάνια» (beş-πέντε, çınar-πλατάνι).

Μετά την απελευθέρωση ονομάστηκε «Κήπος των Πριγκίπων» προς τιμήν των παιδιών του Γεωργίου Α’. Η ίδρυση του «Κήπου των Πριγκίπων» και η σύνδεσή του αργότερα με το τραμ (τέρμα) έδωσαν στην περιοχή έναν κοσμικό χαρακτήρα με τη συγκέντρωση πλήθους περιπατητών καθώς και διαφόρων ορχηστρών που ψυχαγωγούσαν το κοινό. Διέθετε πάρκο με καφενείο, μπιραρία, εστιατόριο, καμπαρέ, θεατρική σκηνή και πίστα πατινάζ.

Από το 1920 το πάρκο αποτελούσε πλέον δημοφιλή τόπο αναψυχής για πολλούς Θεσσαλονικείς. Λειτούργησε εκεί στρατόπεδο γυμνιστών από τον γιατρό Ντουάρτε που εφάρμοζε μια νέα για την εποχή σωματική αγωγή. Πενήντα νέοι και νέες είχαν αρχίσει να παίρνουν μέρος στον σύλλογο.

Μετά το 1930 στον χώρο άρχισε η ανάπτυξη βυρσοδεψείων και βιομηχανιών. Η επέκταση των εγκαταστάσεων του λιμανιού και η ανέγερση πετρελαιοδεξαμενών έδιωξαν οριστικά τους λουόμενους.

Τα τραγούδια έχουν Ιστορία: Σακαφλιάς - Στα Τρίκαλα στα δυο στενά

Η Ακρόπολη και η Βάρνα

«…Πάμε τσάρκα στην Ακρόπολη, στη Βάρνα…» συνεχίζει την περιήγηση ο Τσιτσάνης. Η Ακρόπολη της Θεσσαλονίκης χτίστηκε, κατά τη συνήθη τακτική της ελληνιστικής περιόδου, με σκοπό να λειτουργήσει ως το τελευταίο οχυρό για τους κατοίκους, σε περίπτωση επιθέσεων και επιδρομών. Βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά των τειχών της Θεσσαλονίκης, πάνω από τη Μονή Βλατάδων στην Άνω Πόλη, και διασώζεται σχεδόν στην αρχική της μορφή.

Εντός της Ακρόπολης βρίσκεται το φρούριο του Επταπυργίου, γνωστό και με την οθωμανική ονομασία Γεντί Κουλέ. Γύρω στο 1890 το Γεντί Κουλέ χρησιμοποιήθηκε ως ανδρικές, γυναικείες και στρατιωτικές φυλακές. Αρχικά υπό τουρκική διοίκηση και μετά την απελευθέρωση υπό ελληνική. Το ρεμπέτικο τραγούδι τίμησε ουκ ολίγες φορές τις φυλακές του Επταπυργίου στη Θεσσαλονίκη. Ίσως διότι σε αυτές «φιλοξενήθηκαν» κατά καιρούς, για πολλούς και διάφορους λόγους, ρεμπέτες.

Κι από την Ακρόπολη της Θεσσαλονίκης συνέχεια στη Βάρνα ή Νέα Βάρνα, περιοχή της Θεσσαλονίκης, εκτός των τειχών, μεταξύ των Δήμων Θεσσαλονίκης και Νεάπολης - Συκεών. Το όνομά της το πήρε από τη Βάρνα της Ανατολικής Ρωμυλίας, που σήμερα βρίσκεται στη Βουλγαρία, καθώς στην περιοχή εγκαταστάθηκαν μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγί (1919) Έλληνες Θρακιώτες πρόσφυγες από αυτήν την πόλη.

Τα τραγούδια έχουν ιστορία: Η «Σκύλα» του Βαμβακάρη ήταν η πρώτη του γυναίκα

«Κούτσουρα του Δαλαμάγκα»

Η τσιτσανική τσάρκα μέσω του τραγουδιού φτάνει στο τέλος της στα «Κούτσουρα του Δαλαμάγκα». «…Κι από κει στα κούτσουρα του Δαλαμάγκα / Μαριγώ θα σε τρελάνει, ν’ ακούσεις τον Τσιτσάνη / να σου παίξει φίνο μπαγλαμά…». Διόλου τυχαία η αναφορά στον ίδιο τον δημιουργό του και τον αγαπημένο του μπαγλαμά. Τα «Κούτσουρα» ήταν… ταβέρνα που άνοιξε το 1935 -κατά άλλους το 1941- στη Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στην οδό Νικηφόρου Φωκά όπου και βρισκόταν για 11 χρόνια. Μετά την Κατοχή, το 1946, μεταφέρθηκε στην οδό Αγ. Σοφίας 22, μέχρι το 1957.

Στα «Κούτσουρα» δούλευαν στα χρόνια της Κατοχής ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου.

Ο Γιώργος Δαλαμάγκας ήταν Θεσσαλονικιός, γεννημένος το 1905, με καταγωγή από τη Θράκη, άνθρωπος με παράστημα, γαλαντόμος και επιρρεπής στον τζόγο. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αλλά και αργότερα, πλούτισε πουλώντας τεράστιες ποσότητες μπίρας. Ύστερα ξέπεσε λόγω του τζόγου και δούλευε ως σερβιτόρος σε ξένες ταβέρνες. Εκτός από τα «Κούτσουρα», είχε άλλες 4 ταβέρνες, μεταξύ των οποίων το «Σιντριβάνι» από το 1932, το «Αλκαζάρ» και το εστιατόριο «Μεντιτερανέ» από το 1952 έως το 1957. Πέθανε σε γηροκομείο στο Λεμπέτ, τη δεκαετία του 1970.

«Στα "Κούτσουρα" έβγαλα πολλά λεφτά. Αλλά τα ‘φαγα όλα...»

Το 1972 ο Λευτέρης Παπαδόπουλος , ως απεσταλμένος των «ΝΕΩΝ», εντόπισε τον Δαλαμάγκα στη Θεσσαλονίκη. Μεταξύ άλλων, ο Γιώργης Δαλαμάγκας είχε πει στον Λευτέρη Παπαδόπουλο: «Το 1932 έφτιαξα το πρώτο μαγαζί. Ήταν ένα τζαμί και εγώ πήγα και το ‘κανα ταβέρνα. Είχα μέσα εβδομήντα μπόμπες ρετσίνα. Το "Σιντριβάνι" με τ’ όνομα. Το 1935 άνοιξα τα "Κούτσουρα", εκεί όπου τραγουδούσε και ο Τσιτσάνης. Νικηφόρου Φωκά 18. Εκεί γνωρίστηκα και με τον Ραούλ, έναν Εβραίο με πολλά λεφτά. Αυτός ήτανε γλεντζές! Ο Ραούλ δούλευε στα καπνά, ήταν "εξπέρ" που λένε και τα κονόμαγε. Μόλις μάζευε μερικά χιλιάρικα, πηγαίναμε στο "Μεντιτερανέ", τα τρώγαμε, κι ύστερα με ένα καραβάκι φεύγαμε κρουαζιέρα στον Θερμαϊκό. Μαζί μας πάντα είχαμε και ορχήστρα με βιολιά και πιάνο. Κι όταν ερχόμασταν στο κέφι, άρπαζε ο Ραούλ το πιάνο και το πέταγε στη θάλασσα. Θα ‘χε πετάξει στη θάλασσα ίσαμε είκοσι πιάνα εκείνα τα χρόνια. Όχι σήμερα που πετάς κάνα πιάτο στην πίστα και κάνεις τον καμπόσο... Στα "Κούτσουρα", που λες, έβγαλα πολλά λεφτά. Δέκα χρόνια δούλεψε το μαγαζί, έως το 1945, και σε αυτά τα δέκα χρόνια γέμισα παράδες. Αλλά τα ‘φαγα όλα! Πολλά εκατομμύρια...».

«Τον πήρε ο Τσιτσάνης και τον έμπασε σε ένα τραγούδι του»

Σε εκείνο το μουσικό οδοιπορικό του, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε γράψει για το Μπαξέ Τσιφλίκι και τον Δαλαμάγκα: «…Ήτανε κάποτε κι ένας θρύλος. Ένας ταβερνιάρης της παλιάς Θεσσαλονίκης, που ζούσε από περιέργεια κι έκανε άνω κάτω την πόλη όποτε του γούσταρε. Αυτόν τον θρύλο τον πήρε ο Βασίλης Τσιτσάνης και τον έμπασε σε ένα τραγούδι του: “Πάμε τσάρκα στην Ακρόπολη, στη Βάρνα / κι από κει στα "Κούτσουρα" του Δαλαμάγκα / Μαριγώ θα σε τρελάνει / ν’ ακούσεις τον Τσιτσάνη / να σου παίζει φίνο μπαγλαμά”.

Κι από τότε ο Δαλαμάγκας έγινε ένα πρόσωπο οικείο, σχεδόν φιλικό, που κινιότανε ανάμεσά μας, τα βράδια που τραγουδούσαμε και βγαίναμε από τα βάσανά μας, στην Αθήνα, στον Περαία, στη Σύρα, στην Πάτρα, παντού…».