Άσκηση στο κρύο (Β) - Συμπτώματα και κίνδυνοι υποθερμίας

Η υποθερμία είναι συνήθης επιπλοκή και ορίζεται όταν η θερμοκρασία του σώματος πέσει κάτω από 35 βαθμούς Κελσίου.

Άσκηση στο κρύο (Β) - Συμπτώματα και κίνδυνοι υποθερμίας

Κατά την άσκηση στο κρύο η ενεργοποίηση του μηχανισμού προστασίας συνεπάγεται συγκεκριμένο μοντέλο απάντησης από το μεταβολικό, ορμονικό, καρδιοκυκλοφορικό, θερμορυθμιστικό, νεφρικό και ανοσολογικό σύστημα και συνίσταται αφενός στην παραγωγή θερμότητας αφετέρου σε μηχανισμούς παρεμπόδισης της απώλειας θερμότητας. Ένα εγκλιματισμένο στο κρύο άτομο μειώνει ταχύτερα και εντονότερα τη θερμοκρασία του δέρματος σε σχέση με ένα μη εγκλιματισμένο, λόγω μεγαλύτερου βαθμού αγγειοσυσπαστικής απάντησης στο κρύο.

Η προσαρμογή αυτή μπορεί να επιτευχθεί είτε με βραχεία έκθεση στο έντονο κρύο δηλαδή λιγότερο από μια ώρα λίγες φορές την εβδομάδα είτε με την έκθεση σε ηπιότερο κρύο για περισσότερες από 8 ώρες την εβδομάδα και για περισσότερο από 2 εβδομάδες. Η ορμονική απάντηση συνίσταται στην έκκριση αδρεναλίνης, νοραδρεναλίνης (αγγειοσυσπαστικά) και κορτιζόλης.

Η άμεση απάντηση στην έκθεση σε κρύο αέρα ή νερό είναι η περιφερική αγγειοσύσπαση και ακολουθεί η απελευθέρωση κορτιζόλης η οποία προάγει τον μηχανισμό της γλυκόζης και των τριγλυκεριδίων συμβάλλοντας έτσι στην παραγωγή θερμότητας. Κατά την άσκηση σε χαμηλές θερμοκρασίες ως κύριο καύσιμο χρησιμοποιούνται οι υδατάνθρακες ενώ η κατανάλωση των λιπών ελαττώνεται σημαντικά σε σχέση με την άσκηση σε υψηλές θερμοκρασίες. Η ελάττωση της χρησιμοποίησης των λιπών οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην ελάττωση παροχής του αίματος στον λιπώδη ιστό λόγω αγγειοσύσπασης. Επομένως, η αγγειοσύσπαση συνεπάγεται μειωμένη ροή αίματος και χαμηλή προσφορά οξυγόνο στον λιπώδη ιστό. Η ανεκτικότητα στο στρες χαμηλής θερμοκρασίας οφείλεται και στην παραγωγή ορισμένων πρωτεϊνών όπως η HSP3 και HSP70 η παραγωγή των οποίων μπορεί να προστατεύσει από τη δυσλειτουργία των οργάνων.

Αν και η προσαρμογή στο κρύο είναι ωφέλιμη για τον οργανισμό υπάρχουν καταστάσεις όπως το τρέξιμο σε πολύ κρύο αέρα που το σώμα δυσκολεύεται να διατηρήσει τη θερμοκρασία του και αρχικά επηρεάζεται η απόδοση και ακολούθως εκδηλώνονται διαταραχές από τα διάφορα όργανα όπως βρογχόσπασμος, κρυοπαγήματα στα άκρα, κ.ά. Κατά την απότομη έκθεση στο κρύο παραμονεύει ο κίνδυνος αγγειοσύσπασης των στεφανιαίων αγγείων και της ισχαιμίας που εκδηλώνεται με πόνο στο στήθος, το οποίο μπορεί ή να υποχωρήσει άμεσα ή να επιμένει. Σε κάθε περίπτωση συνιστάται άμεση διακοπή της άσκησης επειδή μπορεί να υποκρύπτεται στεφανιαία νόσος.

Η υποθερμία είναι συνήθης επιπλοκή και ορίζεται όταν η θερμοκρασία του σώματος πέσει κάτω από 35 βαθμούς Κελσίου, δηλαδή 2 βαθμούς χαμηλότερη από τη φυσιολογική. Η κόπωση η έλλειψη ύπνου, το αναπόφευκτο ενεργειακό έλλειμμα της πολύωρης άσκησης συμβάλλουν καθοριστικά στη μείωση της παραγωγής θερμότητας μέσω της κίνησης και της ικανότητας θερμορύθμισης. Αυτό συνεπάγεται τη μείωση της θερμοκρασίας του πυρήνα (σπλάχνα), του μεταβολισμού και της απόδοσης.

Ανάλογα με τον βαθμό βαρύτητας η υποθερμία χαρακτηρίζεται ως ελαφρά, μέτρια ή σοβαρή. Πρώιμα συμπτώματα είναι το αίσθημα ψύχους και ρίγους και ακολουθεί σύγχυση, απώλεια προσανατολισμού, απάθεια, υπνηλία, διαταραχή της συμπεριφοράς και της ομιλίας. Η σοβαρή υποθερμία σχετίζεται με διαταραχές του καρδιακού ρυθμού και απαιτεί άμεση επαναθέρμανση ώστε η θερμοκρασία του πυρήνα να επανέλθει στα φυσιολογικά.

Όταν η θερμοκρασία του σώματος είναι πολύ χαμηλή τα ζωτικά σημεία, δηλαδή η αρτηριακή πίεση και οι σφίξεις, δεν ψηλαφώνται και ο υποθερμικός δίνει την εντύπωση του νεκρού. Έχει αποδειχθεί όμως ότι η καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση (ΚΑΡΠΑ) είναι σωστική ακόμη και όταν η θερμοκρασία του σώματος είναι κάτω από 13,7 βαθμούς Κελσίου. Στην ιατρική υπάρχει ένας κανόνας ότι κανείς δεν πρέπει να θεωρείται νεκρός αν δε γίνει αναθέρμανση του σώματος.

Δρόσος Βενετούλης

Πνευμονολόγος, τ. Δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά.