Κάποτε υπήρχε «Σκάλα του Μιλάνου» και στον Βόλο

Κάποτε υπήρχε «Σκάλα του Μιλάνου» και στον Βόλο. Την προλάβαμε. Ως τις 9 το βράδυ δεχόταν παραγγελίες για φαγητό, μετά έπαιρναν οι Μιλάνοι τα μπουζούκια, έκλεινε η κουζίνα και σέρβιραν μόνο κρασί.

Κάποτε υπήρχε «Σκάλα του Μιλάνου» και στον Βόλο

Toν Μάιο του 1919, στο κέντρο του Βόλου, στην πλατεία Αγίου Νικολάου ο 27χρονος Στέφανος Μιλάνος ανοίγει ένα καπηλειό και σε μια γωνιά παίζει μπουζούκι. Η γυναίκα του, η Σουλτάνα, έπιασε δουλειά στην κουζίνα το καπηλειό εξελίχθηκε σε ταβερνάκι. Ένα μικρό ταβερνάκι, που σιγά-σιγά έγινε στέκι των εργατών κι όσων δούλευαν πιο κάτω, στο λιμάνι. Στέκι όχι μόνο για τα φαΐ και το πιοτί μα, κυρίως, για το μπουζούκι τού Στέφανου. Ώσπου άρχισαν οι θαμώνες να ξεθαρρεύουν και κάποιοι απ’ αυτούς να κουβαλάνε τα βράδια τα δικά τους οργανάκια και το ταβερνάκι να γίνεται μουσικός παράδεισος.


Στη μεταξική δικτατορία, βγήκε φιρμάνι να κρεμάσουν όλα τα μαγαζιά απ’ έξω μια ταμπέλα που να λέει τι είδους μαγαζί ήταν αυτό και ποιος ήταν ο ιδιοκτήτης. Έτσι, λοιπόν, στα 1936 το μαγαζί του Στέφανου βαφτίστηκε κι έγινε “Σκάλα”, επειδή όποιος πέρναγε απ’ αυτό μια φορά, κόλλαγε, “σκάλωνε” και ξαναρχόταν. Ο Βόλος είχε αποκτήσει πλέον την δική του “Σκάλα του Μιλάνου”.

Με την απελευθέρωση τα πράγματα έγιναν δυσκολότερα, λόγω της κομμουνιστικής ιδεολογίας τόσο του Μιλάνου όσο και των περισσότερων πελατών του. Το μαγαζί δέχτηκε επανειλημμένες επιδρομές ταγματασφαλιτών αλλά ο Στέφανος δεν τους έκανε την χάρη να τον πιάσουν. Έφυγε και κρυβόταν για καιρό στο Πήλιο, ώσπου να ηρεμήσουν κάπως τα πράγματα.


Όταν τελείωσε ο εμφύλιος, στο μαγαζί άρχισαν να μπαίνουν σιγά-σιγά τα παιδιά τού Στέφανου, ο Κάρολος κι ο Νίκος (και κάπου-κάπου κι ο Στάθης, ο μικρότερος), που είχανε μάθει το μπουζούκι από τον πατέρα τους. Όλη την ημέρα οι Μιλάνοι σερβίριζαν τους πελάτες με το χαμόγελο και την καλή τους την κουβέντα. Μα σαν έφτανε εννιά το βράδυ, τα πιάτα μαζεύονταν κι απάνω στα τραπέζια απόμεναν μόνο τα κανάτια με το κρασί, τα ποτήρια και τα τασάκια. Ήταν η ώρα που στη μέση άνοιγε χώρος, μπαίναν τρεις καρέκλες, ο Στέφανος κι οι γιοι του πιάναν τα μπουζούκια τους κι έπαιζαν ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς. Δίχως παρτιτούρες και δίχως φιοριτούρες.

Από την “Σκάλα” πέρασαν πολλοί, είτε για να ακούσουν τους Μιλάνους είτε για να παίξουν μαζί τους. Ο Βαμβακάρης, ο Γαβαλάς, ο Ζαγοραίος, ο Καλδάρας, ο Λεμονόπουλος, ο Μπιθικώτσης, ο Παγιουμτζής, ο Παπαϊωάννου, ο Τσιτσάνης… Ο τελευταίος, μιλώντας σε τοπικό δημοσιογράφο, δεν δίστασε να δηλώσει ότι “έρχομαι εδώ, στην Σκάλα του Μιλάνου, για ν’ ακούσω πόσο όμορφα παίζονται τα λαϊκά τραγούδια”.

Το 1970, ο Στέφανος Μιλάνος φεύγει από την ζωή σε ηλικία 78 ετών. Η “Σκάλα” μένει στα χέρια του Κάρολου και του Νίκου. Στις 29 Νοεμβρίου 1978, το ταβερνάκι μετακομίζει σε έναν κάπως μεγαλύτερο χώρο, στην οδό Ιωλκού αριθμός 83, κρατώντας πιστά την ίδια σειρά: κάθε βράδυ στις εννιά, ο Κάρολος με τον Νίκο και τον Στέφανο τζούνιορ έπιαναν τα μπουζούκια τους.


Στις 4 Ιουνίου 2004, οι φίλοι των Μιλάνων διοργανώνουν προς τιμή τους μια συναυλία στον Βόλο. Την παρουσιάζει ο Πάνος Γεραμάνης και συμμετέχουν οι Kώστας Καλαφάτης, Δημήτρης Κοντογιάννης, Χρήστος Μητρέντζης, Γιώργος Ξηντάρης, Νίκος Παπάζογλου, Τόλης Χάρμας κ.α.

Δυο χρόνια μετά, στις 20 Απριλίου 2006 (ημέρες Πασχαλιάς), ο Νίκος φεύγει για να συναντήσει τον πατέρα του. Το φευγιό του σημαίνει και το τέλος τής “Σκάλας”, μετά από 87 χρόνια ζωής. Την επόμενη χρονιά, στις 4 Μαΐου 2007 (πάλι ημέρες Πασχαλιάς), θα φύγει και ο Κάρολος, κλείνοντας οριστικά μια από τις πολλές όμορφες σελίδες της λαϊκής μουσικής μας ιστορίας.