Σπάραζε μπροστά στην κάμερα η Βαλάκου, βαλάντωνε πίσω από αυτή ο Λάσκος
Η ταινία που έβλεπε ο Ορέστης Λάσκος γιατί του άρεσε να… κλαίει. Στα γυρίσματα ζητούσε να επαναληφθεί ο μονόλογος της Αντιγόνης Βαλάκου για να βάζει τα κλάματα. Ο μοντέρ Ντίνος Κατσουρίδης του φώναξε: ««Οχι, ρε Λάσκο. Δεν θα πεθάνει η κοπέλα για να φχαριστιέσαι κλάμα».
Η Γκόλφω είναι η δραματική βουκολική κινηματογραφική ταινία που γυρίστηκε το 1954 σε παραγωγή Finos Film και προβλήθηκε στις αίθουσες το 1955. Πρόκειται για νέα έκδοση της ομώνυμης ταινίας του 1914, για το έργο του συγγραφέα Σπυρίδωνα Περεσιάδη. Η διαφορά είναι ότι η Γκόλφω του 1914 ήταν η πρώτη γνωστή μεγάλου μήκους ταινία του βωβού ελληνικού κινηματογράφου.
Η ταινία του 1955, είχε πλέον τελείως διαφορετική μορφή εξαιτίας του ήχου. Η ηχητική μορφή ήταν καθοριστική για την απήχησή της στο κοινό. Αυτή η εκδοχή, και η μεγάλη επιτυχία της ταινίας, δημιούργησαν σειρά από ανάλογες παραγωγές με θέματα παρμένα από την αγροτική και κυρίως τη βουκολική ζωή, τα ήθη και τα έθιμα της υπαίθρου. Λόγω των ενδυματολογικών χαρακτηριστικών, το είδος αυτών των ταινιών ονομάστηκε «ταινίες φουστανέλας».
Η Γκόλφω και ο Τάσος
Στην ταινία, η φτωχή και ορφανή Γκόλφω, μια όμορφη νεαρή βοσκοπούλα που ξενοδουλεύει υπηρετώντας τον τσέλιγκα Ζήση, γνωρίζει τον έρωτα στα μάτια ενός παλικαριού της περιοχής, του βοσκού Τάσου. Κι ενώ την πολιορκεί το αρχοντόπουλο της περιοχής, ο Κίτσος, εκείνη αρνείται τις προτάσεις του και παραμένει πιστή στους όρκους αγάπης που έχει ανταλλάξει με τον Τάσο.
Στη Γκόλφω του 1955, το μοντάζ είχε κάνει ο Ντίνος Κατσουρίδης, ο οποίος είχε αποκαλύψει ότι ο Ορέστης Λάσκος, σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας έκλεγε ασταμάτητα στα γυρίσματα.
«Η Βαλάκου σπαρακτική. Ο Λάσκος να βαλαντώνει στο κλάμα»
Μοντέρ σε 70 και πλέον ταινίες, διευθυντής φωτογραφίας σε 45, σκηνοθέτης σε 15, σεναριογράφος σε 14, παραγωγός σε περισσότερες από 10, ο Ντίνος Κατσουρίδης είχε πει σε συνέντευξη του στην εφημερίδα «Το Βήμα» (17/09/2000):
“Γυρίζουμε σε μονοπλάνο τον δραματικό μονόλογο της Γκόλφως. Η Βαλάκου λιτή, χαμηλόφωνη, σπαρακτική. Και ο Λάσκος να παρακολουθεί την πρόβα και να βαλαντώνει στο κλάμα. Ξανά και ξανά και ξανά. Κάποια στιγμή επενέβην εγώ. «Ρε συ Ορέστη, θα ξεφουσκώσει η κοπέλα με τόσες πρόβες και, όταν κάνουμε το πλάνο, θα είναι άδειο σακί».
Τον έπεισα. Πάμε το πλάνο. Να σπαράζει μπροστά στην κάμερα η Βαλάκου, να λιώνει πίσω από την κάμερα ο Λάσκος. «Αριστούργημα... Αλλη μία φορά!». Πάμε δεύτερη φορά, πάμε τρίτη, πάμε τέταρτη, στην πέμπτη τα στύλωσα εγώ. «Οχι, ρε Λάσκο, δεν πάμε. Δεν θα πεθάνει η κοπέλα για να φχαριστιέσαι κλάμα». Πήγαμε να σκοτωθούμε. Ξαναγαπήσαμε μετά τη συμφωνία μας για μια τελευταία φορά.
Είμαστε στη φάση του μοντάζ. Τότε οι σκηνοθέτες (με εξαίρεση τον Τζαβέλλα) δεν επιτρεπόταν(!) να παρακολουθούν το μοντάζ. Μία φορά κάθε ημέρα ερχόταν ο Λάσκος στα κλεφτά: «Ρε Ντίνο, βάλε μου, σε παρακαλώ, τον μονόλογο...». Ο Λάσκος ήταν η αδυναμία μου. Του έβαζα τον μονόλογο, έριχνε το κλάμα του και έφευγε. Τα ίδια έκανε και όταν άρχισε η προβολή της ταινίας. Έπαιρνε σβάρνα τους κινηματογράφους, έβλεπε τον μονόλογο, «έριχνε τη δόση του» και έφευγε. Τόσο που τον πήραν χαμπάρι οι αιθουσάρχες και κρατούσαν το διάλειμμα λίγο παραπάνω για να προλάβει ο Λάσκος να «χτυπήσει παρών»”.