Μύκονος: Ο Καραγάτσης, η Ρήνα και οι βιβλιοθήκες με τα αδιάβαστα βιβλία

Ο έρωτας του Μ. Καραγάτση με τη Μύκονο και η συζήτηση με την Ρήνα Αλαφασού για τα αδιάβαστα βιβλία.

Μύκονος: Ο Καραγάτσης, η Ρήνα και οι βιβλιοθήκες με τα αδιάβαστα βιβλία

«Από το καλοκαίρι του 1948 μπήκε στη ζωή μου ένα στοιχείο πολύτιμο, που μου χαρίζει σταθερά μια χαρά ανεκτίμητη: η Μύκονος. Ίσαμε εκείνη την ημέρα είχα χαραμίσει 40 ακριβώς χρόνια της ζωής μου, χωρίς να γνωρίσω αυτό το νησί, το αξεπέραστο στα πάντα του. Γιατί; Απλούστατα: αμέλεια και προκατάληψη. Προκατάληψη ότι η Μύκονος είναι εστία πάσης μάταιας κοσμικότητας, δηλαδή μιας καταστάσεως που την εχθαίρω όπως ο “εξαποδώ” το λιβάνι· αμέλεια να επισκεφθώ, και για μια μέρα, το νησί της θρυλικής γοητείας, έστω και υφιστάμενος την αντιπαθή μου κοσμικήν ατμόσφαιρα».

Απόσπασμα από ένα κείμενο του Καραγάτση για το αναδυόμενο σμαράγδι του Αιγαίου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εικόνες» τον Ιούνιο του 1958.

Ο έρωτας με την Μύκονο άρχισε τη στιγμή που επέστρεφε από τον Γράμμο του αδελφοκτόνου πολέμου με την ψυχή σκοτεινιασμένη και κράτησε ως το τέλος. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς με αυτό το νησί που «…αντλούσε χάρη κι ομορφιά από το ψέμα ενός μαγικού φωτός. Το φως! Το μεγάλο φως, με την ανατολή του ήλιου, ακτινοβολούσε ολόγυρα, ξαναγύριζε στον πομπό του τον ήλιο, κυμάτιζε πάνω από το λιακωτό των σπιτιών, τις πλαγιές των βράχων, τα ρίγη της αγουροξυπνημένης θάλασσας».

Στα μυκονιάτικα καλοκαίρια του ο Καραγάτσης προτιμούσε ένα παλιό σπίτι στο Κάστρο, πλάι στην Παραπορτιανή, θεμελιωμένο στη θάλασσα. Μες στη μικρή του κάμαρη με παλαιϊκά βενετσιάνικα έπιπλα από την εποχή των καραβοκύρηδων του νησιού, δουλεύτηκε ένα μέρος της «Μεγάλης Χίμαιρας». Στις αρχές της δεκαετίας του '50 ο Καραγάτσης περνούσε τα βράδια του στο Γιαλό, στο μαγαζάκι της θρυλικής Ρήνας που είχε τις εφημερίδες και τα τσιγάρα. Εμφανιζόταν συνήθως γύρω στις 9 το βράδυ με μια μποτίλια κρασί από παρακείμενη ταβέρνα, έπιανε την καρέκλα στο βάθος και κουτσόπινε ακούγοντας κλασική μουσική από τον κρατικό ραδιοσταθμό. Χασομερούσε έτσι την κατάκοπη Ρήνα Αλαφασού που μετά το μόχθο ολόκληρης μέρας δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει σπίτι της. Από την άλλη η δραστήρια Μυκονιάτισσα αναγνώριζε την μοναδικότητα των στιγμών και προσπαθούσε να του πιάσει κουβέντα για τη λογοτεχνία. Κάποια φορά του παραπονέθηκε για τα βιβλία που δεν προλάβαινε να διαβάσει:

«Έχω τόσα βιβλία που κοιμούνται στη βιβλιοθήκη μου αλλά με τη δουλειά δεν βρίσκω χρόνο ούτε να τα ανοίξω».

Τότε ο Καραγάτσης γύρισε και της είπε: «Μα γι' αυτό είναι οι βιβλιοθήκες, για να φιλοξενούν τα βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει».

(Σημείωση: Το περιστατικό μάς το διηγήθηκε ο γιος της Ρήνας, Αντώνης Αλαφασός)