Το πρώτο μπουζουξίδικο εν Ελλάδι

Το 1936 ο Αντώνης Βλάχος αποφασίζει να ανοίξει το πρώτο μπουζουξίδικο στο Βοτανικό επί της Ιεράς οδού 145.

Το πρώτο μπουζουξίδικο εν Ελλάδι

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’30 το ρεμπέτικο παρέμενε τραγούδι του τεκέ, της ταβέρνας και του καφενείου, κυνηγημένο από θεούς και ανθρώπους. Το 1936 ένας Μενιδιάτης νταής ο Αντώνης Βλάχος αποφασίζει να ανοίξει το πρώτο μπουζουξίδικο στο Βοτανικό επί της Ιεράς οδού 145. Ο Βλάχος ήταν διακεκριμένος μαχαιροβγάλτης και πιστολέρο, ψηλός, ξερακιανός με μουστάκι και πάντοτε κουστουμαρισμένος. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του πιθανότατα ως χωροφύλακας σύντομα όμως πέρασε στην παρανομία και ανδραγάθησε στη σωματεμπορία, στη χασισεμπορία αλλά και ως μπράβος σε χαρτοπαικτικές λέσχες.

Ταυτόχρονα και ίσως λόγω του παρελθόντος του στην Χωροφυλακή ανήκε στην «ασφάλεια υψηλών προσώπων» κάνοντας τον σωματοφύλακα σε πολιτικούς της δεξιάς. Το γεγονός ότι ύστερα από τόσα κακουργήματα παρέμενε ελεύθερος επιβεβαιώνει τη φήμη ότι ο φάκελός του στην Ασφάλεια είχε κόκκινη γραμμή, όπερ σήμαινε ότι μόνο για φόνο μπορούσαν να τον συλλάβουν. Παντρεύτηκε μια παλιά Μυκονιάτισσα πόρνη, τη Μαρία, βραχύσωμη και στρουμπουλή που λόγω της καταγωγής της απέκτησε το προσωνύμιο «μποτέλι». Ο Βλάχος την αποχαρακτήρισε κι εκείνη έγινε το δεξί του χέρι. Όταν αγόρασε το «Δάσος» μαζί με τον μικρό του αδερφό, τον Τάσο, είχε κάνει κιόλας φυλακή για κάποιους φόνους. Στο μαγαζί του πρωτοστατούσαν επίσης μπράβοι όπως ο Χαράλαμπος Μπουχός και ο Μπερτζέκος, άνθρωποι του δεξιού παρακράτους.

Ωστόσο το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι του οφείλει καθώς τόλμησε να αμφισβητήσει τα σαντουρόβιολα που μεσουρανούσαν στη βραδινή διασκέδαση προπολεμικά. Δημιούργησε έτσι το πρώτο οργανωμένο μπουζουξίδικο εν Ελλάδι φιλοξενώντας τα «ιερά τέρατα της εποχής»: Μάρκο Βαμβακάρη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Απόστολο Χατζηχρήστο, Μπαγιαντέρα, Χιώτη, Σταύρο Παγιουμτζή…

Εκεί δούλεψαν όλοι τους σε άθλιες συνθήκες χωρίς μικρόφωνα, για ψίχουλα στην κυριολεξία και με τις φοβέρες του Βλάχου και των μπράβων του. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου αναπαριστά με γλαφυρό τρόπο την ατμόσφαιρα του μαγαζιού λέγοντας:

«Ο Βλάχος ήταν πολύ σκυλόμαγκας χωρίς μέτρο και ζυγαριά. Πολύ άγριος νταής. Δεν σεβόταν τους καλλιτέχνες που δούλευαν στο μαγαζί του. Όποιον έπαιρνε σβάρνα έπρεπε να τον σακατέψει. Δεν σεβόταν ούτε τη μάνα του. Σακάτεψαν από το πολύ ξύλο, αυτός και οι μπράβοι του, το Μάθεση τον Τρελλάκια. Μια άλλη φορά χαστούκισαν το γέρο Μπάτη, ενώ ο ίδιος ο Βλάχος κούφανε από το πολύ ξύλο το Χατζηχρήστο, που ήταν ένα παιδί άγιο. Μόνο στον Μπαγιαντέρα δεν πέρναγαν αυτά…»

Ο διαβόητος μαγαζάτορας έπιανε συνήθως ένα τραπεζάκι δίπλα στο πάλκο και στην πίστα κι έπαιρνε κι έδινε τα χαρτάκια με τις παραγγελιές προς αποφυγή παρεξηγήσεων.

Το «Δάσος» έκλεισε το 1940 με την κήρυξη του πολέμου και ο Βλάχος, μεσούσης της Κατοχής, μετέφερε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες στην Ομόνοια με ένα μπουζουξίδικο, Ζήνωνος και Δεληγιώργη, κι ένα οινομαγειρείο στην οδό Αγησιλάου. Το 1949 άνοιξε στο Αιγάλεω το κέντρο «Βλάχος» συνεχίζοντας την "λαμπρή" σταδιοδρομία του. Πέθανε στη δεκαετία του ’60 φτωχός και ξεχασμένος.