Η πτώση και η άνοδος της Λιντς

Το ποδοσφαιρικό παραμύθι της Λιντς, από τον υποβιβασμό της το 2004 από την Πρέμιερ Λιγκ έως την επιστροφή της φέτος στα μεγάλα «σαλόνια» του αγγλικού πρωταθλήματος.

Η πτώση και η άνοδος της Λιντς

Το δικό της «χάπι εντ» σε ένα ποδοσφαιρικό παραμύθι που κράτησε 16 ολόκληρα χρόνια βιώνει το τελευταίο διάστημα η Λιντς. Ένα παραμύθι που ξεκίνησε με δάκρυα για τον υποβιβασμό της από την Πρέμιερ Λιγκ τον Μάιο του 2004, αλλά πλέον ολοκληρώθηκε με χαμόγελα χαράς για την επιστροφή της στα μεγάλα «σαλόνια» του αγγλικού πρωταθλήματος. Και τι δεν είδαν τα μάτια των οπαδών της αυτά τα 16 χρόνια… Την οικονομική κατάρρευση του αγαπημένου συλλόγου τους, που έφτασε να αγωνίζεται μέχρι και στην τρίτη τη τάξει κατηγορία της Αγγλίας, τις απανωτές αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, που κάθε άλλο παρά σταθερότητα έφερναν στην προσπάθεια της ομάδας για την επίτευξη των στόχων της, αλλά και αρκετές αποτυχίες στο αγωνιστικό κομμάτι, μέχρι τελικά να γίνει το όνειρο πραγματικότητα με την πολυπόθητη άνοδο στην Πρέμιερ Λιγκ.

Η παραμονή του Μπιέλσα το μεγάλο στοίχημα στην Λιντς

Η Λιντς υπήρξε σημείο αναφοράς για εκατομμύρια φιλάθλους σε ολόκληρο τον κόσμο σε αρκετές περιόδους της ποδοσφαιρικής ιστορίας. Πρώτα απ’ όλα τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, με εκείνη την εκπληκτική ομάδα που δημιούργησε ο αείμνηστος Ντον Ρέβι, η οποία κατέκτησε δύο πρωταθλήματα, ένα αγγλικό Κύπελλο, ένα Λιγκ Καπ και δύο Κύπελλα Εκθέσεων, αλλά και που μετείχε σε ακόμα δύο ευρωπαϊκούς τελικούς: σ’ αυτόν του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1973, στην ήττα από τη Μίλαν (1-0) στο «Καυτανζόγλειο», αλλά και σ’ αυτόν του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1975, με την ήττα από την Μπάγερν (1-0) στο «Παρκ ντε Πρενς» του Παρισιού, με προπονητή όμως τότε τον Τζίμι Άρμφιλντ. Φυσικά, σημείο αναφοράς υπήρξε και η σπουδαία ομάδα του Χάουαρντ Γουίλκινσον, ο οποίος επανέφερε τον σύλλογο στα «σαλόνια» του αγγλικού πρωταθλήματος το 1990 και δύο χρόνια αργότερα τον οδήγησε στην κατάκτηση της Πρέμιερ Λιγκ, όπως και η αντίστοιχη ομάδα του Ντέιβιντ Ο’Λίρι, για να φτάσουμε τελικά και στο σήμερα, όπου η Λιντς του Μαρσέλο Μπιέλσα κατέκτησε το πρωτάθλημα στην Τσάμπιονσιπ και επέστρεψε στο κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου, με την ελπίδα να βιώσει ακόμα περισσότερες και μεγαλύτερες επιτυχίες τα επόμενα χρόνια. Καθώς η Λιντς ετοιμάζεται για τη νέα σεζόν στην Πρέμιερ Λιγκ, το «ΦΩΣ» ξεφυλλίζει τις σελίδες της ποδοσφαιρικής ιστορίας της ομάδας από το Δυτικό Γιόρκσαϊρ και σας παρουσιάζει την πορεία των «παγονιών» τα τελευταία 16 χρόνια…

Η «εποχή Ο’Λίρι» και η αρχή του κακού

Η τελευταία μεγάλη ομάδα της Λιντς που θα θυμούνται οι περισσότεροι ήταν αυτή στα τέλη της δεκαετίας του ’90 με αρχές του 2000. Μία ομάδα που διέθετε σπουδαίους και ποιοτικούς ποδοσφαιριστές, όπως ήταν μεταξύ άλλων οι Μαρκ Βίντουκα, Άλαν Σμιθ, Χάρι Κίουελ, Ίαν Χαρτ, Τζόναθαν Γούντγκεϊτ και φυσικά ο Ρίο Φέρντιναντ, τον οποίο ο σύλλογος απέκτησε το 2000 έναντι 18 εκατομμυρίων λιρών, καταρρίπτοντας το ρεκόρ μεταγραφής για αμυντικό στον κόσμο. Με τον Ντέιβιντ Ο’Λίρι στην τεχνική ηγεσία από το 1998 έως το 2002 ο σύλλογος του Δυτικού Γιόρκσαϊρ εντυπωσίαζε με τις εμφανίσεις και τις πορείες του τόσο στις εγχώριες διοργανώσεις όσο και στην Ευρώπη, ενώ χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 2000 έφτασε μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ, όταν αποκλείστηκε στους «4» από τη Γαλατασαράι, αλλά και το ότι έναν χρόνο αργότερα λίγο έλειψε να παίξει και στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Και τότε όμως αποκλείστηκε στα ημιτελικά από τη Βαλένθια.

Κακές επιλογές και υποβιβασμός

Το κακό βέβαια για τη Λιντς εκείνης της περιόδου ήταν οι λανθασμένες επιλογές από πλευράς της διοίκησης υπό τον πρόεδρο Πίτερ Ρίντσντεϊλ, καθώς ο σύλλογος δανείστηκε τεράστια ποσά και προέβη σε πολυδάπανες μεταγραφές, με την ελπίδα η ομάδα να φτάσει σε ακόμα μεγαλύτερες επιτυχίες. Στην πράξη, η Λιντς απέτυχε δύο σερί χρονιές να προκριθεί στο Τσάμπιονς Λιγκ και σε συνδυασμό και με τα μειωμένα έσοδα, η οικονομική κρίση χτύπησε για τα καλά τα «παγόνια» και ξεκίνησε η ελεύθερη πτώση τους… Η πώληση του Φέρντιναντ στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ τον Ιούλιο του 2002, έναντι 30 εκατομμυρίων λιρών, με την οποία καταρρίφθηκε για ακόμα μία φορά το ρεκόρ μεταγραφής για αμυντικό στον κόσμο, όχι μόνο δεν επέτρεψε στον σύλλογο να σταθεί στα πόδια του, αλλά προκάλεσε και αλυσιδωτές αντιδράσεις. Η οργή του Ο’Λίρι για την πώληση του Άγγλου στόπερ και η κόντρα του με τον πρόεδρο Ρίτσντεϊλ οδήγησε στην απόλυση του πρώτου, ενώ ούτε και ο διάδοχός του στην τεχνική ηγεσία, Τέρι Βέναμπλς, έμελλε να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Με το χρέος να έχει εκτοξευθεί στα 103 εκατομμύρια λίρες, τον Μάρτιο του 2003 ο Ρίτσντεϊλ αποχώρησε από τον προεδρικό θώκο και ο σύλλογος άρχισε να πουλά το ένα μετά το άλλο τα μεγάλα του «αστέρια», ώσπου το 2004 η Λιντς τερμάτισε στην προτελευταία θέση της Πρέμιερ Λιγκ και υποβιβάστηκε.

Οικονομική κατάρρευση και ελεύθερη πτώση

Με τη Λιντς να βρίσκεται πλέον στην Τσάμπιονσιπ οι υπόλοιποι παίκτες που είχαν παραμείνει στην ομάδα είτε παραχωρήθηκαν είτε αποδεσμεύθηκαν ως ελεύθεροι προκειμένου να μειωθεί το κόστος. Η διοίκηση των «παγονιών» πούλησε ακόμα και τα δικαιώματα του γηπέδου, του «Έλαντ Ρόουντ», και το 2005 πρόεδρος στην ομάδα ανέλαβε ο Κεν Μπέιτς, ο οποίος νωρίτερα είχε πουλήσει το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών της Τσέλσι στον Ρόμαν Αμπράμοβιτς. Ιδιοκτήτρια ήταν μία εταιρεία που είχε έδρα την Ελβετία και παρότι υπό το νέο καθεστώς η Λιντς κατάφερε τη σεζόν 2005-06 να μπει στα μπαράζ ανόδου, τελικά έχασε στον τελικό με 3-0 από τη Γουότφορντ και παρέμεινε στην Τσάμπιονσιπ.

Με τα οικονομικά προβλήματα να μην έχουν τελειωμό, ο Ντένις Γουάις κάθισε στον πάγκο το 2006. Πήρε στην ομάδα πολλούς δανεικούς ποδοσφαιριστές με την ελπίδα να κερδίσει την άνοδο, αλλά εκ του αποτελέσματος τη σεζόν 2006-07 τα «παγόνια» βρέθηκαν να παλεύουν για τη σωτηρία τους. Με τον υποβιβασμό της ομάδας να έχει ουσιαστικά «σφραγιστεί» στις τελευταίες αγωνιστικές, η Λιντς μπήκε σε καθεστώς διαχείρισης λόγω των τεράστιων οικονομικών προβλημάτων της και της αφαιρέθηκαν 10 βαθμοί, με αποτέλεσμα να βρεθεί και μαθηματικά πλέον στην τρίτη τη τάξει κατηγορία της Αγγλίας, τη Λιγκ 1, πρώτη φορά στην ιστορία της.

Η προσπάθεια «ανοικοδόμησης»

Οι οπαδοί της Λιντς ζούσαν τον απόλυτο εφιάλτη, βλέποντας την ομάδα τους -από εκεί που εντυπωσίαζε με τις πορείες της σε Αγγλία και Ευρώπη- να βρίσκεται μέσα σε μόλις λίγα χρόνια στην τρίτη κατηγορία της χώρας. Η εταιρεία «Forward Sports», με έδρα στα νησιά Κέιμαν, αγόρασε τις μετοχές του συλλόγου, αλλά τα «παγόνια» ξεκίνησαν το πρωτάθλημα με -15 βαθμούς, μιας και δεν κατάφεραν να έρθουν σε συμφωνία με όσους χρωστούσε. Ακόμα κι έτσι πάντως, η Λιντς έφτασε μέχρι τα μπαράζ ανόδου, αλλά ηττήθηκε από την Ντονκάστερ και παρέμεινε στη Λιγκ 1. Το ίδιο έγινε και τη σεζόν 2008-09, αλλά έναν χρόνο αργότερα (2009-10) ο σύλλογος έκανε τελικά το όνειρό του πραγματικότητα, καθώς τερμάτισε στη δεύτερη θέση του βαθμολογικού πίνακα και πήρε το «εισιτήριο» για την επιστροφή του στην Τσάμπιονσιπ.

Η επιστροφή στην Τσάμπιονσιπ και οι αλλαγές στο ιδιοκτησιακό

Στην πρώτη σεζόν της μετά την επιστροφή της στην Τσάμπιονσιπ η Λιντς δεν ευτύχησε να κερδίσει μία θέση για μπαράζ ανόδου, ενώ την ίδια στιγμή οι αλλαγές στην ιδιοκτησία της συνεχίστηκαν με αμείωτους ρυθμούς. Τον Μάιο του 2011 ο Κεν Μπέιτς αγόρασε το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών του συλλόγου και έναν χρόνο αργότερα το παραχώρησε σε μία εταιρεία με έδρα το Ντουμπάι, που την είχαν επιχειρηματίες από το Μπαχρέιν, ενώ τον Ιανουάριο του 2014 ήρθε και η σειρά του Μάσιμο Τσελίτο να αποκτήσει τα ηνία των «παγονιών», ο οποίος ήταν παράλληλα και ιδιοκτήτης της Κάλιαρι στην Ιταλία. Κι αν νομίζετε ότι κάπου εδώ ολοκληρώθηκε και η υπόθεση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς, τότε αυταπατάστε… Πριν καν προλάβει να κλείσει έναν χρόνο ο Τσελίνο στη Λιντς, στα γραφεία της αγγλικής λίγκας έφτασαν έγγραφα από ιταλικό δικαστήριο, στο οποίο ο εν λόγω παράγοντας είχε βρεθεί ένοχος για φοροδιαφυγή. Η αγγλική λίγκα του απαγόρευσε να διοικεί την ομάδα μέχρι τον Απρίλιο του 2015 και έκτοτε ο Τσελίνο ξεκίνησε την αναζήτηση ενός νέου επενδυτή για να παραχωρήσει τη Λιντς. Ο διάδοχός του ήταν τελικά ο Αντρέα Ραντριτσάνι, ο οποίος αγόρασε την ομάδα και παραμένει μέχρι σήμερα στη θέση του. Απέκτησε πρώτα το 50% και μετά το άλλο μισό τον Μάιο του ιδίου έτους, μέσω της «Aser Group», εταιρείας του στη Σιγκαπούρη. Όλα αυτά τα χρόνια, με τη Λιντς να αλλάζει τους ιδιοκτήτες σαν τα… πουκάμισα, η ομάδα προσπαθούσε να παραμείνει ανεπηρέαστη από τις εξελίξεις και να συνεχίσει τη μάχη της για την πολυπόθητη επιστροφή της στα μεγάλα «σαλόνια» της Πρέμιερ Λιγκ. Στην πράξη όμως έβλεπε τη μία προσπάθεια μετά την άλλη να πέφτει στο κενό.

Η πρόσληψη Μπιέλσα και η μεγάλη άνοδος

Τον Ιούνιο του 2018 η Λιντς έστρεψε τελικά το βλέμμα της στον Μαρσέλο Μπιέλσα, ο οποίος νωρίτερα είχε αποχωρήσει από την τεχνική ηγεσία της Λιλ, και κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να τον πείσει να αναλάβει την τεχνική ηγεσία. Πολλοί εκτιμούσαν πως ο Αργεντινός θα δυσκολευόταν να προσαρμοστεί σε ένα πολύ δύσκολο πρωτάθλημα με πάρα πολλές ιδιαιτερότητες, όπως είναι το αγγλικό. Παρ’ όλα αυτά, όμως, έπειτα από δύο εβδομάδες διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές, ο Μπιέλσα είπε το «ναι» στη διοίκηση των «παγονιών» και έγινε ο πιο ακριβοπληρωμένος τεχνικός στην ιστορία του συλλόγου. Ο Μπιέλσα προσπάθησε εξ αρχής να περάσει τη δική του ποδοσφαιρική φιλοσοφία στην ομάδα και η αλήθεια είναι ότι δεν άργησε και πολύ να το πετύχει. Στην πρώτη του σεζόν ο σύλλογος βρέθηκε τα Χριστούγεννα του 2018 στην κορυφή του βαθμολογικού πίνακα της Τσάμπιονσιπ, αλλά στο φινάλε όχι μόνο δεν κατάφερε να κερδίσει μία από τις δύο πρώτες θέσεις της βαθμολογίας που δίνουν τα απ’ ευθείας «εισιτήρια» για την άνοδο στην Πρέμιερ Λιγκ, αλλά έχασε και στα μπαράζ ανόδου, με την ήττα στα ημιτελικά των πλέι οφ από την Ντέρμπι του Φρανκ Λάμπαρντ. Κόντρα στις φήμες που ήθελαν τον Αργεντινό να αποχωρεί από τη θέση του, η διοίκηση των «παγονιών» επέλεξε να τον στηρίξει και, όπως έδειξε η ιστορία, δικαιώθηκε γι’ αυτή την απόφαση. Προχώρησε σε μεταγραφές για να ενισχύσει ακόμα περισσότερο το έμψυχο δυναμικό και την εφετινή αγωνιστική περίοδο η Λιντς του Μπιέλσα όχι μόνο εντυπωσίασε με τις εμφανίσεις της στους αγώνες της, αλλά κατέκτησε τελικά και τον τίτλο της πρωταθλήτριας, που την επανέφερε στα μεγάλα «σαλόνια» της Πρέμιερ Λιγκ έπειτα από 16 χρόνια απουσίας.