Μάκης Παπαζήσης: «Όταν το χειρόγραφο έχει φωνή» Η γκάφα με τον Μορέιρα και ο Θόδωρος Νικολαΐδης

Μπορεί να έχει φωνή ένα χειρόγραφο; Την απάντηση δίνει ο παλαίμαχος δημοσιογράφος Μάκης Παπαζήσης, επί χρόνια ρεπόρτερ και αρθρογράφος στο «ΦΩΣ».

Μάκης Παπαζήσης: «Όταν το χειρόγραφο έχει φωνή»  Η γκάφα με τον Μορέιρα και ο Θόδωρος Νικολαΐδης

Μπορεί να έχει φωνή ένα χειρόγραφο; Την απάντηση δίνει ο παλαίμαχος δημοσιογράφος Μάκης Παπαζήσης, επί χρόνια ρεπόρτερ και αρθρογράφος στο «ΦΩΣ», μέσα από το ομότιτλο βιβλίο του «Όταν το χειρόγραφο έχει φωνή» (Εκδόσεις Παρουσία), το οποίο, πέρα από τα συγγενικά του πρόσωπα (γονείς, σύντροφο, θυγατέρα), το αφιερώνει, όπως γράφει στις πρώτες σελίδες του: στον αθλητικό συντάκτη που είναι υποχρεωμένος πλέον να παλεύει με τα θηρία και στον αγνό φίλαθλο που δεν μπορεί πια να πάει με το παιδί του στο γήπεδο.

Διόλου τυχαία η αφιέρωση για έναν άνθρωπο που έζησε και λειτούργησε σε μια άλλη, ρομαντική όπως ο ίδιος τη χαρακτηρίζει στη συνέντευξή του, εποχή, που τη διέκριναν ηθικές αρχές και την υπηρετούσαν γίγαντες της δημοσιογραφίας, ανάμεσά τους και ο εκδότης τούτης της εφημερίδας, ο αείμνηστος Θόδωρος Νικολαΐδης.

Ο 82χρονος σήμερα Μάκης Παπαζήσης ομολογεί ότι συνειδητοποίησε το τέλος (της διαδρομής του) τον Φεβρουάριο του 2018 στην τελετή που διοργάνωσε το Μορφωτικό ‘Ιδρυμα της ΕΣΗΕΑ για να τιμήσει τους βετεράνους αθλητικούς συντάκτες…

«Λένε, και όλοι το γνωρίζουμε βέβαια, ότι τα πολύ μακρινά ταξίδια είναι και πολύ κουραστικά. Το δικό μου δημοσιογραφικό ταξίδι διήρκεσε 52 ολόκληρα χρόνια…». Με αυτά τα λόγια ξεκινά η «φωνή στο χειρόγραφό του». Για το βιβλίο του μίλησε στο «ΦΩΣ».

Πώς πήρατε την απόφαση να γράψετε βιβλίο στα 82 σας χρόνια;

«Τη δημοσιογραφία και ειδικά την αθλητική εγώ την ερωτεύτηκα. Όταν έπιασα την πένα να γράψω αυτό το βιβλίο, ένιωσα όπως όταν πρωτοπήγα στο «ΦΩΣ» κι έγραψα το πρώτο χειρόγραφο. Με τον ίδιο ενθουσιασμό το έκανα. Όταν παίρνω χαρτί και μολύβι, δεν νιώθω καμιά κούραση. Ξαναγίνομαι έφηβος… Εγώ είμαι παραδοσιακός, δεν τα μπορώ τα κομπιούτερ. Έγραψα σε χαρτί. Ύστερα πήραν το χειρόγραφο και το έκαναν βιβλίο»…

Πόσα χρόνια υπηρετήσατε τη δημοσιογραφία;

Ξεκίνησα το 1956 … Ήμουν ακόμη μαθητής, στην 7η Γυμνασίου, όταν πρωτοπήγα στο «ΦΩΣ». Σταμάτησα το 2000. Υπολόγισε τώρα πόσα χρόνια… (σ.σ.: 44).

Τι στάθηκε για εσάς η εφημερίδα «ΦΩΣ»;

«Ήταν το σπίτι μου. Το δημοσιογραφικό σπίτι μου. Εκεί γεννήθηκα ως δημοσιογράφος, εκεί μεγάλωσα… Στα γραφεία της οδού Πειραιώς. Το «ΦΩΣ» ήταν η οικογένειά μου. Χρόνια πολλά στο ίδιο δωμάτιο με τον Φαίδωνα Κωνσταντουδάκη και τον μακαρίτη τον Βελισσαράτο»…

Ποια είναι η πιο έντονη ανάμνηση που έχετε από το πέρασμά σας από την εφημερίδα;

«Έζησα τόσα πολλά, τι να πρωτοθυμηθώ… Στο μυαλό μου όμως έρχεται και ξανάρχεται η στιγμή που έκανα το πρώτο βήμα. Που πήγα μόνος μου και χτύπησα την πόρτα. Στο γραφείο ήταν ο Θόδωρος Νικολαΐδης με τη γυναίκα του, την Ειρήνη. «Γεια σας, θέλω να γίνω δημοσιογράφος» είπα ψαρωμένος.

Μαθητής ακόμη ήμουν. «Να σε δοκιμάσουμε» είπανε. Και με στείλανε Κυριακή πρωί στη Λεωφόρο να γράψω το παιχνίδι Γκυζιακός - Δάφνη. Είχα έναν καλό φιλόλογο στο σχολείο που με είχε κάνει ξεφτέρι στο συντακτικό. Έγραψα το κείμενο διαφορετικά απ’ ό,τι γράφανε τότε τα ματς. Ο Νικολαΐδης κοίταξε την Ειρήνη και της είπε: «Πολύ καλό». Αυτή η εικόνα δεν φεύγει μέσα από το μυαλό μου.

Ένα δεύτερο σκηνικό που θυμάμαι συχνά ήταν όταν η εφημερίδα με έστειλε απεσταλμένο στην Τούμπα για τον αγώνα ΠΑΟΚ - Παναθηναϊκός. Τότε πήγαινα Γυμνάσιο. Κάναμε μάθημα τρεις μέρες πρωί, τρεις μέρες απόγευμα. Οι αποστολές εκείνη την εποχή γινόντουσαν με το τρένο… Έφυγα Παρασκευή και το πρωί της Δευτέρας ήμουν πίσω στο σχολείο. Είχαμε έναν καθηγητή φυσικό, ο οποίος κυνήγαγε τις απουσίες. Όποιον έπιανε αδιάβαστο, του έβαζε μονάδα… Τον είχα μάθημα την Παρασκευή τις τελευταίες ώρες, που δεν πήγα γιατί έφυγα για να προλάβω το τρένο. Και τη Δευτέρα ψάρεψε τους απόντες.

Ο πρώτος που φώναξε ήμουν εγώ… Άρχισε τις ειρωνείες ότι και οι απόντες πρέπει να διαβάζουν τα μαθήματα. Δεν κάθισα να του εξηγήσω. Δεν θα καταλάβαινε και να του έλεγα, γιατί δεν είχε και πολλές σχέσεις με τα αθλητικά… Ανέλαβαν όμως οι συμμαθητές μου να του εξηγήσουν… Και πρώτος ο Σπύρος Τσίρος, μετέπειτα αρθρογράφος στην «Καθημερινή»… «Κύριε καθηγητά, ήταν στη Θεσσαλονίκη» του λένε. Τότε έγινε πιο ειρωνικός. «Τι έκανε ένας 17χρονος στη Θεσσαλονίκη;». Λένε, «είχε πάει δημοσιογραφική αποστολή». Έβαλε τα γέλια αυτός. «Δηλαδή έχουμε δημοσιογράφο στην τάξη;».

Τότε ο Σπύρος έβγαλε κάτω από το θρανίο το «ΦΩΣ» που έγραφε «ο απεσταλμένος μας Μάκης Παπαζήσης μεταδίδει από τη Θεσσαλονίκη». Αυτός πάλι δεν πίστεψε. Νόμιζε ότι πρόκειται για συνωνυμία…. Κάπου μισή ώρα κράτησε αυτή η ιστορία. Στο τέλος, θέλοντας και μη, το πίστεψε»…

Πώς θα περιγράφατε τον Θόδωρο Νικολαΐδη;

«Ως έναν μεγάλο δάσκαλο… Ήταν ένα από τα πρότυπά μου. Τα άλλα ήταν ο Νίκος Γκούμας και ο Δημήτρης Παπαπαναγιώτου. Και οι τρεις είχαν φοβερή πένα, τους διάβαζα δυο και τρεις φορές, γιατί μου άρεσε το γράψιμό τους. Ο Νικολαΐδης ήταν και δαιμόνιος ρεπόρτερ. Αλεπού σκέτη. Μάλιστα, όταν ήθελε να συμβουλέψει κάποιον από μας του νέους, έλεγε «προϋπήρξα υμών ρεπόρτερ». Είχε και μεγάλο χάρισμα ως διευθυντής. Καθοδηγούσε με μαεστρία τους δημοσιογράφους του, τους άνοιγε νέους ορίζοντες. Εφημεριδάνθρωπος.

Δεν είναι τυχαίο ότι κράτησε το «ΦΩΣ» πρώτη εφημερίδα για δεκαετίες. Η δημοσιογραφία ήταν μέσα στο πετσί του. Και ύστερα ήταν και το άλλο. Έφερνε τον εαυτό του στη θέση του ρεπόρτερ. Καταλάβαινε τις αντιδράσεις μας. Και συχνά τις δικαιολογούσε. Σήμερα δεν υπάρχουν τέτοιοι»…

Ποια ήταν η μεγαλύτερη γκάφα που κάνατε στην καριέρα σας;

«Ο Νικολαΐδης έλεγε πως «δημοσιογράφος χωρίς γκάφα δεν γίνεται. Όπως κάνεις επιτυχίες, θα κάνεις και γκάφες». Κι εγώ το ένιωσα για τα καλά… Τότε ο Παναθηναϊκός είχε προπονητή τον Μορέιρα, που είχε δουλέψει με Πελέ, Γκαρίντσα, είχε πάρει δυο Παγκόσμια Κύπελλα. Δεν ήταν τυχαίος… Αλλά η περίοδος ήταν άσχημη για τον Παναθηναϊκό. Μετά τη νίκη στη Νέα Σμύρνη επί του Πανιωνίου, τη Δευτέρα πήγαμε στη Λεωφόρο για να κάνουμε το ρεπορτάζ… Το ρεπορτάζ τότε γινόταν επί τόπου… Στο γήπεδο τον περιμένανε κάτι χουλιγκάνοι σημερινοί να τους πω, και τον άρχισαν στον πετροπόλεμο. Ο άνθρωπος είχε κινητικά προβλήματα… Παρ’ όλα αυτά έτρεξε να σωθεί. Ήμασταν δυο ρεπόρτερ. Εγώ κι ένας από την «Αθλητική Ηχώ».

Ο συνάδελφος πρότεινε να μη γράψουμε για το επεισόδιο γιατί αφενός το ελληνικό ποδόσφαιρο θα διασυρθεί διεθνώς, αφετέρου θα γινόταν ζημιά στον Παναθηναϊκό… Είχα στην αρχή τις αντιρρήσεις μου, σκέφτηκα όμως ύστερα «εφημερίδα του Παναθηναϊκού ήταν η [Ηχώ], είχε κάθε λόγο να το θάψει». Έτσι δεν έγραψα τίποτα…

Την άλλη μέρα το πρωί 7 η ώρα ~ο Νικολαΐδης πήγαινε από τις 7 στην εφημερίδα~ χτυπά το τηλέφωνο. Μου λέει η γυναίκα μου, «ο Νικολαΐδης». Παραξενεύτηκα. Τέτοια ώρα δεν έπαιρνε ποτέ. Μου λέει να πάω στην εφημερίδα. Κατεβαίνω στην Ομόνοια κι εκεί ακούω τους εφημεριδοπώλες που φωνάζανε. «Λιθοβολισμός του Μορέιρα». Βλέπω και την άλλη εφημερίδα, που είχε κάτι ξύλινα γράμματα να ~ και καταλαβαίνω την γκάφα μου. Μπήκα μουδιασμένος στο γραφείο του. Λέω μέσα μου «τελείωσα, τώρα να βρω τι δουλειά θα κάνω»…

Ο Νικολαΐδης όμως, αντί να μου βάλει χέρι, με χτύπησε στην πλάτη και μου λέει: «Άλλη φορά, όταν θα βλέπεις κάτι, θα το γράφεις». Ως ρεπόρτερ κατάλαβε ότι δεν μπορούσα να μην ξέρω και ότι κάτι άλλο θα είχε συμβεί. Μπορεί να είχε μάθει κιόλας τι έγινε. Αλλά ο Νικολαΐδης είχε μέσα του και τον ανθρωπισμό. Δεν κοίταζε μόνο την κυκλοφορία. Τον ένοιαζε και ο άνθρωπος. Πολλές φορές έλεγε και για άλλα θέματα «γράφτε ό,τι θέλετε, εγώ δεν το βάζω». Έβαζε πάνω απ’ όλα την ανθρώπινη πλευρά».

Kαι ποια ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία σας στο ρεπορτάζ;

«Η μεταγραφή του Ζάετς στον Παναθηναϊκό. Είχε πάει ο Δομάζος να δει τον Πέτροβιτς, έναν ξανθομάλλη εξτρέμ του Ερυθρού Αστέρα, γιατί γι’ αυτόν ενδιαφερόταν ο Παναθηναϊκός. Κι εγώ είχα την πληροφορία ότι πήγε για τον Πέτροβιτς, αλλά όταν γύρισε ο Δομάζος εισηγήθηκε στον Βαρδινογιάννη να πάρει τον Ζάετς. «Αυτός είναι ο παικταράς» του είπε… Κάποια στιγμή ήρθε ο Ζάετς, δώδεκα η ώρα το βράδυ, με το αεροπλάνο…

Τα φύλλα τότε κλείνανε εκείνη την ώρα. Όλες οι εφημερίδες είχανε ότι ήρθε ο Πέτροβιτς, μάλιστα μια εφημερίδα είχε και τη φωτογραφία που κατέβαινε από το αεροπλάνο. Είχε στείλει φωτογράφο στο αεροδρόμιο… Ήταν ο Ζάετς αλλά έλεγε Πέτροβιτς. Και μόνο το «ΦΩΣ» έγραφε ότι ήρθε ο Ζάετς»…

Έχετε κάνει πολλά ταξίδια. Ποιο θα σας μείνει αξέχαστο;

«Από ταξίδια άλλο τίποτα. Ούτε που τα έχω μετρήσει. Πρέπει να είναι πάνω από εκατό… Πιο πολύ θυμάμαι το ταξίδι στο Μοντεβίδεο με τον Παναθηναϊκό. Είχε πάρει τότε τη θέση του Άγιαξ, ως φιναλίστ στο Κύπελλο Πρωταθλητριών. Ήταν Δεκέμβριος τότε, λίγο μετά τα Χριστούγεννα, αλλά εκεί κάτω είχανε καλοκαίρι. Η θερμοκρασία έφτανε τους 40 βαθμούς. Όταν γύρισα, πήγε να πλύνει η γυναίκα μου τα ρούχα και είδε ότι ήταν όλα καλοκαιρινά…

Η ατμόσφαιρα που έζησα εκεί ήταν κάτι πρωτόγνωρο. Όταν βγήκε η Νασιονάλ έγινε χαμός. Στο γήπεδο, κάπου 60.000 κόσμος. Ρίξανε πυροτεχνήματα, όπως κάνουμε εμείς στην Ανάσταση, αλλά όχι από μια εκκλησία.

Ήταν σαν να ρίχνανε από 40 εκκλησίες. Λαμπάδιασε ο ουρανός. Δεν το είχα ξαναδεί στην Ευρώπη σε κανένα ταξίδι. Ήταν ένας άλλος θεός εκεί, ο ποδοσφαιρικός»…

Ζήσατε μεγάλους παίκτες στην εποχή σας. Θα μπορούσατε να φτιάξετε την καλύτερη ενδεκάδα όλων αυτών των χρόνων;

«Είναι δύσκολο… Μέσα σε μια στιγμή να ζωντανέψεις… Έζησα παικταράδες και παικταράδες… Αλλά θα κάνω μια προσπάθεια και να με συγχωρέσουν όσοι θα μείνουν απέξω. Ήταν τόσοι πολλοί… Λοιπόν… Τερματοφύλακας ο Νίκος Πετζαρόπουλος που δεν τον πρόλαβα ως δημοσιογράφος, αλλά τον έβλεπα ως πιτσιρικάς. Ήταν ο καλύτερος… Αριστερός μπακ αναμφισβήτητα ο Ανδρέας Μουράτης, δεξιός ο Ηλίας Ρωσσίδης. Σέντερ μπακ ο Κώστας Λινοξυλάκης…

Τότε παίζανε με έναν σέντερ μπακ, αλλά άντε να παίξουμε με τέσσερις στην άμυνα. Μετά τον Λινοξυλάκη, για μένα ο καλύτερος σέντερ μπακ ήταν ο Τάκης Παπουλίδης… Για τη μέση: Μίμης Δομάζος, Ανδρέας Παπαεμμανουήλ και Γιώργος Κούδας… Και μπροστά, Νίκος Σιδέρης σέντερ φορ με πλαϊνούς τους Βαγγέλη Πανάκη και Μίμη Παπαϊωάννου»…

Πώς κρίνετε τη δημοσιογραφία στη σημερινή εποχή;

«Έχει αλλάξει πολύ… Δεν είναι μόνον η τεχνολογία που έχει μπει… Είναι και οι άνθρωποι… Θεωρώ ότι δεν υπάρχει ο ρομαντισμός που είχαμε στην εποχή μου. Συμφέροντα είναι μέσα… Ρεπόρτερ δεν υπάρχουν… Με απογοήτευση το λέω, αν σήμερα ήταν να ξεκινήσω, θα προτιμούσα να κάνω κάτι άλλο… Εφημερίδα διαβάζω, τηλεόραση βλέπω και στο γήπεδο πάω, πολύ σπάνια όμως»…