«Μελέτη περίπτωσης» ή «Καιρός»; Το πρόσωπο της γλώσσας
Μια συγκριτική προσέγγιση δύο βιβλίων που διαβάζονται αυτή την εποχή στη χώρα μας
Η «Μελέτη Περίπτωσης» του Γκρέιαμ Μακρέι Μπερνέτ από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Χίλντας Παπαδημητρίου και ο «Καιρός» της Τζέννυ Έρπενμπεκ από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη είναι μυθιστορήματα βγαλμένα από δύο γλώσσες που συναγωνίζονται σε πρωτοποριακά έργα εδώ και εκατό χρόνια.
Από τη μια στέκει η μεγάλη αγγλόφωνη πεζογραφική σχολή που διαμόρφωσε η αφηγηματική διαλεκτική του Τσόσερ, ο ρεαλισμός του Ντεφόε, ο πρώιμος μοντερνισμός του Στερνς αλλά και η φλεγματική ισορροπία της Τζορτζ Έλιοτ και του Τόμας Χάρντι στον 19ο αιώνα. Μέσα από τις καινοτομίες του Χένρι Τζέιμς η μεγάλη αυτή σχολή μας έδωσε ένα πυκνό αν και βραχύβιο μοντερνισμό με προμετωπίδα τα έργα του Τζόις, της Γουλφ και του Ντ.Χ. Λόρενς.
Ολυμπιακός: Κινήσεις επίθεσης από την αρχή χωρίς τέλος
Από την άλλη η γερμανική πρόζα στη σκιά του Νοβάλις, με το κύρος του Γκαίτε, τον οίστρο του Νίτσε και το μπινγκ μπανγκ στις αρχές του 20ου αιώνα αναπτύχθηκε με διαμετρικά αντίθετη άποψη για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Οι καινοτομίες του Μούζιλ, του Κάφκα, του Τόμας Μαν, του Μπροχ και του Γιόζεφ Ροτ εντυπωσιάζουν ιδίως αν σκεφτούμε την παταγώδη απουσία της γερμανικής γλώσσας από το μυθιστόρημα του 19ου αιώνα.
Ο Μπερνέτ και η Έρπενμπρκ γνήσια τέκνα της γλώσσας στην οποία γράφουν και αφηγούνται δεν ήρθαν ασφαλώς να κλείσουν το χάσμα που χωρίζει τις δύο εθνικές σχολές. Ήρθαν μάλλον να τονίσουν ακόμα περισσότερο τις διαφορές που υπήρχαν ανέκαθεν.
Το μυθιστόρημα του Μπερνέτ γραμμένο με μεγαλύτερη πειθαρχία, με αψεγάδιαστο ρυθμό και συνοχή που θυμίζει τα καλύτερα βρετανικά μυθιστορήματα του είδους δεν έχει καμία σχέση με την επιτηδευμένα νωθρή, ουδέτερη, αλλά και ελεύθερη, πολυμορφική γραφή της Έρπενμπεκ. Με τον τρόπο του ο καθένας τιμά και στηρίζει την παράδοση της γλώσσας του, όπως αυτή δημιουργήθηκε τόσο από τις λογοτεχνικές όσο και από τις ιστορικές παραμέτρους. Κι ενώ ο Μπερνέτ καταγράφει, ή μάλλον καταγγέλλει, με υπαινικτική ειρωνεία την ακαδημαϊκή βιομηχανία με φόντο τον συντηρητισμό της βρετανικής κοινωνίας, η Έρπενμπεκ αξιοποιεί το ειδικό βάρος μιας ιστορικής συνθήκης όπως η πτώση του Τείχους του Βερολίνου με ό,τι αυτό συνεπάγεται και καταφεύγει σε πλήθος ερανισμούς σε μια επίδειξη αφηγηματικής πανσπερμίας.
Το ευτύχημα είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις οι μεταφραστές ακολούθησαν πιστά τον ρυθμό και τις ιδιαιτερότητες της γραφής αποτυπώνοντας με διακριτό τρόπο το γλωσσικό τοπίο μέσα στο οποίο έδρασαν οι δύο συγγραφείς. Η αίσθηση που μένει τελικά είναι πως τα δύο μυθιστορήματα δεν συναντώνται πουθενά, η λογοτεχνία παρμάνει ασυμφιλίωτη και ο πόλεμος των γλωσσών συνεχίζεται χωρίς τελικό νικητή.
Στην ουσία είναι αδύνατο να συγκρίνουμε τα δύο μυθιστορήματα. Έχουμε μόνο τη δυνατότητα να συμβάλουμε στην αλληλοπροσέγγισή τους κι έτσι να εξάγουμε χρήσιμα συμπεράσματα για δύο εθνικές σχολές που υπηρετούν το καλό της λογοτεχνίας από εντελώς διαφορετική σκοπιά.