«Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά»

Η Όλγα Νικολαΐδου γράφει για τον Γιώργο Σεφέρη

«Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά»

Ο Γιώργος Σεφέρης -Σεφεριάδης ήταν το πραγματικό του επίθετο – γεννιέται στις 29/2 του 1900 στα Βουρλά της Σμύρνης. Και είναι χαρακτηριστικό ότι ο ίδιος συνήθιζε να αστειεύεται με την ημερομηνία γέννησής του που όπως έλεγε τον ανάγκαζε να μετράει τον χρόνο αλλιώς: Αν έχεις γενέθλια κάθε τέσσερα χρόνια, αυτό σημαίνει ότι όταν οι άλλοι έχουν φορτωθεί στην πλάτη τους 4 έτη, εσύ έχεις φορτωθεί μόλις ένα! Το βέβαιο είναι ότι παρόλο που ο στίχος «Λυπούμαι που άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι ανάμεσα από τα δάχτυλα μου, χωρίς να πιω μια στάλα», είναι δικός του, εκείνος δεν άφησε τον χρόνο να του διαφύγει. «Σκαρφαλώνοντας λέξεις, όπως μιαν ανεμόσκαλα», έκανε τον χρόνο συλλογική μνήμη, αυτήν που «όπου και να την αγγίξεις πονάει».

Με σπουδές λογοτεχνίας, πτυχίο Νομικής και ξένες γλώσσες, ο Σεφέρης, δεν δυσκολεύτηκε να διοριστεί στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών ως ακόλουθος πρεσβείας. Ως ακόλουθος και ως πρέσβης αργότερα, πήγε σε πολλές χώρες.

Η φήμη του ωστόσο ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο το 1963, όταν η Σουηδική Ακαδημία του απένειμε για την ποίησή του το βραβείο Νόμπελ. Στίχοι του όπως

«Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα από λιμάνι σε λιμάνι»,
«Τίποτε στην Τροία- ένα είδωλο… κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια… για ένα αδειανό πουκάμισο για μια Ελένη»,
«τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια, είμαστε εμείς»,
ή «όμως τη σκέψη του πρόσφυγα, τη σκέψη του αιχμαλώτου, τη σκέψη του ανθρώπου που κατάντησε κι αυτός πραμάτεια δοκίμασε να την αλλάξεις δεν μπορείς»
δίνουν το στίγμα της ιστορίας της νεώτερης Ελλάδας, κάτω από ένα πρίσμα για άλλους απαισιόδοξο, για άλλους μελαγχολικό, για άλλους υπαινικτικό, για άλλους συμβολικό, για όλους πάντως, βαθιά ποιητικό. Όσο για την ομιλία του κατά την απονομή, αρκεί ένα απόσπασμά της για να συνειδητοποιήσουμε για μια ακόμη φορά, γιατί οι μεγάλοι ποιητές παραμένουν τραγικά διαχρονικοί:

«Σε αυτόν τον κόσμο που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται.»

Στις 29 Μαρτίου του 1969, ο Σεφέρης προβαίνει σε μια δημόσια τοποθέτηση για το καθεστώς των Συνταγματαρχών κάνοντας λόγο για μία κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικὲς αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη στεκούμενα νερά. Ολοκληρώνει την δήλωσή του με τις παρακάτω φράσεις : Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ τον Θεὸ να μη με φέρει άλλη φορὰ σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.»
Ωστόσο «ξαναμίλησε» και μάλιστα λίγο αφότου σώπασε οριστικά, στις 20 Σεπτέμβρη του 1971, όταν και άφησε την τελευταία του πνοή. Δύο μέρες μετά, στις 22/9, όταν κηδεύεται ο Γιώργος Σεφέρης, η νεκρώσιμη ακολουθία μετατρέπεται σε διαδήλωση κατά της χούντας, αφού το τραγούδι «στο περιγιάλι ο κρυφό» σε στίχους του νομπελίστα ποιητή και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, αν και απαγορευμένο, τραγουδιέται από χιλιάδες κόσμου μπροστά στην Πύλη του Αδριανού. Ο τίτλος του συγκεκριμένου ποιήματος , καθόλου τυχαία, είναι «Η άρνηση». ‘Ένας τίτλος για να μας θυμίζει ότι σε κάθε εποχή, χρωστάμε μία άρνηση.

Και βέβαια ο Σεφέρης συνεχίζει να μιλάει:

«Να μιλήσω για ήρωες: Ο Μιχάλης που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία, ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας. "Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…" Οι ήρωες, προχωρούν στα σκοτεινά».