Συννεφιασμένη Κυριακή: Προϊόν της κατοχής ή ποδοσφαιρική έμπνευση;

Τι σχέση έχει η ποδοσφαιρική Λάρισα με το αριστούργημα του Βασίλη Τσιτσάνη - Η διαμάχη για τους στίχους

Συννεφιασμένη Κυριακή: Προϊόν της κατοχής ή ποδοσφαιρική έμπνευση;

Μια ιστορία, στους περισσότερους άγνωστη, κρύβεται πίσω από ένα αριστούργημα. Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» που τραγουδήθηκε πρώτη φορά το 1948 από τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και την Σωτηρία Μπέλλου κουβαλά τον δικό της μύθο. Σε μουσική Βασίλη Τσιτσάνη αλλά σε στίχους τίνος; Και είναι ένα τραγούδι γραμμένο για την κατοχή ή για το ποδόσφαιρο;

Απαντήσεις που δύσκολα μπορεί να δοθούν. Ο Τσιτσάνης είναι σίγουρα αυτός που έγραψε τη μουσική. Αυτό ουδείς το αμφισβητεί. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τους στίχους του τραγουδιού. Ο Λαρισαίος, Αλέκος Γκούβερης υποστήριξε ότι αυτός έγραψε τους στίχους και μάλιστα η έμπνευση ήρθε από μια ήττα της αγαπημένης του ομάδας, του Λαρισαϊκού, κάποια συννεφιασμένη Κυριακή, στο μαγαζί «Άσπρα Πουλιά». Μάλιστα, η αδερφή του είχε υποστηρίξει ότι αυτή καθαρόγραψε τους στίχους, με τον Τσιτσάνη να προσθέτει από τη μεριά του τη διόρθωση «Χριστέ και Παναγιά μου».

Η εκδοχή του Τσιτσάνη είναι άλλη. Το τραγούδι γράφτηκε στα χρόνια της κατοχής και έμπνευση αποτέλεσαν οι κακουχίες που ταλαιπωρούσαν τους Έλληνες. «Τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" την έγραψα με αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που γίνονταν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, τον φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το υλικό αυτό μου ενέπνευσε τους στίχους και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη συννεφιά της κατοχής, από την απελπισία που μας έδερνε όλους. Τότε που όλα τα σκίαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία, αλλά συγχρόνως και για την υπερηφάνεια του λαού μας, που δε σηκώνει χαλινάρι και σκλαβιά».

Ο Τσιτσάνης είχε πει ότι όλα έγιναν τα τα Χριστούγεννα του 1943: «Γύριζα από την ταβέρνα χαράματα και πάνω στο παγωμένο χιόνι ήταν ακόμη ζεστό το αίμα κάποιου σκοτωμένου παλικαριού έξω από το σπίτι μου. Η "Συννεφιασμένη Κυριακή" δεν είναι μόνο ένα περιστατικό της κατοχής, αλλά κλείνει μέσα της όλη την τραγική εκείνη περίοδο. Ό,τι είχα μέσα μου και ό,τι έκρυβα από τα θλιβερά γεγονότα που ζούσα, τα είπα με το τραγούδι μου αυτό. Το είχα έτοιμο από τότε, με αρχικό τίτλο "Ματωμένη Κυριακή"».

Η «Συννεφιασμένη Κυριακή», εξ αιτίας ενός λάθους του Πρόδρομου Τσαουσάκη στην πρώτη εκτέλεση με τη Σωτηρία Μπέλου το 1948 άλλαξε κατά μια λέξη. Ο Τσαουσάκης δεν διάβασε καλά τον στίχο και αντί να πει «πλακώνεις την καρδιά μου», είπε «ματώνεις». Το λάθος άρεσε στον Τσιτσάνη και έμεινε.

Πολλά χρόνια μετά την πρώτη γραμμοφώνηση και συγκεκριμένα το 1975, ο Λαρισινός Αλέκος Γκούβερης υποστηρίζει ότι δικαιούται μέρος από τα πνευματικά δικαιώματα της «Συννεφιασμένης Κυριακής». Στο βιβλίο «Ρεμπέτικη Ανθολογία» του Τάσου Σχορέλη, αναφέρεται: «Η πιο βαριά μομφή που είχε αποδοθεί στην Τσιτσάνη, είναι ότι οι στίχοι του πιο φημισμένου τραγουδιού του, "Συννεφιασμένη Κυριακή", δεν είναι δικοί του. Ο Τσιτσάνης βεβαιώνει ότι τις μαύρες ημέρες της κατοχής έγραψε τους στίχους και τη μελωδία, τότε που συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων παράδιναν τους πατριώτες. Η αλήθεια απέχει πολύ. Τους στίχους έγραψε το 1947 ο Αλέκος Γκούβερης κάποια Κυριακή που έχασε στη Λάρισα η ομάδα του. Ο Τσιτσάνης έκανε διόρθωση στον τρίτο στίχο του πρώτου τετράστιχου. Έλεγε "που είναι μελαγχολική" και την έκανε "που έχει πάντα συννεφιά". Η "εκκαθάριση" της ΑΕΠΙ και η ετικέτα μεταγενέστερου δίσκου της "Φίλιπς" αποδεικνύουν ποια είναι η αλήθεια, αφού στην πρώτη έκδοση δεν αναφέρεται ο στιχουργός».

Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο, ο Τσιτσάνης ζούσε αλλά δεν έκανε κάποιο σχόλιο ενώ αργότερα σε συνέντευξή του στον Πάνο Γεραμάνη, είχε πει ότι οι στίχοι διαμορφώθηκαν σε συνεργασία με τον φίλο του Αλέκο.

Το 2003 έγινε γνωστή μια δήλωση του Γκούβερη από το 1947. Μια δήλωση που είχε κάνει σαν σήμερα (17 Σεπτεμβρίου). Ο Γκούβερης παραδεχόταν: «συνέβαλα στην αποπεράτωση των στίχων με την προσθήκη ενός και μόνο κουπλέ». Από το 2001, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, με άρθρο του στα «Νέα» υποστήριζε ότι «η "Συννεφιασμένη Κυριακή", δεν είναι ατόφια δική του». Μάλιστα, τόνιζε ότι ο Γκούβερης του είχε δώσει μια συνέντευξη για το πώς εμπνεύστηκε τους στίχους…

Ακούστε εδώ την πρώτη εκτέλεση: