Πολ Γκογκέν: Από πλούσιος χρηματιστής φτωχός ζωγράφος
Αν θα έπρεπε από όλη την Ιστορία της ζωγραφικής να κρατήσουμε μια ντουζίνα ζωγράφους, σίγουρα ανάμεσά τους θα βρισκόταν και ο γάλλος μετεϊμπρεσιονιστής Πολ Γκογκέν,
Αν θα έπρεπε από όλη την Ιστορία της ζωγραφικής να κρατήσουμε μια ντουζίνα ζωγράφους, σίγουρα ανάμεσά τους θα βρισκόταν και ο γάλλος μετεϊμπρεσιονιστής Πολ Γκογκέν, για τον απλούστατο λόγο ότι το έργο του επηρέασε ποικιλοτρόπως την εξέλιξη της τέχνης στον 20ο αιώνα.
Το οικογενειακό του ιστορικό συνοψίζεται σ’ έναν πατέρα ριζοσπάστη και δημοσιογράφο τον Κλοβίς Γκογκέν και μια μητέρα κρεολή, την Αλίν Σαζάλ, μισή Γαλλίδα μισή Περουβιανή.
Το πραξικόπημα του Ναπολέοντα Γ’ το 1851 ήταν καθοριστικό με την έννοια ότι οι γονείς του αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Λίμα του Περού. Εκεί πέρασε τα πρώτα παιδικά του χρόνια ο μικρός Πολ αλλά σε ηλικία επτά ετών επέστρεψε με τη μητέρα του στη Γαλλία. Εμπειριομανής και λάτρης της περιπέτειας ο νεαρός Γκογκέν δοκίμασε την τύχη του στη θάλασσα μπαρκάροντας για έξι χρόνια από την ηλικία των 17 και μετά. Επιστρέφοντας στράφηκε στον κόσμο του χρήματος και κατάφερε με μεγάλη επιτυχία να βιοποριστεί ως χρηματιστής. Είναι η εποχή που γνωρίζεται με την Μέτε Σοφία Γκαντ με την οποία παντρεύεται και αποκτά τέσσερα παιδιά. Ωστόσο το «πεπρωμένο φυγείν αδύνατον», ο Γκογκέν αρχίζει να ζωγραφίζει στον ελεύθερο χρόνο του και συμμετέχει σε ομαδικές εκθέσεις ιμπρεσιονιστών. Το 1873 παίρνει την απόφαση που χωρίζει τη ζωή του στα δύο, κόβοντας για πάντα το νήμα της προσωπικής και οικογενειακής του ευτυχίας. Ο επιτυχημένος χρηματιστής, ο γκουρού των επενδύσεων γίνεται από τη μία μέρα στην άλλη ένας αμφιλεγόμενος καλλιτέχνης που δεν μπορεί να κερδίσει τη ζωή του από τα έργα του. Το1884 μετακινείται μαζί με όλη την οικογένεια στην Κοπεγχάγη, αντιμετωπίζει ωστόσο την ψυχρότητα των πεθερικών του, η σχέση του με τη γυναίκα του κλυδωνίζεται από την οικονομική δυσπραγία και ο γάμος του διαλύεται.
Το 1885 επιστρέφει πένης στο Παρίσι σε μια ύστατη προσπάθεια να τα ξαναβρεί με την παλιά του ζωή, χωρίς όμως να είναι διατεθειμένος να εγκαταλείψει την τέχνη του, που μέρα με τη μέρα γιγαντώνεται. Η συνέχεια δεν είναι καλή και ο ενθουσιώδης καλλιτέχνης προτιμά να βιοπορίζεται με δουλειές του ποδαριού, όπως σκαφτιάς στη διώρυγα του Παναμά ή αφισοκολλητής στο Παρίσι. Η γνωριμία του με τον Βαν Γκογκ με τον οποίο μοιράζεται κοινές αγωνίες για την ζωγραφική οδηγεί σε μια καλλιτεχνική συμβίωση στο Αρλ, για την οποία οι ιστορικοί της Τέχνης έχουν χύσει τόνους μελάνης στην προσπάθειά τους να την περιγράψουν επαρκώς. Η αρχική σύμπνοια γρήγορα μετατρέπεται σε αντιπαλότητα, οι δύο ζωγράφοι δεν μπορούν να συμπορευθούν και ο πρώτος μεγάλος καβγάς αναδεικνύει την τρέλα του Βαν Γκογκ. Πάνω στην κρίση παραφροσύνης ο συνοδοιπόρος του Γκογκέν απειλεί να τον σκοτώσει και αφού δεν το καταφέρνει αυτοακρωτηριάζεται αποκόπτοντας μέρος από το αυτί του.
Ένα χρόνο νωρίτερα ο Γκογκέν είχε επισκεφθεί την Μαρτινίκα και το ταξίδι του αυτό ήταν η πρώτη εμπειρία από τους τροπικούς τόπους, εμπειρία που θα τον οδηγήσει στον αναξιοποίητο καλλιτεχνικό πλούτο της πρωτόγονης τέχνης. Το 1888 συνάντησε τον Εμίλ Μπερνάρ στο Ποντ Αβέν και δίπλα του ανέπτυξε μια άλλη εικαστική φιλοσοφία που τον απομάκρυνε από τον νατουραλισμό. Η αναχώρησή του για την Ταϊτή ήταν απλά η συνέχεια που ήθελε να δώσει στις αναζητήσεις του. Μαζί με αυτόν σάλπαρε και η μοντέρνα τέχνη για το Νότιο Ειρηνικό αναζητώντας το απόλυτα φυσικό περιβάλλον προκειμένου να αποτυπώσει μέσα σ’ αυτό τις μορφές χωρίς καμία επιτήδευση. Με εξαίρεση ένα μικρό διάλειμμα 1893-1895 κατά το οποίο προσπάθησε ανεπιτυχώς να πουλήσει πίνακές του στη Γαλλία, θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στο Νότιο Ειρηνικό. Από τη «Σπουδή Γυμνού» του 1880 μέχρι το «Από πού ερχόμαστε, τι είμαστε, πού πάμε;» του 1897 μεσολάβησαν ασφαλώς στάδια και επεισόδια που μεταμόρφωσαν ένα κοινότοπο χρηματιστή σε κορυφαίο καλλιτέχνη.
Τα χρόνια του στο Νότιο Ειρηνικό είναι πασπαλισμένα με ένα σωρό βιογραφικές αναφορές σε ερωτικές του σχέσεις με ανήλικα κορίτσια, σπέρνοντας εξώγαμα και μεταδίδοντας το θανάσιμο βακτήριο της σύφιλης που κουβαλούσε μέσα του. Κατά πόσο όλα αυτά αποτελούν πραγματικότητα ή μέρος του μύθου που υποχρεωτικά ακολουθεί όλους τους χαρισματικούς ανθρώπους, είναι κάτι που ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε. Το σίγουρο είναι ότι ο Γκογκέν θυσίασε πολλά από την προσωπική και οικογενειακή του ευτυχία για να εξαργυρώσει το μεγάλο ταλέντο του. Πέθανε πάμπτωχος το 1903, στην Ατουάνα των νήσων Μαρκέζας, σίγουρα αμφιβάλλοντας μέχρι την τελευταία στιγμή αν όλη αυτή η περιπέτεια άξιζε το τίμημα που πλήρωσε. Θα μπορούσε η μετά θάνατον αναγνώρισή του να ισοσκελίσει τις θυσίες στη σχετικά σύντομη ζωή του που δεν κράτησε περισσότερο από 54 χρόνια;