Η «Βενετία του Βορρά» στην Ολλανδία

Γραφικά κανάλια, χωριάτικες ξύλινες γέφυρες και σπίτια πάνω σε νησίδες είναι οι εικόνες που συνθέτουν το παζλ του παραμυθένιου χωριού Γίδοορν στον ολλανδικό Βορρά.

Η «Βενετία του Βορρά» στην Ολλανδία

Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πόσο εύκολο θα ήταν για όλους εμάς τους κατοίκους της ελληνικής πρωτεύουσας, που έχουμε μάθει να κυκλοφορούμε στους χαώδεις και πολύβουους δρόμους της, να έπρεπε να συνηθίσουμε να ζούμε σε μια πόλη… χωρίς τέτοιους;

Για την ακρίβεια, χωρίς καν δρόμους! Κι αν το μυαλό σας πηγαίνει μεμιάς στη Βενετία, έχετε πέσει μέσα κατά το ήμισυ. Διότι έχετε βρει τη μορφολογία του τόπου, αλλά όχι τον… τόπο. Βλέπετε, όπως έλεγε το παλιό μότο «Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα», σε αυτή την περίπτωση ισχύει το «κανάλια δεν έχει μόνο η Βενετία»!

Αυτό ακριβώς είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Γίδοορν. Πρόκειται για μία μικρή και πολύ ήσυχη κωμόπολη, που αριθμεί μόλις και μετά βίας 2.800 κατοίκους, στη βόρεια Ολλανδία. Γνωστή ως η «Βενετία του Βορρά» ή η «Ολλανδική Βενετία», δεν έχει καθόλου δρόμους παρά μόνο γραφικά κανάλια και ρουστίκ ξύλινες γέφυρες που διασταυρώνονται μεταξύ τους. Πάνω από 180 τέτοιες ενώνουν τα μικροσκοπικά νησάκια πάνω στα οποία είναι χτισμένα τα σπίτια αυτού του χωριού που μοιάζει σαν να είναι βγαλμένο από κάποιο παραμύθι.

Γύρω στο 1230 μετά Χριστόν μια ομάδα από φυγάδες και παράνομους, αλλά και κάποιοι μισθοφόροι, έφτασαν σε αυτή τη γωνιά και ίδρυσαν το χωριουδάκι. Ωστόσο τα εμβληματικά κανάλια της ειδυλλιακής τοποθεσίας δημιουργήθηκαν αρκετά αργότερα από ένα γκρουπ καλόγερων με σκοπό τη μεταφορά τύρφης. Αυτός είναι και ο λόγος που τα κανάλια είναι ρηχά, αφού το βάθος τους δεν ξεπερνά το ένα μέτρο. Το συνολικό δε μήκος τους καθώς ρέουν ανάμεσα στις νησίδες που χωρίζουν υπολογίζεται σε πάνω από 6,5 χιλιόμετρα.

Το Γίδοορν έγινε πολύ δημοφιλές εντός των συνόρων της ολλανδικής επικράτειας μετά το 1958, χρονιά που ο Ολλανδός σκηνοθέτης Μπερτ Χάανστρα γύρισε εκεί τη διάσημη κωμωδία του «Fanfare». Από τότε η «Ολλανδική Βενετία» συγκεντρώνει πολύ τουρισμό από ντόπιους αλλά και αλλοδαπούς επισκέπτες που έχουν μεγάλη περιέργεια να γνωρίσουν το μέρος.

Όπως είναι ευνόητο, το χωριό είναι προσβάσιμο αποκλειστικά και μόνο μέσω του υγρού στοιχείου. Η περαντζάδα γίνεται με γόνδολες και μικρές βάρκες, είτε με κουπιά είτε με μικρές και αθόρυβες μηχανές. Ακριβώς για να μην αποσπάται η ήρεμη ατμόσφαιρα. Εξάλλου την «εκκωφαντική» ησυχία του τοπίου διαταράσσουν μόνο τα κρωξίματα από τις πάπιες και οι ήχοι των πουλιών!