Η όμορφη Μπέλλου, το βιτριόλι και η φυλακή, η Αριστερά και η Μπέμπα Μπλανς
Ζωή σαν παραμύθι της γυναίκας που με την στιβαρή και αλάνθαστη φωνή της σφράγισε το ρεμπέτικο για τρεις γενιές τουλάχιστον. Η Σωτηρία Μπέλλου της προπολεμικής Χαλκίδας ήταν μια κουκλίτσα δεκαοχτώ χρονών που ονειρευόταν να γίνει η δεύτερη Βέμπο.
Η επιμονή των δικών της να παντρευτεί άρον-άρον την έριξε σε λάθος χέρια. Ο ελεγκτής λεωφορείων Βαγγέλης Τριμούρας αποδείχτηκε ένας μέθυσος, βίαιος άντρας που την απατούσε συστηματικά και την ξυλοκοπούσε κατά βούληση. Το βιτριόλι που του έριξε στο πρόσωπο ήταν περισσότερο μια συμβολική πράξη για όλες τις γυναίκες που υφίστανται την ενδοοικογενειακή βία από αρσενικά-σατράπηδες.
Η Μπέλλου έκανε την επανάστασή της και βρέθηκε στη φυλακή. Έξι μήνες αργότερα, ελεύθερη ξανά βίωνε την κόλαση της μικροαστικής επαρχίας στην Ελλάδα που ετοιμαζόταν να υποδεχτεί έναν ακόμα παγκόσμιο πόλεμο. Το κακό τρίτωσε όταν ασπάστηκε τον Κομμουνισμό. Τώρα ήταν φυλακόβια, αριστερή και επίδοξη τραγουδίστρια. Δεν τη σήκωνε πια ο τόπος. Ο ίδιος ο πατέρας της είχε υποκαταστήσει το σύζυγό της στη χειροδικία και στον εξευτελισμό.
Στις 29 Οκτωβρίου 1940, μέσα στην πολεμική ατμόσφαιρα του ενθουσιασμού, η Σωτηρία ξεκινούσε τον δικό της προσωπικό πόλεμο. Εγκατέλειπε τη Χαλκίδα κι ερχόταν στην Αθήνα για να δώσει μια ευκαιρία στον εαυτό της. Στην ηρωική διαδρομή της υπάρχουν ασφαλώς πολλά επεισόδια: Η πείνα, η εξαθλίωση, η αντιστασιακή δράση, η σύλληψη και ο βασανισμός από τους Γερμανούς, η συνάντηση με τη μοίρα στο πρόσωπο του Βασίλη Τσιτσάνη ένα βράδυ στην ταβέρνα του Καλλέργη στα Εξάρχεια. Κάπως έτσι ανοίγουν οι πόρτες της δισκογραφίας και αρχίζει το άνισο παιχνίδι της δόξας.
Η Μπέλλου θα κυριαρχήσει στις δύο πιο λαμπερές δεκαετίες του ρεμπέτικου, αυτές του πενήντα και του εξήντα, ακόμα και όταν η Μαρίκα Νίνου θα εμφανιστεί για να αμφισβητήσει την αίγλη της. Η ζωή παραμένει ωστόσο σκληρή για την Μπέλλου και ο ξυλοδαρμός της από τους Χίτες, ένα βράδυ στο Χάραμα, πάνω στο πάλκο, είναι μονάχα ακόμα μια οδυνηρή εμπειρία βίας στο πρόσωπό της.
Τα επόμενα χρόνια θα στροβιλιστεί γύρω από την ακλόνητη φήμη της, σκορπώντας χρήματα και ενέργεια στον τζόγο και σε απελπισμένους ομοφυλοφιλικούς έρωτες. Όταν κάποια στιγμή ερωτεύεται την ξανθιά Καρυάτιδα του λαϊκού τραγουδιού, την Μπέμπα Μπλανς δείχνει έτοιμη ακόμα και να εγκληματήσει για χάρη της.
Το επεισόδιο ανασύρει ο Ανδρέας Γιακουμέλλος, γκαρσόνι τότε στο χειμερινό «Φαληρικόν» της οδού Ηπείρου. «Την είχε καψουρευτεί άσχημα τη νεαρή καλλονή και σαν την είδε με τον συνοδό της, η Σωτηρία τράβηξε σπασμένο μπουκάλι». Πρόκειται για το θρυλικό μαγαζί στο οποίο τραγούδησε για τελευταία φορά ο Καζαντζίδης και στη συνέχεια έγινε το πασίγνωστο ροκ μπαρ «Κύτταρο». Μα μήπως και η Σωτηρία δεν ήταν μια ροκ γυναίκα και ρεμπέτισσα; Δεν είναι η μορφή αυτή στην οποία ταιριάζουν απόλυτα οι στίχοι του Σαββόπουλου τους οποίους η ίδια απογείωσε; "Σ' αυτό τον τόπο όσοι αγαπούνε τρώνε βρώμικο ψωμί κι οι υπόλοιποι ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή..."