Σακχαρώδης διαβήτης και υπεργλυκαιμία στην άσκηση

Τα άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη πρέπει να αφιερώνουν αρκετές ώρες στη φυσική δραστηριότητα και στην άσκηση, ελαχιστοποιώντας όσο το δυνατόν περισσότερο τις ώρες της καθιστικής ζωής.

Σακχαρώδης διαβήτης και υπεργλυκαιμία στην άσκηση

Η φυσική δραστηριότητα είναι η κίνηση του σώματος που αυξάνει την κατανάλωση ενέργειας ενώ άσκηση είναι η περιοδική, προγραμματισμένη, δομημένη επιβάρυνση του σώματος που στοχεύει στην ενίσχυση της δύναμης, της αντοχής της ευλυγισίας, της ισορροπίας και άλλων λειτουργιών. Τα άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη πρέπει να αφιερώνουν αρκετές ώρες στη φυσική δραστηριότητα και στην άσκηση ελαχιστοποιώντας όσο το δυνατόν περισσότερο τις ώρες της καθιστικής ζωής. Ο κύριος στόχος των διαβητικών είναι να διατηρήσουν σταθερά τα επίπεδα της γλυκόζης και των λιπιδίων του αίματος, να μειώσουν την αρτηριακή πίεση και τις μακροχρόνιες επιπλοκές από τα διάφορα όργανα, πράγμα που επιτυγχάνεται με τον κατάλληλο συνδυασμό άσκησης, διατροφής και φαρμακευτικής αγωγής.

Στις περισσότερες περιπτώσεις η σωστή δόση άσκησης και διατροφής είναι αρκετές για τη φυσιολογική ρύθμιση των επιπέδων του σακχάρου χωρίς να απαιτείται φαρμακευτική θεραπεία. Οι σακχαροδιαβητικοί αθλητές είτε δεν παράγουν αρκετή ινσουλίνη από το πάγκρεας είτε δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν την ινσουλίνη επειδή τα κύτταρά τους είναι ανθεκτικά σ’ αυτήν. Αποτέλεσμα είναι η ινσουλίνη να μην μπορεί να εισέλθει μέσα στα κύτταρα για να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο για την παραγωγή ενέργειας, οπότε ο αθλητής αισθάνεται κόπωση.

Η αύξηση της πρόσληψης της γλυκόζης από τους μύες κατά την άσκηση ισοσταθμίζεται από την ίση παραγωγή γλυκόζης από το ήπαρ με αποτέλεσμα τα επίπεδα της στο αίμα να διατηρούνται σταθερά. Η παροχή (αναπλήρωση) της γλυκόζης από το ήπαρ επιτυγχάνεται είτε με τη διάσπαση των αποθηκών του γλυκογόνου (γλυκογονόλυση) είτε με νεογλυκογένεση, δηλαδή παραγωγή γλυκόζης από αμινοξέα και λίπη. Η πρόσληψη γλυκόζης από τους μύες και η προσφορά της από το ήπαρ μέσω των αναφερθέντων μηχανισμών παραμένουν σε υψηλά επίπεδα για αρκετές ώρες μετά από άσκηση μεγάλης έντασης ή διάρκειας.

Κατά το τρέξιμο η αλληλεπίδραση και η συνεργασία του νευρικού συστήματος και των ορμονών εξασφαλίζουν σταθερά επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Οι μύες που συσπώνται απαιτούν ενέργεια η οποία παρέχεται από τη διάσπαση του γλυκογόνου και των λοιπών μέσω της ενεργοποίησης των ορμονών του στρες που είναι η αδρεναλίνη, η νοραδρεναλίνη και η κορτιζόλη (καταβολικές ορμόνες ή κατεχολαμίνες). Ταυτόχρονα, τα επίπεδα της ινσουλίνης και των άλλων αναβολικών ορμονών πέφτουν. Όσο πιο έντονα συσπώνται οι μύες, δηλαδή όσο πιο έντονη είναι η άσκηση, τόσο περισσότερο απότομα αυξάνονται οι κατεχολαμίνες καθοδηγώντας την αύξηση παραγωγής γλυκόζης. Αυτό συνεπάγεται τα αυξημένα επίπεδα του σακχάρου του αίματος (υπεργλυκαιμία) κατά την άσκηση τα οποία μπορούν να επιμένουν για μία έως δύο ώρες μετά το πέρας της άσκησης. Αυτό συμβαίνει επειδή τα επίπεδα των κατεχολαμινών και της παραγωγής γλυκόζης δεν επανέρχονται στο φυσιολογικό αμέσως μετά τη διακοπή της έντονης ή παρατεταμένης φυσικής δραστηριότητας.

Ενώ, δηλαδή, θα περίμενε κανείς το σάκχαρο του αίματος να είναι χαμηλό παρατηρείται αντίθετα υπεργλυκαιμία γι’ αυτό τον λόγο σκόπιμο είναι να μην ελέγχεται το σάκχαρο του αίματος ύστερα από μια έντονη φυσική δραστηριότητα.

Δρόσος Βενετούλης

Πνευμονολόγος, τ. Δ/ντής ΜΕΘ Τζανείου Γενικού Νοσοκομείου Πειραιά.