Οι φυλακισμένες: Το κορίτσι της σοφίτας και η Ελένη από το Κωσταλέξι

Το κορίτσι της σοφίτας, έμεινε φυλακισμένο 25 χρόνια και η Ελένη στο Κωσταλέξι 29 χρόνια σε υπόγειο

Οι φυλακισμένες: Το κορίτσι της σοφίτας και η Ελένη από το Κωσταλέξι

Ήταν 7 Νοεμβρίου του 1978, στο χωριό Κωσταλέξι της Λαμίας, όταν η Ελένη Καρυώτη έβλεπε ξανά το φως της ημέρας, ύστερα από 29 χρόνια που βρισκόταν κλειδωμένη στο υπόγειο του σπιτιού της.

Η Ελένη, σύμφωνα με διηγήσεις του χωριού, φαίνεται πως ήταν ερωτευμένη με τον δάσκαλο του χωριού, αριστερών πεποιθήσεων. Η οικογένεια της όμως, για να ... ξεπλύνει τη ντροπή της στέρησε κάθε ελευθερία.Την κλείδωσε μέσα στο υπόγειο και η Ελένη έζησε εκεί για σχεδόν 30 χρόνια.

Κατά την προσαγωγή των αδελφών Ευθύμη, Μαρίας και Ολυμπίας Καρυώτη στη δικαιοσύνη, ο εισαγγελέας είχε κηρύξει υπόδικο σχεδόν όλο το χωριό.

Η Καρυώτη ύστερα από εντατική νοσηλεία σε νοσοκομείο και ψυχιατρική κλινική, καταφέρνει να αρθρώσει ξανά λέξεις. Η επιστροφή της στη Λαμία μαζί με τα αδέλφια της, δεν ήταν το τέλος της ιστορίας. Το 1998, η 68χρονη πια Ελένη, ήταν και πάλι αγνοούμενη.

Τα σενάρια περί απαγωγής της από κύκλωμα εμπορίας ανθρώπινων οργάνων ή περί απόφασης της να αποσυρθεί από την κοσμική ζωή και να κλειστεί σε μοναστήρι, δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ.

Το Κορίτσι της Σοφίτας

Η Γαλλίδα που ήταν κλειδωμένη στη σοφίτα για 25 χρόνια. Το λάθος της Μπλάνς Μονιέ ήταν να ερωτευθεί κάποιον, που η οικογένεια της δεν ενέκρινε.

Η Μπλανς Μονιέ (1849-1913), συχνά γνωστή στη Γαλλία ως la séquestrée de Poitiers (η έγκλειστη του Πουατιέ), ήταν μια γυναίκα στο Πουατιέ της Γαλλίας, την οποία κρατούσε κρυφά κλειδωμένη σε ένα μικρό δωμάτιο η μητέρα της για 25 χρόνια.

Η ιστορία ξεκίνησε τον Μάιο του 1876 στο Παρίσι. Η 24χρονη τότε, εντυπωσιακά όμορφη Μπλανς, γνώρισε κι αγάπησε έναν φτωχό δικηγόρο. Όταν η μητέρα της έμαθε για τον δεσμό αυτό, απαίτησε τη λήξη του, κάτι που η Μπλανς αρνήθηκε. Για να συμμορφωθεί την έκλεισαν σε ένα δωμάτιο στην σοφίτα. Στη συνέχεια η ίδια και ο γιος της, ο αδελφός της Μπλανς, Μαρσέλ, δήλωσαν την εξαφάνιση της.

Εννιά χρόνια αργότερα ο αγαπημένος της δικηγόρος πέθανε, όμως η μάνα δεν την ελευθέρωσε.

Τον Μάιο του 1901, το γραφείο του γενικού εισαγγελέα του Παρισιού έλαβε ένα ανυπόγραφο γράμμα, που ανέφερε: «έχω την τιμή να σας ενημερώσω για μια πολύ σοβαρή υπόθεση.

Αναφέρομαι σε μια ανύπαντρη γυναίκα που είναι κλειδωμένη στο σπίτι της Madame Monnier. Λιμοκτονεί και ζει μέσα στα σκουπίδια εδώ και 25 χρόνια, με μια κουβέντα, ζει μέσα στη βρώμα».

Η αστυνομία αποφάσισε να ερευνήσει την οικία Monnier παρά την εξαιρετική φήμη της οικογένειας. Οι αστυνομικοί που ερεύνησαν το σπίτι ανακάλυψαν μια πόρτα κλειδωμένη με λουκέτο στον επάνω όροφο.

Όταν έσπασαν το λουκέτο, μια απαίσια μυρωδιά τους έπνιξε. Προς μεγάλη έκπληξή τους αντίκρισαν μια αποστεωμένη γυναίκα, θαμμένη μέσα σε φαγητό και τις ίδιες της τις ακαθαρσίες, να αιφνιδιάζεται από την παρουσία ανθρώπων.

Η Μπλανς Μονιέ με βάρος 25 κιλά είχε μείνει φυλακισμένη για ένα τέταρτο του αιώνα. Το διάστημα αυτό δεν είχε αντικρίσει άλλον άνθρωπο ούτε καν το φως. Η 75χρονη μητέρα της καθόταν ψύχραιμη στο σαλόνι, την ώρα που οι αστυνομικοί ανακάλυπταν στο σκοτεινό και αποκρουστικό της μυστικό.

«Η άτυχη γυναίκα ήταν ξαπλωμένη εντελώς γυμνή πάνω σε ένα σάπιο χαλασμένο στρώμα. Γύρω της τα απορρίμματα είχαν δημιουργήσει ένα στρώμα πάνω από τα πάντα: ακαθαρσίες, κομμάτια κρέατος, λαχανικά, ψάρια και μουχλιασμένο ψωμί», ήταν η τρομακτική περιγραφή αυτόπτη μάρτυρα. Υπήρχαν έντομα που περπατούσαν πάνω στο κρεβάτι. Ο αέρας ήταν τόσο βαρύς που δεν μπορούσες να ανασάνεις, η δυσοσμία ήταν τόσο έντονη που δεν αντέχαμε να συνεχίσουμε την έρευνα».

Η Μαντάμ Μονιέ, που είχε λάβει τιμητικό βραβείο για την προσφορά της στην πόλη, συνελήφθη και πέθανε στη φυλακή 15 ημέρες αργότερα Ο αδελφός της, Mαρσέλ, δικάστηκε για την παροχή βοήθειας στη μητέρα του και καταδικάστηκε σε 15μηνη φυλάκιση.

Όσο για την ίδια την Μπλανς, αν και πήρε κάποιο βάρος δεν ξαναβρήκε ποτέ τα λογικά της. Πέθανε 12 χρόνια αργότερα, το 1913 σε ψυχιατρική κλινική.