Μαγιακόφσκι, ο ερωτευμένος ποιητής: Έστελνε λουλούδια στην αγαπημένη του και μετά το θάνατό του
Ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, ήταν Ρώσος συγγραφέας και ποιητής. Έγραφε ποιήματα για την σοβιετική κοινωνία και τους πολέμους της εποχής του. Μέσα στις διάφορες περιπέτειες του, βίωσε και μια ιστορία αγάπης με μια πολύ ρομαντική κίνηση που έγινε διεθνώς γνώστη.
Η ζωή του Μαγιακόφσκι
Ο Μαγιακόφσκι, έγινε ποιητής με διεθνή φήμη. Είχε καταγωγή από την Ουκρανία, γεννήθηκε στην Γεωργία. Πήγαινε πάντοτε κόντρα στο κατεστημένο και μεγάλωσε με πάθος κυρίως προς την μαρξιστική λογοτεχνία. Μερικά από τα ποιήματά του είναι: Ο πόλεμος και ο κόσμος (1916) και αναφέρεται στη φρίκη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και Ο Άνθρωπος (1917) ένα ποίημα που ασχολείται με τη δυστυχία του έρωτα.
Ολυμπιακός: Η συμβολή του… Βαλμπουενά
Στην Ελλάδα έγινε γνωστό και το “σύννεφα με παντελόνια” που μελοποίησε το ομώνυμο συγκρότημα.
Σύννεφα με παντελόνια
Άκουσε με λίγο μαμά,
Θα σου πω πώς γίνονται τα τραγούδια.
Εμείς, τα σπίτια φτιάχνουμε ψηλά,
μα αν τα θέλει ο θεός λιβάδια, τα γκρεμίζει.
Σε μαύρα σπίτια, ο ποιητής σαν πόρνη γελά
Άκουσέ με λίγο μαμά,
πώς γίνονται τα τραγούδια
Οι ποιητές βρεγμένοι από κλάματα μαμά,
Ταιριάζουν δάκρυα σε αστικά σαλόνια.
Κρύβονται πίσω από γυναίκες δυνατές.
Δεν είναι άντρες μα σύννεφα με παντελόνια.
Ο Μαγιακόφσκι, είχε ερωτευτεί την γυναίκα του εκδότη του, Λίλια Μπρικ. Της αφιέρωσε ένα ποίημα το “Σπονδυλωτό φλάουτο.” Ήταν ο μέχρι τότε μεγάλος του έρωτας. Στα τέλη του 1920, επισκέφθηκε το Παρίσι και εκεί γνώρισε μια άλλη κοπέλα που ερωτεύτηκε παράφορα, την Τατιάνα Γιακόβλεβα, που μετανάστευσε από την ΕΣΣΔ στη Γαλλία. Η αγάπη της προς την κλασική ποίηση, δεν είχε κοινά με την επαναστατική ποίηση του Μαγιακόφσκι. Ωστόσο, κατανοούσε τους επαναστατικούς και οργισμένους στίχους του.
Η Γιακόβλεβα όμως, ενώ τον αγαπούσε, δεν έμεινε πιστή στην υπόσχεση να παντρευτούν.
Λεπτομέρειες δεν είναι γνωστές αλλά όσο ο ποιητής ήταν στην πατρίδα του, αυτή αποφάσισε να παντρευτεί κάποιον άλλο στο Παρίσι, καθώς ο Μαγιακόφσκι δεν δεχόταν να εγκαταλείψει την Σοβιετική Ένωση και να ζήσει στην Ευρώπη μαζί της.
Ο διανοούμενος, συντετριμμένος της αφιέρωσε το ποίημα: “Γράμμα στην Τατιάνα Γιακόβλεβα”, 1928.
Ο Μαγιακόφσκι, αυτοπυροβολήθηκε στις 14 Απριλίου 1930. Αργότερα όμως, βγήκαν νέες θεωρίες ότι δεν αυτοκτόνησε αλλά δολοφονήθηκε μετά από εντολή του Στάλιν. Ωστόσο, δεν υπήρξε κανένα αποδεικτικό στοιχείο και δεν αποκαλύφθηκε ποτέ η πραγματική αιτία θανάτου του.
Ο έρωτας που οδήγησε στην συνεχής αποστολή λουλουδιών
Ο Μαγιακόφσκι πριν φύγει από το Παρίσι, ήθελε να αποδείξει πόσο πολύ ερωτευμένος ήταν με την Τατιάνα Γιακόβλεβα. Θα παρέδιδε ακόμη και την ψυχή του για αυτή. Έτσι, κατέθεσε όλα του τα χρήματα που είχε μαζέψει με τις ζωντανές του εμφανίσεις στο Παρίσι, απαγγέλνοντας ποιήματα, σε μια τράπεζα.
Ακολούθως, έδωσε εντολή σε ένα ανθοπωλείο της πόλης να παίρνουν σταδιακά χρήματα από το λογαριασμό του μέχρι να τελειώσουν.
Υποχρέωσή τους, ήταν να στέλνουν κάθε εβδομάδα λουλούδια στην αγαπημένη του. Τα χρήματα ήταν πολλά και τα λουλούδια φθηνά.
Κάθε εβδομάδα λοιπόν, παραδίδονταν στην Γιακόβλεβα διαφορετικά είδη πολύχρωμων λουλουδιών όπως τουλίπες, ορχιδέες και τριαντάφυλλα.
Πώς τα λουλούδια έσωσαν την κοπέλα
Η ρομαντική κίνηση με την αποστολή λουλουδιών, έκανε την Γιακόβλεβα να τον ερωτευτεί. Δύο φορές τη βδομάδα, ακόμη και μετά το θάνατο του ποιητή, το ανθοπωλείο παρέδισε στην Γιακόβλεβα άνθη με την γνωστή ατάκα: “Από τον Μαγιακόφσκι”.
Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τα λουλούδια του Μαγιακόφσκι, έσωσαν την κοπέλα από την πείνα. Αναγκαζόταν να τα πουλάει στο δρόμο, ως αντίτιμο για να φάει.
Τα λουλούδια συνέχισαν να στέλνονται από τους ίδιους υπαλλήλους, οι οποίοι είχαν πια γεράσει. Αργότερα, οι νεότεροι που ανέλαβαν την αποστολή των λουλουδιών, δεν πίστευαν ότι ακόμη συνεχιζόταν αυτό. Όλο και περισσότερα άτομα στην Σοβιετική Ένωση, μάθαιναν την ιστορία με τα λουλούδια και τη θεωρούσαν μια ποιητική πράξη ενός ανεκπλήρωτου έρωτα. Οι υπάλληλοι που τα παρέδιδαν, ένιωθαν πια ότι βρίσκονταν σε ένα ατέρμονο παραμύθι.
Η επίσκεψη ενός μηχανικού στο σπίτι της Τατιάνας
Μετά από χρόνια, ένας μηχανικός, συμπατριώτης της Τατιάνας, την επισκέφθηκε στο σπίτι της στο Παρίσι. Ήθελε να επιβεβαιώσει την ιστορία με τα λουλούδια. Καθώς έπιναν το τσάι τους, πήρε το θάρρος και ρώτησε αν όσα άκουγε είναι αστικός μύθος ή αλήθεια.
Εκείνη του απάντησε: «Ελπίζω να μην βιάζεστε, πιείτε το τσάι σας», καθώς ήξερε πότε θα έρθουν οι ανθοπώλες. Λίγη ώρα μετά ακούστηκε στην εξώπορτα: «Από τον Μαγιακόφσκι!»
Διαβάστε το ποίημα που είχε γράψει για την αγαπημένη του Τατιάνα το 1928.
Το πόνημα, ενός απελπισμένου άνδρα που με αυτό έκανε τον ερωτά του αιώνιο.
Οι αναφορές στη Σοβιετική Ένωση είναι η απάντησή του στην Τατιάνα που αρνήθηκε αν επιστρέψει στη Ρωσία και αν ζήσει μαζί του.
Είναι προφανές ότι δεν συμμεριζόταν τον επαναστατικό του οίστρο και το σοσιαλιστικό όραμα για την κοινωνία.
Η Βαρκελώνη αναφέρεται επειδή εκεί γίνονταν σπουδαία θεάματα που παρακολουθούσε η καλή κοινωνία της Γαλλίας.
“Γράμμα στην Τατιάνα Γιακόβλεβα”.
Ακόμη και μέσα στα φιλιά των χεριών,
ή των χειλιών,
σε σώματα που τρέμουν
λατρεμένα μου, το κόκκινο
χρώμα της δημοκρατίας μου
επίσης οφείλει να καίει.
Δεν μ’ αρέσει
ο παριζιάνικος έρωτας:
κάθε γυναικάκι
στα μεταξωτά τυλιγμένο,
βαριεστημένο, νυσταγμένο
να λέει –
tu es beau –
με της σκύλας
το κτηνώδες πάθος.
Μόνον εσύ με ’μένα
είσαι στο ίδιο ύψος,
στάσου τώρα δίπλα μου
φρύδι με φρύδι,
έλα σ’ αυτό
το σημαντικό απόγευμα
να μιλήσουμε ανθρώπινα.
Πέντε η ώρα,
κι απ’ αυτή τη στιγμή
στίχοι άνθρωποι
το πυκνό δάσος,
εξαφανίζονται μαζί και
η κατοικημένη πόλη,
άκου μόνον το αντικρουόμενο σφύριγμα
των τραίνων για την Βαρκελώνη.
Στον μαύρο ουρανό
αστραφτερά βήματα,
βροντές
βλασφημούν
στο ουράνιο δράμα, –
δεν είναι καταιγίδα,
αυτό είναι μόνον
η κάψα που μετακινεί όρη.
Ηλίθιες λέξεις,
μη τις παίρνεις στα σοβαρά,
μη σε τρομάζουν
αυτά τα τραντάγματα, –
θα χαλιναγωγήσω,
θα καταλαγιάσω,
συναισθήματα
αριστοκρατικής καταγωγής.
Το πάθος κάποτε
φτάνει στο τέλος,
αλλά η ευχαρίστηση
ασταμάτητη,
θα είμαι μακρύς,
θα είμαι απλός,
θα μιλήσω με στίχους εγώ.
Ζήλεια,
σύζυγοι,
δάκρυα…
αρκετά!
Πρησμένα βλέφαρα
ταιριάζουν στα τέρατα.
Εγώ δεν νοιάζομαι για μένα,
εγώ ζηλεύω την Σοβιετική Ρωσία.
Είδα στους ώμους τα κουρέλια,
τη φυματίωση να τούς γλύφει
με την ανάσα της.
Εντάξει,
δεν φταίμε εμείς –
όμως εκατό εκατομμύρια
ήταν εξαθλιωμένοι.
Εμείς τώρα
μ’ αυτές τις αβρές ασχολίες
–με τα σπορ δεν βοηθάμε πολλούς, –
εσένα κι εμένα
μας χρειάζονται στη Μόσχα,
δεν υπάρχουν αρκετά
ξεκούραστα πόδια.
Δεν έχεις στο χιόνι
και στον τύφο περπατήσει
μ’ αυτά τα πόδια,
εδώ σε χάδια τα δίνεις
σε δείπνα με εμπόρους πετρελαίου.
Δεν σκέφτεσαι,
ζαρώνεις μόνο τα μάτια
ισιώνοντας τα τόξα των φρυδιών.
Έλα δω
έλα στη διασταύρωση
των μεγάλων μου
και αδέξιων χεριών.
Δε θες;
Θα μείνεις και τον χειμώνα,
κι αυτό θα είναι
προσβολή στη γενική υπόθεση.
Δεν με νοιάζει τίποτε,
εσένα
κάποια στιγμή θα σε πάρω –
μόνη
ή μαζί με το Παρίσι.
Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι