Η πιο θανατηφόρα ασθένεια στην ιστορία της ανθρωπότητας!

Μία μεταδοτική ασθένεια που έχει καταγραφεί στην Ιστορία ως η πιο θανατηφόρα ασθένεια που πέρασε ποτέ από τον πλανήτη γη. Λέγεται ότι υπάρχει από το 10000 π.χ.

Η πιο θανατηφόρα ασθένεια στην ιστορία της ανθρωπότητας!

Η ευλογιά είναι μια μεταδοτική ασθένεια που έχει καταγραφεί στην Ιστορία ως η πιο θανατηφόρα ασθένεια που πέρασε ποτέ από τον πλανήτη γη. Λέγεται ότι υπάρχει από το 10000 π.χ.

Μόνο μέσα στον 20ο αιώνα ιστορικοί και ανθρωπολόγοι υπολογίζουν ότι σκότωσε μέχρι 500.000.000 ανθρώπους.

Η ευλογιά δεν έκανε διάκριση σε πλούσιους ή φτωχούς. Σκότωσε:

  • τον Φαραώ Ραμσή V στην Αίγυπτο
  • τον αυτοκράτορα Μάρκο Αουρέλιο της Ρώμης,
  • τη Βασίλισσα Μαίρη Β’ της Αγγλίας,
  • τον Τσάρο Πέτρο Β’ της Ρωσίας,
  • τον Βασιλιά Λούη 15ο της Γαλλίας
  • και πολλούς άλλους ισχυρούς του κόσμου.

Η ευλογιά υπολογίζεται ότι είχε περισσότερα θύματα από όσα
όλοι οι πόλεμοι, οι πανδημίες και οι φυσικές καταστροφές από την αρχή της ανθρωπότητας.

Ο ιός της ευλογιάς μόλυνε μόνον ανθρώπους αλλά όχι και τα ζώα. Μεταδιδόταν με υδροσταγονίδια ή από τις μολυσμένες επιφάνειες. Ήταν μια βασανιστική νόσος, για την οποία δεν υπήρχε η παραμικρή ανακούφιση.
Το 1518 o Ερνάν Κορτές, μεταφέροντας εφόδια στις αποικίες των Ισπανών στην Κεντρική Αμερική, από την Αφρική,
έφερε και την ευλογιά, κρυμμένη στα αμπάρια των πλοίων μέσω των Αφρικανών δούλων.

Ο ιός της ευλογιάς κατάφερε ό,τι δεν μπόρεσαν οι Ισπανοί στρατιώτες επί δεκαετίες. Εξολόθρευσε 15.000.000 Αζτέκους

και αφάνισε ολοκληρωτικά τον πληθυσμό των Ίνκας, εξαλείφοντας δύο από τους πλέον θαυμαστούς πολιτισμούς που γνώρισε αυτός ο πλανήτης..

Ο ιός της ευλογιάς ήταν ο πρώτος ιός που χρησιμοποιήθηκε ως βιολογικό όπλο.
Το 1764 στην Αμερική οι Βρετανοί με τους Γάλλους προσπαθούν να κατακτήσουν εδάφη, και εξοντώνουν τις διάφορες φυλές των Ινδιάνων που βρίσκονται στο διάβα τους.

Σε μια κλασσική ανταλλαγή "δώρων" μεταξύ Βρετανών και Ινδιάνων τους έδωσαν κουβέρτες και ρούχα μολυσμένα από ασθενείς με ευλογιά. Οι ανυποψίαστοι Ινδιάνοι αποδεκατίστηκαν από την θανάσιμη ευλογιά.

Ο ιός της ευλογιάς υπολογίζεται ότι σκότωσε περίπου 1 δισεκατομμύριο ανθρώπους από την αρχή της εμφάνισής του (με θεωρητικές προσεγγίσεις).

Το 1796, ένας νεαρός Βρετανός γιατρός, ο Έντουαρντ Τζέννερ άκουσε τις παράξενες ιστορίες κάποιων γυναικών που άρμεγαν αγελάδες και αφορούσαν μια μεταδοτική ασθένεια παρόμοια με την ευλογιά, αλλά πολύ πιο ήπια, την δαμαλίαση . Ο ιός της δαμαλίασης έμοιαζε πολύ με τον ιό της ευλογιάς, ήταν της ίδιας οικογένειας, και περνούσε από τις αγελάδες στους ανθρώπους. Οι γυναίκες αυτές διατείνονταν ότι είχαν μολυνθεί από τον ιό της δαμαλίασης, αλλά δεν τις άγγιζε ο ιός της ευλογιάς! Ο Jenner πειραματίσηκε πάνω σε ένα οκτάχρονο αγόρι.

Πήρε πύον από τις πληγές μιας από τις γυναίκες με διαγνωσμένη δαμαλίαση, και το έβαλε σε μια πληγή στον χέρι του μικρού. Μετά τον εξέθεσε στον ιό της ευλογιάς. Το αγόρι δεν μολύνθηκε ποτέ από τον τρομερό ιό variola.

Το πρώτο "εμβόλιο" στην ιστορία της ανθρωπότητας, ήταν γεγονός. Ο Έντουαρντ Τζέννερ εμβολίασε πολλούς ανθρώπους στο σπίτι του, συμπεριλαμβανομένου και του γιού του, για να συλλέξει δεδομένα της ανακάλυψης του.

Κατέθεσε τα αποτελέσματά του στον Ιατρικό Σύλλογο της Αγγλίας, όπου αντιμετωπίστηκε με καθολική δυσπιστία και σκεπτικισμό. Η ιατρική κοινότητα δεν αναγνώρισε τα δεδομένα του Τζέννερ μέχρι και τον θάνατό του το 1823.

Χρειάστηκαν να περάσουν άλλα δέκα χρόνια προτού να αρχίσουν γιατροί από όλη τη χώρα και το εξωτερικό να ακολουθούν τα βήματά του. Εμβόλια κατά του ιού της ευλογιάς φτιάχτηκαν από πολλές χώρες τις επόμενες δεκαετίες και στάλθηκαν παντού στον κόσμο. Ακόμη και οι Ισπανοί έστειλαν εμβόλια για τον ιό της ευλογιάς ως κίνηση απολογίας, στους εναπομείναντες απόγονους των Ίνκας και Αζτέκων. Η τελευταία διάγνωση ατόμου που προσεβλήθη από ευλογιά με φυσικό τρόπο καταγράφτηκε στις 26 Οκτωβρίου 1977.

Σήμερα ο Έντουαρντ Τζέννερ θεωρείται ο «πατέρας της ανοσολογίας».

Η ανακάλυψή του θεωρείται ότι έσωσε περισσότερες ζωές από οποιαδήποτε άλλη ιατρική ανακάλυψη στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Αντλήθηκαν στοιχεία από δημοσίευση του δρ. Νικόλα Διέτη, Επίκουρου Καθηγητή Φαρμακολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κύπρου