Σπεράντζα Βρανά: Έρωτας μέχρι ξύλου με τον Βουτσά και «αδερφές να φέρνουν τα τεκνά τους»

Η Σπεράντζα Βρανά που έτρωγε το ψωμί της μάνας της και παρήγγειλε νυφικό για τον γάμο με τον Κώστα Βουτσά που δεν έγινε. Η κοκότα του «αόμματου» Μίμη Φωτόπουλου για την οποία «οι άντρες είχαν τα χέρια στις τσέπες όταν την έβλεπαν στο σανίδι».

Σπεράντζα Βρανά: Έρωτας μέχρι ξύλου με τον Βουτσά και «αδερφές να φέρνουν τα τεκνά τους»

Το πραγματικό όνομά της ήταν Ελπίδα Χωματιανού. Η Σπεράντζα Βρανά, άφησε το δικό της στίγμα στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Χειραφετημένη, με ένα μοναδικό στιλ «γυναικείας μαγκιάς», βαθιά εκφραστική, σύμβολο του σεξ για πολλά χρόνια, είδωλο της επιθεώρησης, μάγεψε τον αντρικό πληθυσμό και με τις ερμηνείες της, «κολάκεψε» τη γυναικεία υπόσταση.

Γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1928, στο Μεσολόγγι, όπου ήταν και η αφετηρία της καριέρας της, καθώς μια μέρα ακολούθησε ένα από τα μπουλούκια της εποχής, εξαιτίας ενός έρωτα.

Στην αυτοβιογραφία της, που είχε τον τίτλο «Τολμώ» διαβάζουμε για τα δύσκολα χρόνια της κατοχής δίπλα στη μητέρα της, η οποία προερχόταν από πλούσια οικογένεια του Μεσολογγίου. Ο πατέρας της είχε φύγει από τη ζωή και η Σπεράντζα Βρανά έγραφε: «Ήταν χειμώνας του 40-41. Τι εποχή, Θεέ μου! Πόλεμος, συσκότιση, βόμβες, πείνα! Το ψωμί είχε γίνει 30 δράμια το άτομο, κι αυτό μπομπότα. Θυμάμαι που σηκωνόμουνα στις 3 τη νύχτα και πήγαινα στην ουρά, περίμενα μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο, κι όταν έπαιρνα τις δυο μερίδες, ώσπου να βγω απ’ τον φούρνο είχα φάει την μερίδα μου, και το υπόλοιπο το ‘κρυβα κάτω από την ποδιά μου, μη μου το κλέψουνε ώσπου να πάω σπίτι μου να το δώσω της μαμάς μου.

-Φάτο παιδί μου κι αυτό, μου ‘λεγε κοιτάζοντάς με καλά – καλά.

Δεν ξέχασα ποτέ στη ζωή μου εκείνο το βλέμμα της.

-Φάτο κι αυτό.

Κι εκείνη; Τίποτα. Δεν έτρωγε τίποτα, για να το φάω εγώ. Κι εγώ το ‘τρωγα πεινασμένη καθώς ήμουνα, χωρίς να καταλαβαίνω ότι κι εκείνη πεινούσε, αλλά το ‘κανε για μένα. Ήμουνα εγωίστρια; Ήμουνα άπονη; Ήμουνα ανόητη; Μα αφού την αγαπούσα! Μπα, απλώς πεινούσα».

Το Τραμ το Τελευταίο

Η Κατοχή πέρασε και η Βρανά περιπλανιόταν από μπουλούκι σε μπουλούκι και από ρόλο σε ρόλο. Έχοντας πάρει άδεια ηθοποιού ως εξαιρετικό ταλέντο, βρέθηκε το 1948 στο θέατρο «Μετροπόλιταν», στην επιθεώρηση των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου «Άνθρωποι- Ανθρωποι», σε ένα θίασο με φερέλπιδες νέους ηθοποιούς όπως ο Μίμης Φωτόπουλος, ο Ντίνος Ηλιόπουλος και η Σμαρούλα Γιούλη. Σε αυτή την παράσταση τραγούδησε το θρυλικό τραγούδι «Το Τραμ το Τελευταίο», και ερμήνευσε για πρώτη φορά τον ρόλο της «μόρτισσας», ένα ρόλο με τον οποίο συνδέθηκε σε όλη την καριέρα της, με πρώτο κινηματογραφικό δείγμα την αξέχαστη ερμηνεία της στην ταινία «To Σωφεράκι» (1954), δίπλα στον αρσενικό «μόρτη» Μίμη Φωτόπουλο.

Ωστόσο, η πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση είχε ξεκινήσει το 1950, με την ταινία της Φίνος Φιλμ «Έλα στο Θείο» δίπλα στον Νίκο Σταυρίδη. Στη συνέχεια γύρισε άλλες 30 ταινίες με αξιοσημείωτη εμφάνιση στην ταινία «Η Ωραία των Αθηνών» (1954), όπου τραγούδησε και χόρεψε με μπρίο, θηλυκότητα και ταμπεραμέντο, το θρυλικό τραγούδι «Αυτό το μάμπο το Μπραζιλιέρο». Εξαιρετική και στην υπέροχη ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Η κάλπικη λίρα» (1955). Μοιράζεται την ίδια πιάτσα με τον «αόμματο», Μίμη Φωτόπουλο, ο οποίος φωνάζει: «Κόσμο ακούω και κόσμο δεν βλέπω. Δεν έχω τα ματάκια μου. Σκοτάδι είναι η ζωή μου…».

«Πόσο άρεσα σαν γυναίκα»

Η μεγάλη αγάπη της Σπεράντζας Βρανά ήταν όμως η επιθεώρηση στο θέατρο, όπου αφοσιώθηκε, κατέθεσε το ταλέντο της και ξεδίπλωσε τα χαρίσματά της στην υποκριτική και το τραγούδι. Μάλιστα στο θέατρο άρχισε να γοητεύει τους άντρες. Η ίδια περιγράφει με το δικό της στιλ: «Άρχισα να συνειδητοποιώ το πόσο άρεσα σαν γυναίκα! Άρχισαν να με τριγυρίζουν οι «αδερφές» και να μου φέρνουν τα τεκνά τους για να με γνωρίσουν, γιατί αυτά τους το ζητούσαν! Είχα γίνει η ρενομέ (φημισμένη) γκόμενα του θεάτρου, οι άντρες, ιδίως οι νεαροί, τρελαινόντουσαν για μένα…».

Ο συνθέτης Γιώργος Μουζάκης θεωρούσε ότι αυτό της έκανε ζημιά. Υποστήριζε ότι δεν θα αποκτήσει ποτέ της θέση που τις αξίζει γιατί –όπως ο ίδιος έλεγε- οι άντρες θεατές είχαν τα χέρια στις τσέπες τους όταν τη έβλεπαν στο σανίδι.

Δύο γάμοι και ο Βουτσάς

Στην προσωπική της ζωή, είχε παντρευτεί δύο φορές, την πρώτη σε ηλικία 16 ετών έναν έλληνα ναυτικό από την Αίγυπτο και τη δεύτερη το 1966 τον τραγουδιστή Παύλο Πατάκα, με τον οποίο έζησε μαζί τέσσερις δεκαετίες.

Όμως ο μεγάλος έρωτάς της ήταν ο Κώστας Βουτσάς. «Η σχέση μας πέρασε από πολλά στάδια. Μέχρι ξύλο έπεσε στον πρώτο μας μεγάλο καβγά», είχε πει η ίδια ενώ πήραν τη μεγάλη απόφαση. Η Βρανά παρήγγειλε το νυφικό, ο Βουτσάς της έκανε δώρο ένα χρυσό ρολόι. Αποφάσισαν ο γάμος να γίνει την άνοιξη και να ταξίδι του μέλιτος να είναι ένα ταξίδι στην Ευρώπη.

Όμως τότε ο Βουτσάς της είπε ότι μετά τον γάμο θα πρέπει να ξεχάσει το θέατρο και να γίνει καλή νοικοκυρά. Αυτή δεν δέχθηκε και χώρισαν.

«Ήταν τέλειος σαν εραστής, τρυφερός και γλυκός»

Τη σχέση τους περιγράφει στην αυτοβιογραφία της: «Ο Κώστας ήταν τρομερά φιλόδοξος, μεγαλομανής, αριβίστας. Ήξερε να ελίσσεται. Χρησιμοποιούσε όλα τα κόλπα για να πετύχει τους σκοπούς του. Καλοπερασάκιας. Στην αρχή μου έκανε τον πολύ ερωτευμένο, έκανε ό,τι μπορούσε για να με ευχαριστήσει. Μου αγόραζε δίσκους με λατινοαμερικανικούς ρυθμούς, μου έκανε τον Danny Kaye για να γελάσω, ήταν πολύ κωμικός και ξεκαρδιζόμουν. Αν μ' αγάπησε ο Κώστας (γιατί μ' αγάπησε), αυτό συνέβη αργότερα. Μου φερόταν πολύ ωραία, ήταν πολύ τρυφερός μαζί μου, ζούσαμε πολύ αρμονικά. Όσο η σχέση μας έδενε και πιο γερά, άρχισε τις ζήλιες. "Γιατί κάθεσαι στο καμαρίνι με τη ρόμπα ανοιχτή;". Καβγάς! "Γιατί σου μίλησε ο τάδε συνάδελφος;". Καβγάς! Όλα αυτά τα μικροκαυγαδάκια είχαν σαν αποτέλεσμα να τη βρίσκουμε πιο ωραία ερωτικά. Ο Κώστας ήταν τέλειος σαν εραστής, τρυφερός και γλυκός. Στο κεφάλαιο δουλειά, όμως, ήταν φοβερός. Ήταν φιλόδοξος και βιαζόταν να φτάσει. Πάνω σ' αυτό το θέμα είχαμε διαφορετικές αντιλήψεις…».

Τη δεκαετία του ’80 ασχολήθηκε με την συγγραφή βιβλίων, ξεκινώντας με την αυτοβιογραφία της, που είχε τον τίτλο «Τολμώ» και συνέχισε με τα βιβλία «Το Θέατρο, τα Μπουλούκια κι Εγώ», «Επιθεώρηση, Καψούρα μου» και άλλα βιβλία.

Η τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση έγινε το 1999 στην ταινία των Ρέππα-Παπαθανασίου «Safe Sex».

Από το 1981 αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας λόγω ενός τροχαίου που λίγο έλειψε να την αφήσει παράλυτη. Πέθανε από ανακοπή καρδιάς στις 29 Σεπτεμβρίου 2009.