Νίκολα Πιετραντζέλι: Το τένις αποχαιρετά έναν θρύλο του αθλήματος
Ο Νίκολα Πιετραντζέλι έφυγε από τη ζωή (1/12) πλήρης ημερών, έχοντας βάλει κάτι παραπάνω από ένα απλό λιθαράκι στη γιγάντωση της δημοφιλίας του τένις.
Ο Νίκολα Πιετραντζέλι, μια από τις πλέον καθοριστικές μορφές στην ιστορία του ιταλικού τένις, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 92 ετών, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά που δύσκολα μπορεί να αποτυπωθεί σε αριθμούς ή διακρίσεις. Για δεκαετίες υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από πρωταθλητής Ήταν ο άνθρωπος που συνέδεσε το άθλημα με τη δημόσια σφαίρα, που του έδωσε λάμψη και απήχηση σε ένα κοινό που δεν είχε ακόμη εξοικειωθεί με το τένις ως κοινωνικό και αθλητικό γεγονός.
Με την κινηματογραφική του παρουσία και την άνεση με την οποία κινούνταν δίπλα σε προσωπικότητες όπως ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, η Μπριζίτ Μπαρντό και η Κλαούντια Καρντινάλε, ο Πιετραντζέλι πρόσφερε στο άθλημα μια διαφορετική διάσταση δημοσιότητας. Στο κορτ, ωστόσο, ήταν η δεξιότητα, η κίνηση και κυρίως το υποδειγματικό του backhand που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους κορυφαίους παίκτες στο χώμα στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές του ’60.
Οι επτά τελικοί του στο Ρολάν Γκαρός αφηγούνται σχεδόν μόνοι τους την αθλητική του πορεία. Το 1959 κατέκτησε το τρόπαιο τόσο στο απλό όσο και στο διπλό, δίπλα στον Ορλάντο Σιρόλα, επιβεβαιώνοντας την απόλυτη κυριαρχία του στην επιφάνεια. Έναν χρόνο αργότερα, στο περίφημο πεντάσετο ματς απέναντι στον Λουίς Αγιάλα, ολοκλήρωσε τον αγώνα με τις κάλτσες του βαμμένες κόκκινες από το αίμα – μια εικόνα που έχει περάσει στη μυθολογία του τουρνουά. Στον ίδιο θεσμό είχε κερδίσει και το μικτό το 1958, μαζί με τη Σέρλι Μπλούμερ, ενώ γνώρισε δύο οδυνηρές ήττες σε τελικούς από τον Μανουέλ Σαντάνα, το 1961 και το 1964.
Οι φίλαθλοι της Ρώμης τον είχαν δει επίσης να κατακτά τον τίτλο στο Foro Italico το 1957 και το 1961, όμως η χώρα τον έμαθε περισσότερο μέσα από τις αναμετρήσεις του στο Davis Cup. Σε 164 αγώνες με την εθνική ομάδα, ανάμεσα στο 1954 και το 1972, σημείωσε 120 νίκες, οδηγώντας την Ιταλία σε δύο Challenge Rounds απέναντι στην Αυστραλία, το 1960 και το 1961. Ως αρχηγός, στη δεύτερη φάση της καριέρας του, οδήγησε τον Μπαρατσούτι, τον Μπερτολούτσι, τον Πανάτα και τον Τζουνγκαρέλι στην ιστορική κατάκτηση του τροπαίου το 1976 στο Σαντιάγο.
Η προσωπική του ιστορία είχε τις δικές της παράλληλες διαδρομές. Γεννημένος στην Τύνιδα, ξεκίνησε να παίζει τένις μέσα σε στρατόπεδο κράτησης κατά τη διάρκεια της συμμαχικής κατοχής, όπου ο πατέρας του –ερασιτέχνης τενίστας– ήταν κρατούμενος. Μετά τη μετακόμιση της οικογένειας στη Ρώμη, εντάχθηκε στις ακαδημίες της Λάτσιο και μόνο στα 19 αποφάσισε να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο τένις. Αγωνίστηκε για πρώτη φορά στο ιταλικό πρωτάθλημα το 1952, ενώ στο Γουίμπλεντον μέτρησε 19 παρουσίες, με κορυφαία στιγμή την πορεία του μέχρι τα ημιτελικά το 1960, χρονιά που βρέθηκε και στο Νο3 της παγκόσμιας κατάταξης.
Η διεθνής αναγνώριση ήρθε με την εισαγωγή του στο International Tennis Hall of Fame το 1986. Είκοσι χρόνια αργότερα, το δεύτερο μεγαλύτερο γήπεδο του Foro Italico πήρε το όνομά του, ένα μέρος στο οποίο ο ίδιος είχε εκφράσει την επιθυμία να τελεστεί η κηδεία του, όπως αποκάλυψε στην αυτοβιογραφία του «Se piove rimandiamo».
Στην προσωπική του ζωή απέκτησε τρεις γιους, τον Μάρκο, τον Τζόρτζιο και τον Φιλίππο, από τον γάμο του με τη Σουζάνα Αρτέρο, μια ένωση που διήρκεσε 15 χρόνια. Ο Τζόρτζιο έφυγε από τη ζωή το περασμένο καλοκαίρι, στις 4 Ιουλίου. Ο Πιετραντζέλι είχε επίσης μια μακρόχρονη σχέση με την Ιταλίδα παρουσιάστρια Λίτσια Κολο. Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, ιδιαίτερα μετά το κάταγμα ισχίου που υπέστη τον Δεκέμβριο του 2024.
Με τον θάνατό του κλείνει ένας κύκλος που συνδέει το ιταλικό τένις με τη δική του ακμή, μια εποχή όπου ένας αθλητής μπορούσε να γίνει ταυτόχρονα λαϊκός ήρωας, κοσμική φιγούρα και επίμονος εργάτης του αθλήματος. Ο Πιετραντζέλι υπήρξε όλα αυτά μαζί. Και γι’ αυτό η απουσία του θα συνοδεύει για καιρό τον τόπο τον οποίο ο ίδιος βοήθησε να... ερωτευτεί το τένις!