Video Assistant Referee: Το μεγαλύτερο παραμύθι του ποδοσφαίρου

Ποια η χρησιμότητα του VAR όταν η χρήση του γίνεται κατάχρηση και οι διαιτητές πηγαίνουν 100% κόντρα στη φιλοσοφία του, αφού συνεχίζουν να σφυρίζουν ό,τι θέλουν; Τα ματς του Ολυμπιακού στο Φάληρο και του ΠΑΟΚ στο Πανθεσσαλικό ήταν οι σταγόνες που ξεχείλισαν το (δικό μας έστω) ποτήρι… Γράφει ο Γιώργος Ξανθόπουλος.

Video Assistant Referee: Το μεγαλύτερο παραμύθι του ποδοσφαίρου
Τσάμπα πανηγύρισε ο Ελ Αραμπί και ολόκληρο το «Γ. Καραϊσκάκης»...

Το νέο βοηθητικό σύστημα της UEFA υιοθετήθηκε φέτος και από τις ελληνικές ποδοσφαιρικές αρχές και πλέον αποτελεί μέρος της καθημερινότητάς μας, θέλουμε δεν θέλουμε. Κρίνοντας, πάντως, από τις πρώτες οκτώ αγωνιστικές της Super League, είναι απολύτως σίγουρο ότι… δεν θέλουμε καθόλου!

Για να καταλαβαίνουμε τι λέμε: Ο Video Assistant Referee, δημιούργημα της Ολλανδικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας και κατόπιν της IFAB (International Football Association Board) που υιοθετήθηκε και εφαρμόστηκε στη συνέχεια από FIFA και UEFA, είναι ένας έξτρα διαιτητής που λειτουργεί βοηθητικά προς τον βασικό διαιτητή του κάθε αγώνα.

Σύμφωνα με την ίδια την IFAB, το νέο σύστημα του VAR δημιουργήθηκε προκειμένου να παράσχει έναν τρόπο μέσω του οποίου θα διορθώνονται «ξεκάθαρα και προφανή διαιτητικά σφάλματα» και θα επισημαίνονται «σοβαρά γεγονότα που δεν εντοπίστηκαν (σε πραγματικό χρόνο)». Το μότο, μάλιστα, των δημιουργών του, είναι το εξής: Ελάχιστη παρέμβαση, μέγιστο όφελος.

Αν, τώρα, θυμηθούμε τις παρεμβάσεις του VAR στα 56 ματς που έχουν διεξαχθεί μέχρι στιγμής στο πρωτάθλημα της Super League, έχοντας παράλληλα στο μυαλό μας αυτή τη φράση, που αντικατοπτρίζει κρυστάλλινα τη φιλοσοφία του VAR (τουλάχιστον στο μυαλό των ανθρώπων που το δημιούργησαν), το συμπέρασμα είναι ένα:

Αλήθεια τώρα…;

Από την 1η αγωνιστική μέχρι και την 8η έχουμε απολαύσει σωρεία παρεμβάσεων του VAR και συνεχών διακοπών των αγώνων κάθε τρεις και λίγο, σε σημείο που τα 7 και τα 8 λεπτά καθυστερήσεων στο τέλος των αγώνων έχουν καταντήσει… ρουτίνα. Όσο προχωράει, η Super League μάς θυμίζει περισσότερο Αμερικάνικο Ποδόσφαιρο, όπου οι συνεχείς διακοπές του αγώνα είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, παρά ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα.

Τουλάχιστον, αν η εφαρμογή του VAR γινόταν με την απαραίτητη φειδώ κι έφερνε αποτελέσματα χωρίς να «στραγγαλίζει» τον ρυθμό ενός ματς και χωρίς να το «αποστειρώνει» μέχρις εσχάτων, θα λέγαμε χαλάλι. Άλλωστε αυτή είναι και η φιλοσοφία του νέου συστήματος, να διορθώνει λάθη χωρίς να παρεμβάλλεται στον υπερθετικό, καταστρέφοντας το θέαμα και τσαλακώνοντας την «ψυχή» του αθλήματος.

Αντ’ αυτού, όμως, βλέπουμε το σύστημα να χρησιμοποιείται με τέτοιο τρόπο, που πραγματικά σε κάνει να αναρωτιέσαι για τη χρησιμότητα της ύπαρξής του. Σε κάθε αμφισβητούμενη φάση έχουμε διακοπή του αγώνα, ενδοσυνεννόηση διαιτητή και VAR, ενδεχομένως και τσεκάρισμα του βίντεο από τον ίδιο τον ρέφερι για σιγουριά.

Σαν να μην έφτανε αυτό, ο εκάστοτε «άρχοντας» του αγώνα σφυρίζει -κυριολεκτικά σε μερικές περιπτώσεις- ό,τι γουστάρει. Τα πρόσφατα ματς του Ολυμπιακού με την ΑΕΚ στο Φάληρο και του ΠΑΟΚ με τον Βόλο στο Πανθεσσαλικό ήταν χαρακτηριστικά παραδείγματα της απόλυτης δυσλειτουργίας του νέου συστήματος και οι σταγόνες που ξεχείλισαν το (δικό μας έστω) ποτήρι.

Στο «Καραϊσκάκης», το γκολ του Ελ Αραμπί ακυρώθηκε από τον Ζόρζε Σόουζα επειδή η φάση «γύρισε» περίπου 10 δευτερόλεπτα (και περίπου τέσσερις χρόνους: 1. διώξιμο Γκιγιέρμε, 2. «ψαλίδι» Καμαρά, 3. κλέψιμο Ελ Αραμπί από Τσιντώτα/Βράνιες και 4. πλασέ μπροστά από τον Τσιγκρίνσκι) πριν. Το δε «χέρι», ήταν το σημείο μεταξύ μπράτσου και ώμου του Βραζιλιάνου, την ώρα που διεκδικούσε τη μπάλα από αντίπαλο. Μιλάμε για τον ορισμό του «βγάλαμε από τη μύγα ξύγκι».

Παρεμπιπτόντως, είδατε κανέναν από τους παίκτες της ΑΕΚ ή τον πάγκο να διαμαρτύρεται σε πραγματικό χρόνο; Φυσικά και όχι, αφού κανείς δεν πήρε χαμπάρι την παράβαση, η οποία κατά την ταπεινή μας άποψη δεν υπήρξε και ποτέ. Αλλά ακόμα και να υπήρξε, μόνο «ξεκάθαρη και προφανής» (όπως ευαγγελίζεται η IFAB) δεν ήταν.

Πολύ απλά, δεν γίνεται να αφήνεις να μπει ένα γκολ, να πανηγυρίζει η ομάδα και να «παίρνει» ψυχολογία, να γίνεται πανζουρλισμός στις κερκίδες, μόνο και μόνο για να τα πάρεις όλα πίσω 5 λεπτά αργότερα και ύστερα από εξονυχιστικό έλεγχο σε βαθμό υπερβολής. Δεν γίνεται να μπαίνει γκολ και οι φίλαθλοι να μη μπορούν να πανηγυρίσουν με την ψυχή τους επί τόπου, αλλά να περιμένουν στις θέσεις τους για να χαρούν… νερόβραστα δύο και τρία λεπτά αργότερα. Αυτό δεν είναι ποδόσφαιρο, είναι… νευροχειρουργική.

Πάμε στο Πανθεσσαλικό. Εκεί όπου ο ΠΑΟΚ «σφράγισε» τη νίκη του με ένα πέναλτι του Πέλκα στο 72’, το οποίο είχε κερδίσει λίγο νωρίτερα ο Λημνιός από μαρκάρισμα του Δημόπουλου εντός της περιοχής. Εδώ είχαμε την άλλη περίπτωση του VAR: Τον διαιτητή (Ευαγγέλου εν προκειμένω) να μη σφυρίζει κόντρα σε αυτό που υποδεικνύει ο video referee, αλλά να αρνείται να δει ο ίδιος τη φάση λόγω υπερβολικής σιγουριάς.

Ξεπερνάμε το γεγονός ότι δεν υπήρξε κανένα πέναλτι, με τον Λημνιό να πέφτει μαεστρικά «ψάχνοντας» την επαφή με τον αμυντικό του Βόλου. Από τις φάσεις, δηλαδή, που μόνο ένας καλός διαιτητής μπορεί να εντοπίσει.

Αυτό που προκαλεί απορία είναι η άρνηση του ρέφερι να συμβουλευτεί ο ίδιος το ριπλέι, παρά τις ικεσίες των παικτών του Βόλου. Τόσο δευτερόλεπτα μετά τον καταλογισμό του πέναλτι, όσο και μετά το τέλος του αγώνα, όπου είδαμε ποδοσφαιριστές των γηπεδούχων να ρωτούν τον διαιτητή «γιατί δεν πήγες να δεις το βίντεο εσύ;».

Συμπερασματικά: Ποια η χρησιμότητα του VAR, όταν η χρήση του γίνεται κραυγαλέα κατάχρηση και οι διαιτητές πηγαίνουν συστηματικά 100% κόντρα στη φιλοσοφία του, αφού συνεχίζουν να σφυρίζουν κατά το δοκούν -ή σε άλλες περιπτώσεις να σφυρίζουν… αδιάφορα;

Χρησιμότητα καμία. Αλλά από παρεμβατικότητα; Χορτάσαμε ήδη μέσα σε οκτώ αγωνιστικές…