Από «θεσμός των εκπλήξεων» σε… Super League εξπρές!

Η αχρείαστη «βοήθεια» που λαμβάνουν οι μεγάλοι του ελληνικού ποδοσφαίρου στον βωμό των τηλεοπτικών δικαιωμάτων και η εκμηδένιση του πλέον συναρπαστικού στοιχείου που χαρακτήριζε παραδοσιακά το Κύπελλο Ελλάδας: Το απρόβλεπτο. Γράφει ο Γιώργος Ξανθόπουλος.

Από «θεσμός των εκπλήξεων» σε… Super League εξπρές!

Το ποδόσφαιρο, σε αντίθεση με πολλά άλλα αθλήματα, δίνει πάντοτε περισσότερες πιθανότητες σε μια ομάδα μικρότερης δυναμικότητας να πάρει αποτέλεσμα κόντρα σε ένα ποιοτικότερο σύνολο. Να κάνει τη λεγόμενη έκπληξη, να πάει κόντρα στα προγνωστικά και τη λογική. Αυτός, μάλιστα, είναι και ένας από τους βασικούς λόγους που το συγκεκριμένο άθλημα έχει εκατομμύρια φανατικούς οπαδούς ανά την υφήλιο και που αποκαλείται «ο βασιλιάς των σπορ».

Η δυνατότητα έκπληξης, ωστόσο, αντισταθμίζεται με τη διεξαγωγή ενός πρωταθλήματος, όπου το τελικό αποτέλεσμα ενός αγώνα δεν παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στην κατάταξη των ομάδων στο φινάλε μιας σεζόν. Εκεί, η θέση που θα καταλάβει ένα σωματείο βγαίνει στη… σούμα, ήτοι από το σύνολο των αποτελεσμάτων του στο εκάστοτε πρωτάθλημα. Και μια καλή ομάδα, μέσες-άκρες, θα πάρει αυτό που δικαιούται βάσει της δυναμικότητάς της.

Πολύ απλά: Όσο αυξάνεται ο αριθμός των αγώνων, τόσο αυξάνονται και οι ευκαιρίες μιας καλής ομάδας να «ρεφάρει» ένα απρόσμενο αρνητικό αποτέλεσμα και στο τέλος να καταλάβει τη θέση που της αξίζει. Και κάπου εκεί βρίσκεται -ή τουλάχιστον… βρισκόταν- η κύρια διαφορά του πρωταθλήματος με το Κύπελλο: Στον δεύτερο τη τάξει θεσμό, μια ενδεχόμενη έκπληξη έχει ως επί το πλείστο πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα απ’ ό,τι σε μια λίγκα 30 αγωνιστικών.

Γι’ αυτό, άλλωστε, το Κύπελλο χαρακτηρίζεται παραδοσιακά «ο θεσμός των εκπλήξεων». Διότι από τότε που πρωτοεμφανίστηκε στη χώρα μας, το μακρινό 1931, δίνει τη δυνατότητα στους «μικρούς» να κάνουν τη ζημιά στους «μεγάλους» μέσα σε ένα 90λεπτο και όχι μέσω του «μαραθωνίου» που λέγεται πρωτάθλημα, όπου εύλογα οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο μειώνονται κατακόρυφα. Με αυτό τον τρόπο, ομάδες με ελάχιστους ή καθόλου τίτλους στη μεγάλη κατηγορία, όπως ο Εθνικός, ο Ηρακλής, η Καστοριά, ο Πανιώνιος, ο ΟΦΗ και η Λάρισα, κατάφεραν να σηκώσουν το βαρύτιμο τρόπαιο.

Κατά κανόνα, στο Κύπελλο ο «μεγάλος» καλείτο να αντιμετωπίσει τον «μικρό» εκτός έδρας, σε μονό παιχνίδι, με τις πιθανότητες για την έκπληξη να είναι σαφώς περισσότερες. Παραδοσιακά, δηλαδή, ο δεύτερος τη τάξει θεσμός ευνοούσε τους «Δαβίδ» όταν κοντράρονταν με τους «Γολιάθ» του αθλήματος, τόσο στη χώρα μας όσο και σε όλο τον υπόλοιπο ποδοσφαιρικό πλανήτη.

Εν έτει 2018, όμως, το Κύπελλο Ελλάδας θυμίζει ελάχιστα τον θεσμό του -όχι και τόσο μακρινού- παρελθόντος. Το σύστημα διεξαγωγής του στη χώρα μας είναι πλέον… ομιχλώδες, με πάμπολλα διαφορετικά στάδια, μεταξύ των οποίων και μία φάση ομίλων, όπου όλοι οι συμμετέχοντες παίζουν με όλους, ώστε οι ομάδες που θα προκριθούν να προκύψουν μέσα από την τελική… βαθμολογία.

Κι αν όλο αυτό θυμίζει περισσότερο μίνι-πρωτάθλημα παρά Κύπελλο, αυτό συμβαίνει γιατί επί του παρόντος ο θεσμός στη χώρα μας ΕΙΝΑΙ ένα μίνι-πρωτάθλημα!

Πλέον οι ομάδες μικρότερων κατηγοριών, εφόσον περάσουν τις πρώτες τρεις φάσεις του Κυπέλλου όπου… κονταροχτυπιούνται μεταξύ τους, τότε προκρίνονται στη φάση των ομίλων. Εκεί, καλούνται να αντιμετωπίσουν όχι μία αλλά δύο ομάδες από τη Super League και να τις αποκλείσουν όχι μέσω μονών αγώνων, αλλά μέσω τελικής βαθμολογίας ύστερα από τρία παιχνίδια!

«Θεσμός των εκπλήξεων», λοιπόν, ή… Super League εξπρές; Μάλλον το δεύτερο…

Σαν να μην έφταναν, μάλιστα, όλα αυτά, η αποστολή των «μικρών» γίνεται ακόμα δυσκολότερη αν συνεκτιμηθεί ένα ακόμη βασικό στοιχείο: Στις περισσότερες περιπτώσεις άσημων επαρχιακών ομάδων, οι φυσικές τους έδρες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η διοργανώτρια για τη διεξαγωγή αγώνων στο Κύπελλο. Έτσι τα εν λόγω σωματεία υποχρεώνονται να ταξιδεύουν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από το «σπίτι» τους -και πολλές φορές πιο κοντά στην έδρα του «μεγάλου»- προκειμένου να συμμετάσχουν στον θεσμό.

Ως αποτέλεσμα, προκύπτουν ματς-«ανέκδοτα» όπως το πρόσφατο της Θύελλας Καμαρίου με τον Ατρόμητο, το οποίο αντί να γίνει στο όμορφο ΔΣ Καμαρίου της Σαντορίνης όπου και εδρεύει η πρώτη, διεξήχθη στη… Ριζούπολη, μεταξύ «συγγενών και φίλων». Με «γηπεδούχο» τη Θύελλα…

Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, με τον χαρακτηρισμό «ανέκδοτα» δεν αναφερόμαστε φυσικά στο τελικό σκορ. Το παιχνίδι θα μπορούσε κάλλιστα να είχε γίνει στη Σαντορίνη και ο Ατρόμητος να έβαζε… δέκα! Το θέμα, όμως, είναι πως με τα ισχύοντα δεδομένα, η Θύελλα Καμαρίου και η κάθε Θύελλα Καμαρίου χάνει εξ ολοκλήρου το πλεονέκτημα της έδρας, με συνέπεια και ο θεσμός να χάνει το πλέον συναρπαστικό στοιχείο που τον χαρακτήριζε ανέκαθεν: Το απρόβλεπτο.

Και όλα αυτά, φυσικά, στον βωμό της τηλεθέασης και των εσόδων. Όσο περισσότεροι οι αγώνες, τόσο περισσότερες οι τηλεοπτικές μεταδόσεις και τα εισιτήρια. Και ναι, θέλουμε-δεν θέλουμε, το ποδόσφαιρο είναι πλέον προϊόν. Αντίστοιχα, όμως, θέλουμε-δεν θέλουμε, το άθλημα χάνει λίγη (ή πολλή;) από τη λάμψη του.

Όσο για τις «προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί ένα γήπεδο, προκειμένου να φιλοξενήσει αγώνα Κυπέλλου με τη συμμετοχή ομάδων της Super League», κι αυτές προκαλούν ερωτηματικά. Το πώς, δηλαδή, η έδρα της Θύελλας Καμαρίου κρίνεται ακατάλληλη, ενώ το… χωράφι που χρησιμοποιεί ως έδρα ο Άρης Αβάτου και στο οποίο κλήθηκε να παίξει πρόσφατα ο Ολυμπιακός, είναι… κατάλληλο, αυτό το γνωρίζουν μόνο οι άνθρωποι της διοργανώτριας.

Εκεί, βέβαια, στο παλιό γήπεδο της Ξάνθης, υπάρχουν δημοσιογραφικά θεωρεία και θέσεις για κάμερες...