Mπαρτσελόνα: Η αποτυχία δεν είναι τόσο του Τσάβι, όσο του Λαπόρτα και των «μπλαουγκράνα»!

Η ανακοίνωση αποχώρησης του Τσάβι στο φινάλε της σεζόν δεν συνιστά μόνο «λευκή» πετσέτα από τον Καταλανό τεχνικό, αλλά κι αποτυχία τόσο του οργανισμού της Μπαρτσελόνα, αλλά και της διοίκησης της που εσχάτως ειδικεύεται στο να αμαυρώνει θρύλους του συλλόγου...

Mπαρτσελόνα: Η αποτυχία δεν είναι τόσο του Τσάβι, όσο του Λαπόρτα και των «μπλαουγκράνα»!

Το «ναυάγιο» της Μπαρτσελόνα, προϊόν πέντε, μάλιστα, ...τορπιλών, στο Moνζουίκ, προερχόμενων από το «κίτρινο υποβρύχιο», της Βιγιαρεάλ, που αγωνιζόταν να κρατηθεί πάνω από την επικίνδυνη ζώνη, αποτέλεσε το «ξεφούρνισμα» εξελίξεων που εδώ και καιρό ...σιγοβράζαν.

Το απίθανο 3-5, με τις δύο ανατροπές, είχε ως συνέπεια το «καπάκι» που έστω με δυσκολία κρατιόταν πάνω από το «τσουκάλι» των εξελίξεων να πεταχτεί, αφού ο Τσάβι Ερνάντες ανακοίνωσε την αποχώρηση του από την τεχνική ηγεσία.

Όχι άμεσα, αλλά -κατά τα πρότυπα των Γκουαρντιόλα και Λουίς Ενρίκε- μεσούσης της σεζόν ανακοίνωσε ότι θα την ολοκληρώσει και θα φύγει .

Παρότι είχε κι άλλο χρόνο συμβολαίου.

Ο στόχος διπλός: ν' αποφορτίσει την ομάδα (θέτοντας τους παίκτες προ των ευθυνών τους...), αλλά και ν' αποφορτιστεί κι εκείνος.

Για το αν θα πετύχει το πρώτο σκέλος (στα πρότυπα του Λουίς Ενρίκε, με τον οποίο λειτούργησε στην μνημειώδη ανατροπή του 4-0 της Παρί Σεν Ζερμέν, με το 6-1 της Βαρκελώνης...) ο χρόνος θα δείξει.

Aλλά επί προσωπικού, σίγουρα, του έλυσε τη γλώσσα.

Κάθε συνέντευξη Τύπου έκτοτε είναι μια έμμεση ...δίκη της διοίκησης των «μπλαουγκράνα», για την έλλειψη στήριξης, αλλά και του του τοξικού περιβάλλοντος που υπάρχει γύρω από το ποδοσφαιρικό τμήμα της ανδρικής ομάδας (την ίδια ώρα που η γυναικεία... πετάει, εκ νέου!)

Η κατάσταση, προφανώς, ήταν από καιρό ανυπόφορη για εκείνον κι αφού χάθηκε το Σούπερ Καπ (ελέω Ρεάλ Μαδρίτης), αλλά και το Κύπελλο (στο Μπιλμπάο), με δύο τεσσάρες, στο πρωτάθλημα βρίσκεται στο -10, και το Τσάμπιονς Λιγκ, ρεαλιστικά, είναι ανέφικτο, έκανε το μεγάλο βήμα.

Η αποχώρηση του 44χρονου τεχνικού αποτελεί μια ομολογία αδυναμίας αλλαγής της δυναμικής της ομάδας κι αποτυχίας για τα φετινά πεπραγμένα, που (όχι άδικα) του καταλογίζονται.

Μόνο που, πριν απ' αυτά, υπάρχουν κάποια δεδομένα που δεν μπορεί να μην του πιστωθούν.

Όπως ότι ανέλαβε την ομάδα... 9η, μεσούσης της περιόδου (όταν ο Λαπόρτα τράβηξε την ...πρίζα του Κούμαν, ενός ακόμη θρύλου της ομάδας που έφυγε με βολές για την αντιμετώπιση που είχε) -της πρώτης χωρίς τον Mέσι- και την έβγαλε 2η έχοντας προλάβει να ρίξει μια περιποιημένη 4αρα στο κλασικό του «Μπερναμπέου».

Κι όχι μόνο αυτό, αλλά στη δεύτερη του χρονιά - αφού πάντως έγιναν ακριβές μεταγραφές (Λεβαντόφσκι, Ραφίνια, Κουντέ) με τον σύλλογο να πουλάει περιουσιακά του στοιχεία - κατάφερε να φέρει το πρωτάθλημα και το Σούπερ Καπ (με τριάρα στους «μερένγκες»).

Τι μεσολάβησε και η ανοδική εντός συνόρων -γιατί εκτός μετρούσε μέχρι την φετινή σεζόν δύο αποκλεισμούς στους ομίλους του Champions League και πρόωρους αποκλεισμούς στο Εuropa League- έγινε πισωγύρισμα;

Kαταρχάς αποχώρησαν οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργαζόταν, αγαστά, παρά τω προέδρω.

Οι Ζόρντι Κρόιφ και Ματέου Αλεμάνι (παραιτήθηκε, αρχικά, για να πάει στην Άστον Βίλα και ...ξεπαραιτήθηκε, μέχρι να παραιτηθεί οριστικά) έφυγαν κι ήρθε ο Ντέκο.

Είναι κοινό μυστικό ότι Καταλανός με τον Πορτογάλο (πρώην συμπαίκτη του) δεν έχουν το ίδιο feeling, με τους προαναφερθέντες, αλλά πέραν τούτου οι προτάσεις του για αμυντικό χαφ μετά την αποχώρηση Μπούσκετς (π.χ. Σουμπιμέντι) δεν εισακούστηκαν κι αντ' αυτού ήρθε ο Οριόλ Ρομέου.

Που ως ταλέντο της Μasia αφέθηκε να φύγει και πληρώθηκε, στα 32 του, 3,4 εκατ. ευρώ για να γυρίσει.

Παρεμπιπτόντως, τα μόνα χρήματα που πλήρωσε η Μπαρτσελόνα το περασμένο καλοκαίρι για μεταγραφές, αφού τα μεγάλα ονόματα που ήρθαν (Ζοάο Κανσέλο και Ζοάο Φέλιξ) κατέστη δυνατό μέσω δανεισμών και γνωριμιών διοικούντων και Ντέκο με τον, συμπατριώτη τους, σούπερ ατζέντη, Ζόρζε Μέντες.

Όλα αυτά σε συνδυασμό με ένα απίστευτο γαϊτανάκι τραυματισμών (σ. κάποιοι θεωρούν υπεύθυνες και τις προπονήσεις του Τσάβι), αλλά και έναν ορυμαγδό διαιτητικών λαθών (σαν κάποιοι να φοβούνται μην μπουν στο «κάδρο» για την υπόθεση Νεγκρέϊρα) αλλά και λαθών του ιδίου, στη διαχείριση (αδυναμία εύρεσης σχήματος και τακτικών), έφεραν την κατάσταση στο... μη παρέκει.

Έτσι ξεχάστηκε εύκολα το πρωτάθλημα που κατακτήθηκε «αέρα» (+10 από τη Ρεάλ Mαδρίτης των λυμένων προβλημάτων) κι όλοι θυμόντουσαν το πενιχρό θέαμα και τις «μισό - μηδέν» νίκες με ήρωα τον Τερ Στέγκεν...

Ο Tσάβι, κατά τα πρότυπα των προπονητών της Μπαρτσελόνα ήταν, όλο αυτό το διάστημα, ο ...κυβερνητικός εκπρόσωπος (ρόλος στον οποίο διέπρεψε ο Ερνέστο Βαλβέρδε κι ο, επικοινωνιακός. Γκουαρντιόλα, αλλά σιχανόταν ο Λουίς Ενρίκε) αλλά δεν είχε την ανάλογη στήριξη.

Μιλούσε για τη διαιτησία, την ίδια στιγμή που η διοίκηση σώπαινε και συγκέντρωνε τις βολές του (μαδριλένικου) Τύπου, χωρίς προστασία.

Όταν ,δε, έγινε γνωστό ότι έπεσε προεδρικό τηλεφώνημα στην Αμβέρσα για να παίξει ο Λεβαντόφσκι, σ' ένα αδιάφορο βαθμολογικά ματς με την Αντβέρπ το τι θ' ακολουθούσε έμοιαζε προδιαγεγραμμένο.

Απεκδυμένος κάθε κύρους απέναντι σε παίκτες, κόσμο και δημοσιογράφους ο άλλοτε «μαέστρος» της «Πεπ Τιμ» ούτε ενάμιση μήνα μετά παράτησε την μπαγκέτα.

Το πρόβλημα, αντίθετα απ' ότι νομίζουν πολλοί, δεν το έχει εκείνος που ένα κομμάτι... παντεσπάνι (χωρίς τοξικότητες) θα βρει, αν όχι στην Ιβηρική, στο Κατάρ (όπου πίνουν νερό στο όνομα του) ή την Σαουδική Αραβία.

Το πρόβλημα το έχει η Μπαρτσελόνα που, ελλείψει χρημάτων, ζει στη χώρα του φαντασιακού.

Όπως φαντασιώνονταν ότι αλά... Γκουαρντιόλα θα έβγαινε κι ο Τσάβι, τώρα υπάρχει μια εντύπωση ότι όλοι διαγκωνίζονται για να πάρουν τη δουλειά του προπονητή.

Oι ελπίδες για τον Κλοπ (που, πάντως, μόνο την μπάλα της Μπάρτσα δεν παίζει...) αποδείχθηκαν φρούδες όταν ο Γερμανός δήλωσε ότι δεν ξέρει αν θα ξαναπροπονήσει, ο Αρτέτα (με «μπλαουγκράνα» προϋπηρεσία) το... ξέκοψε και το ερώτημα είναι πολύ λογικό και προφανές:

αν δεν άντεξε ένας (ακόμη) θρύλος του Καταλανικού συλλόγου, που αποτελεί το DNA του συλλόγου, πως θα τα καταφέρει κάποιος εκτός ενός οργανισμού που αυτοπροσδιορίζεται ως «περισσότερο από ένα κλαμπ»;