Ο Καβάφης... αλλιώς

Γεννημένος στις 29 Απριλίου του 1863 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου έμελλε να γίνει ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής του 20ου αιώνα.

Ο Καβάφης... αλλιώς

Όσο ζούσε, κι ενώ το έργο του αποκτούσε συνεχώς περισσότερους θαυμαστές, αντιμετωπιζόταν με σοβαρή δυσπιστία από τους κύκλους της ελληνικής διανόησης αλλά και από το πνευματικό και κοσμικό περιβάλλον της Αλεξάνδρειας. Όμως ο Καβάφης δεν ήταν τυχαίος και για όσους τον αμφισβητούσαν έλεγε απλά: «Είμαι ο ποιητής των επομένων γενεών».

Από τις αρχές του 20ου αιώνα η αντιζηλία του με τον επιφανή Ελλαδίτη ποιητή Κωστή Παλαμά είχε εξελιχθεί σε ένα άτυπο πόλεμο στον οποίο ο Καβάφης έμοιαζε να δέχεται συνεχείς ήττες. Σήμερα ωστόσο που ο Αλεξανδρινός ποιητής επισκιάζει τους πάντες με την ύστερη φήμη του, ο Παλαμάς, παρά την αναμφισβήτητη αξία του, παλεύει να γλιτώσει από την λήθη. Το «ΦΩΣ» παρουσιάζει τις αθέατες πτυχές του Κωνσταντίνου Καβάφη, κάποιες από τις οποίες έχουν απροσδόκητο χιούμορ.

Γόνος μιας πτωχευμένης οικογένειας

Ο Καβάφης είναι το ένατο παιδί του βαμβακέμπορου Πέτρου-Ιωάννη Καβάφη και της Χαρίκλειας Φωτιάδη. Σύμφωνα με τον Στρατή Τσίρκα ο εμπορικός οίκος Καβάφη ήταν ανάμεσα στους πέντε πρώτους σε κύκλο εργασιών. Ο σχετικά πρόωρος θάνατος του πατέρα του ωστόσο το 1870 οδηγεί σε διάλυση τις οικογενειακές επιχειρήσεις και ο Κωνσταντίνος που γεννήθηκε μες στα μαλάματα, θα υποχρεωθεί στη συνέχεια της ζωής του να βιοποριστεί σε αδιάφορες για αυτόν θέσεις ενώ ανέπτυσσε το ποιητικό του ταλέντο.

Πήγε σχολειό;

Δεν είναι σαφές αν ο ποιητής στα πρώτα χρόνια της ζωής του πήγε σχολείο ή αν απλώς παρακολούθησε μαθήματα στο σπίτι. Είναι σίγουρο ότι διδάχτηκε Ελληνικά, Αγγλικά και Γαλλικά από οικοδιδάσκαλο και απλώς συμπλήρωσε τη μόρφωσή του 1-2 χρόνια στο Ελληνικό Εκπαιδευτήριο Αλεξάνδρειας. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, η οικογένεια θα εγκατασταθεί για λίγα χρόνια στην Αγγλία. Ο Καβάφης θα επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια 15 χρονών το 1878. Σ’ αυτήν την ηλικία και μέχρι να φοιτήσει στο εμποροπρακτικό Λύκειο «Ο Ερμής», που ιδρύθηκε το 1881, μελετά μόνος του στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας προσπαθώντας να καλύψει τα κενά της εκπαίδευσής του.

Τα Ελληνικά δεν ήταν η μητρική του γλώσσα

Είναι κάτι περισσότερο από βέβαιο ότι στον πολύγλωσσο κόσμο της Αλεξάνδρειας ο Καβάφης μιλούσε πρωτίστως Αγγλικά και ήταν η γλώσσα που χειριζόταν καλύτερα. Στις «Δοκιμές» του ο Σεφέρης επισημαίνει το γεγονός αναφέροντας πως οι τρεις μεγάλοι ποιητές μας (Σολωμός, Κάλβος, Καβάφης) δεν μιλούσαν τα Ελληνικά όπως τα μιλάμε εμείς και το ποιητικό τους ταλέντο αναπτύχθηκε τελικά σ’ ένα γλωσσικό περιβάλλον που δεν τους ήταν τόσο οικείο όσο νομίζουμε.

«Ο Καραγκιόζης της δημοτικής»
Είναι γνωστό το μένος που έτρεφε ο κύκλος του Κατσίμπαλη και των άλλων Ελλήνων διανοουμένων του μεσοπολέμου για τον Αλεξανδρινό ποιητή, τον οποίο έβλεπαν κυρίως ως θανάσιμη απειλή για τον εκλεκτό τους, τον Κωστή Παλαμά. Όλοι αυτοί σχολίαζαν τα αδόκιμα Ελληνικά του Καβάφη και δεν δίσταζαν να τον αποκαλούν «Καραγκιόζη της δημοτικής».

Το μέλλον τον δικαίωσε απόλυτα καθώς σήμερα η Καβαφική ποίηση αποδεικνύεται ένα σύμπαν που όλο και διαστέλλεται. Όσο για αυτούς που τον λοιδορούσαν ισχύει ο στίχος του Σεφέρη: «Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη»

Εθισμένος στον τζόγο

Ανάμεσα στις πρώιμες δουλειές που δοκίμασε ήταν και η θέση του μεσίτη στο Χρηματιστήριο βάμβακος. Σε όλη του τη ζωή ο Καβάφης επένδυε στα τυχερά παιχνίδια κι έπαιζε από χαρτιά μέχρι ντόμινο, ενώ ενίσχυε το πενιχρό του εισόδημα ως υπαλλήλου στην Εταιρεία Αρδεύσεων με μετοχές από το Χρηματιστήριο που πωλούσε ή αγόραζε κατά περίπτωση.

Η ζωή στην εταιρία Αρδεύσεων

Το 1892 ο Κωνσταντίνος Καβάφης θα προσληφθεί ως έκτακτος έμμισθος υπάλληλος στην Εταιρεία Αρδεύσεων της Αλεξάνδρειας κι εκεί θα εργαστεί για τριάντα χρόνια μέχρι το 1922 φτάνοντας στον βαθμό του υποτμηματάρχη. Ο ποιητής ωστόσο κάθε άλλο παρά υποδειγματικός υπάλληλος υπήρξε. Το αντικείμενο της εργασίας τού φαινόταν άκρως αδιάφορο, οι αποδοχές δεν του έφταναν για να ζήσει όπως ήθελε. Πίσω από το βλοσυρό και επιδερμικά εργατικό προσωπείο του κρυβόταν η λαχτάρα του να σκαρώνει συνεχώς νέα ποιήματα. Αν κοίταζε κανείς από την κλειδαρότρυπα του γραφείου του όπου παρέμενε κλεισμένος όλη μέρα, θα διαπίστωνε πως κάτω από τη χαρτούρα της δουλειάς, ο ποιητής έκρυβε τα σχεδιάσματα των ποιημάτων του που τα επεξεργαζόταν ξανά και ξανά ώσπου να τους δώσει την οριστική του μορφή.

Ήταν ομοφυλόφιλος;

Μεγάλο μέρος της Καβαφικής ποίησης τόσο σε έκταση όσο και σε σημασία αποτελούν τα λεγόμενα αισθησιακά ή ερωτικά ποιήματά του. Σε αυτά δεσπόζει μια ομοφυλοφιλική διάθεση άλλοτε σαφής άλλοτε υπαινικτική σε ατμόσφαιρα αναμνησιολογίας και βαθιάς αναπόλησης. Τα πάντα ανάγονται στο παρελθόν σαν να μην αληθεύουν αλλά να αποτελούν κομμάτι της πλούσιας αλλά και κομψής φαντασίας του ποιητή.

Αλεξάνδρεια, μια μυθική πόλη

Η ομοφυλοφιλία του Καβάφη ωστόσο παραμένει μέχρι σήμερα αδιευκρίνιστη και ίσως σε αυτό να συμβάλλει η μυστικοπάθειά του αλλά και η με κάθε κόστος αποφυγή πρόκλησης σκανδάλου. Το ζήτημα έγειρε πρώτος ο Ατανάζιο Κατράρο μεταφραστής στα Iταλικά των ποιημάτων του Καβάφη και προσωπικός του φίλος. Ο Ατανάζιο γράφει: «Την ομοφυλοφιλία του Καβάφη τη βαραίνει ένα μεγάλο ερωτηματικό, που χρειάζεται βαθιά συνετή και αντικειμενική μελέτη και δεν αποκλείεται η απόφαση να είναι απαλλακτική. Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να προσκομίσει μια απόδειξη για το αμάρτημα που αποδίδεται στον ποιητή και ποτέ δεν βρέθηκε ανακατεμένος σ' ένα σκάνδαλο».

«Το ουίσκι Παλαμάς»

Το 1907 ο Κωνσταντίνος Καβάφης μαζί με τον αδερφό του Παύλο θα νοικιάσουν ένα διαμέρισμα στην οδό Λέψιους, στο οποίο ο ποιητής θα ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του αφοσιωμένος στην τέχνη του.

Από το σπίτι της οδού Λέψιους θα περάσουν ουκ ολίγοι επισκέπτες: Ευρωπαίοι διανοούμενοι, πνευματικοί άνθρωποι της Αλεξάνδρειας αλλά και της μητέρας Ελλάδας. Όσοι δεν ήταν ιδιαίτερα συμπαθείς στον οικοδεσπότη τους είχαν την …τύχη να γεύονται ένα ουίσκι δεύτερης ποιότητα που ο Καβάφης το φυλούσε ειδικά για αυτούς και το ονόμαζε «Ουίσκι Παλαμάς»!

Αλεξάνδρεια, η «πόλη»

Το περίφημο ποίημα του Καβάφη «Η πόλις» δεν διαφέρει από το υπόλοιπο έργο του. Σύντομο, υπαινικτικό, γεμάτο μεταφορές και γλυκόπικρο στοχασμό καταλήγει ως εξής:

«Η πόλις θα σε ακολουθεί.

Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους.

Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·

και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.

Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις —

δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.

Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες

εδώ στην κόχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.

Ο ποιητής περιγράφει τη σχέση του με την πόλη του, μια πόλη που όπως κι η οικογένειά του, γνώρισε την άνοδο και τον κοσμοπολιτισμό αλλά και την αιφνίδια πτώση. Η Αλεξάνδρεια του Καβάφη, ωστόσο, δεν είναι η πόλη στην οποία έζησαν οι συγκαιρινοί του. Είναι μια πόλη δικής του έμπνευσης που διασώθηκε με τον καλύτερο τρόπο μέσα στα ποιήματα.

«Δεν είμαι Έλλην είμαι Ελληνικός»

Το 1885 ο ποιητής θα λάβει την ελληνική υπηκοότητα ωστόσο συνήθιζε να διατυμπανίζει: «Δεν είμαι Έλλην, είμαι Ελληνικός». Ήθελε προφανώς να διαχωρίσει τη θέση από τους Ελλαδίτες, ως μέλος του Έκκεντρου Ελληνισμού που ζώντας μακριά από τη μητέρα Ελλάδα καταφέρνει τελικά να αναπτύξει τις αναμφίβολες αρετές του αλλά και να αποφύγει τα τρισκατάρατα ελαττώματα της φυλής.

Ο Καβάφης μιλά για τον Καβάφη

Όπως όλοι οι μεγάλοι λογοτέχνες και ποιητές έτσι κι ο Καβάφης προσπάθησε να εξαφανίσει τον εαυτό του από την ποίησή του, χωρίς ωστόσο να το καταφέρνει πάντοτε. Στο περίφημο ποίημά του «Η Σατραπεία» επιχειρεί ένα πικρόχολο αυτοαναφορικό σχόλιο, με το οποίο κατηγορεί τον εαυτό του για τα μικρά και αδύναμα πάθη του:

Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ' επιτυχία να σε αρνείται·
να σ' εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.

Ο Καβάφης πέθανε στις 29 Απριλίου του 1933, συμπληρώνοντας ακριβώς 70 χρόνια ζωής. Είχε προετοιμάσει αυτή τη στιγμή μέσα από τους τελευταίους στίχους του ποιήματος «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον»

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν πού ταιριάζει σε πού αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, άλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια πού χάνεις…

«Κυρ Κωστάκη φτιάξε μας ένα ποίημα…»

Ο Καβάφης δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τον πόλεμο της Ελλαδικής διανόησης αλλά και την ειρωνεία και την περιφρόνηση των συμπολιτών του. Στα σουαρέ των Αλεξανδρινών, όταν τύχαινε να συμμετάσχει, δεν ήταν λίγες οι φορές που κάποια ελαφρόμυαλη κυρία της καλής κοινωνίας έκανε κάποιο προσβλητικό σχόλιο του τύπου: «Κυρ Κωστάκη, δεν πας δίπλα να σκαρώσεις κανένα ποιηματάκι με την ησυχία σου και να μας το διαβάσεις για να ευθυμήσουμε;»

Τη μέρα του θανάτου του, ο «Ταχυδρόμος», η μεγάλη εφημερίδα των Αιγυπτιωτών διέθεσε μόνο δύο αράδες αναφέροντας επιγραμματικά το γεγονός.