Οι τρεις ποιητές μας που δεν «ήξεραν Ελληνικά»

Το θαύμα της νεοελληνικής ποίησης ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της μικρής ελληνικής επικράτειας έτσι όπως την όρισε η Ιστορία του μοντέρνου κόσμου. Η εξήγηση βρίσκεται αναμφίβολα στην επιμονή ενός λαού που διατήρησε μέσω της προφορικότητας αναμμένη τη δάδα της ελληνικής γλώσσας, ακριβώς όπως διασώθηκαν στην αρχαιότητα τα ομηρικά έπη και έφτασαν σε εμάς σχεδόν άθικτα.

Οι τρεις ποιητές μας που δεν «ήξεραν Ελληνικά»

Το χρονολόγιο της νεοελληνικής ποίησης ξεκινά φυσικά από τον Διονύσιο Σολωμό, όχι μόνο γιατί θεωρείται ο εθνικός μας ποιητής αλλά γιατί με το ποιητικό του δαιμόνιο έδωσε σχήμα σε μια γλώσσα που σε λογοτεχνικό επίπεδο τουλάχιστον παρέμενε αδιαμόρφωτη. Από τον Σολωμό μέχρι τα δύο Νόμπελ υπάρχει μια αξιοθαύμαστη συνέχεια που διασφάλισε η γνώση και ο σεβασμός για ό,τι προηγήθηκε. Το παράδειγμα του Σεφέρη είναι ενδεικτικό. Ο νομπελίστας ποιητής μας κατείχε όλη την ποιητική παράδοση και σεβόταν τους προκατόχους του, παρότι μια διαπίστωσή του τον κατέστησε στόχο των στενόμυαλων ακαδημαϊκών κύκλων της χώρας, οι οποίοι τον κατηγόρησαν για άγνοια και ασέβεια.

Το «κυνήγι των μαγισσών»

«Οι τρεις μεγάλοι πεθαμένοι ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά» γράφει ο Σεφέρης στις Δοκιμές του, μια φράση που και ο ίδιος ήξερε ότι θα τον αναμίξει στο «κυνήγι των μαγισσών» που κατά καιρούς εξαπολύει η ελληνική πανεπιστημιακή κοινότητα. Στο μικρό του δοκίμιο για την «Ελληνική γλώσσα» ο Σεφέρης καταφέρνει να εξηγήσει το θαύμα του γενάρχη μιας γλώσσας την οποία δεν ήξερε καλά.

Γράφει ο Σεφέρης: «Ο γενάρχης της λογοτεχνίας αυτής δεν ήξερε ελληνικά, αλλά τα έμαθε και τα μάθαινε ως το τέλος της ζωής του… Αλλά την πορεία της ελληνικής γλώσσας την εχάραξε μια για πάντα η διάνοια του Σολωμού. Και ίσως επειδή ερχότανε κάθε τόσο από μακριά, να κοίταξε τα πράγματα με το φρέσκο και σίγουρο μάτι που τα κοίταξε». Σε καμία αράδα αυτού του κειμένου δεν φαίνεται να κατηγορεί τον εθνικό ποιητή προσάπτοντάς του έλλειψη ελληνομάθειας.

Ο Γιώργος Σεφέρης, βαθύς γνώστης της ποιητικής παράδοσης και ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της γενιάς του '30

Παραθέτει απλώς το παράδοξο γεγονός ότι στην εποχή του Σολωμού ό,τι προωθούσε τις εξελίξεις στην ελληνική γλώσσα προερχόταν από ανθρώπους που τη χρησιμοποιούσαν κατ’ εξαίρεση, πράγμα φυσικό, καθώς, πέρα από την προφορική ζωντάνια της, η γλώσσα μας την εποχή εκείνη πάσχιζε όπως και το νεοελληνικό κράτος να αποκτήσει τα δικά της σύνορα στον παγκόσμιο χάρτη. Πολύ ορθά επίσης ο Σεφέρης επισημαίνει πως από την παρουσία του Παλαμά και μετά «άρχισε η ελληνική γραφή να μην αποτελεί εξαίρεση στα γράμματά μας».

Ο σιορ Διονύσης έκανε την αρχή!

Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στο λυκαυγές του δεκάτου ενάτου αιώνα, παιδί ενός ευγενούς με κρητική καταγωγή και μιας υπηρέτριας, της Αγγελικής Νίκλη.
Ο κόντες Νικόλαος Σολωμός είχε χάσει τη γυναίκα του προτού υποκύψει στα θέλγητρα της Νίκλη, με την οποία παντρεύτηκε μόλις την προπαραμονή του θανάτου του και έτσι τόσο ο Διονύσιος όσο και ο αδερφός του, Δημήτρης, απέκτησαν τα δικαιώματα νομίμων τέκνων. Ωστόσο, η μητέρα του παντρεύτηκε ξανά τον Μανόλη Λεονταράκη κι αυτή η ιδιότυπη οικογενειακή κατάσταση θα τον οδηγήσει σε προστριβές με τα αδέρφια του, τόσο με τον ομογάλακτο Δημήτρη όσο και με τον ετεροθαλή Ιωάννη Λεονταράκη. Ο τελευταίος διεκδίκησε μέσω της δικαστικής οδού μέρος της πατρικής περιουσίας με τον ισχυρισμό ότι κι ο ίδιος ήταν καρπός του ειδυλλίου της με τον κόντε Σολωμό, καθότι, όταν ξαναπαντρεύτηκε, ήταν ήδη έγκυος. Στη δίκη αυτή, μάλιστα, η μητέρα τους στάθηκε στο πλευρό του Ιωάννη, κάτι που στενοχώρησε πολύ τον Διονύσιο που την υπεραγαπούσε.

Πέρα από τα οικογενειακά του προβλήματα, ο Διονύσιος Σολωμός πάσχιζε μια ζωή να λύσει το δίλημμά του ανάμεσα σε δύο γλώσσες που αγαπούσε εξίσου. Τα ιταλικά ήταν η γλώσσα που στην αρχή τουλάχιστον της ζωής του γνώριζε καλύτερα και αν έχουμε σήμερα τα ελληνόγλωσσα δημιουργήματά του, το οφείλουμε εν πολλοίς στον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Ο Έλληνας ιστορικός και πολιτικός επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο το 1822 και στη δεύτερη συνάντησή τους ο νεαρός τότε Διονύσιος Σολωμός τού διάβασε τα ποιήματά του στα ιταλικά, για να λάβει την απάντηση: «Η ποιητική σας ιδιοφυΐα σάς επιφυλάσσει μια διαλεχτή θέση στον ιταλικό Παρνασσό. Αλλά οι πρώτες θέσεις εκεί είναι πιασμένες. Ο ελληνικός Παρνασσός δεν έχει ακόμη τον Δάντη του».

Ο Σολωμός εξήγησε τότε πως δεν ήξερε καλά την ελληνική γλώσσα και ο Τρικούπης τον βοήθησε στην εκμάθησή της με τη μελέτη των ποιημάτων του Χριστόπουλου. Η ολοκλήρωση του «Ύμνου εις την ελευθερία» τον Μάιο του 1823 είναι στην ουσία η αρχή του παντός για τα νεοελληνικά γράμματα. Αυτός ο δαιμόνιος ποιητής, που μελέτησε βαθιά την προγενέστερη παράδοση (κρητική λογοτεχνία, δημοτικό τραγούδι) ακολουθώντας το παράδειγμα του μεγάλου Δάντη στην ιταλική λογοτεχνία, άφησε τα σημαντικότερα έργα του («Ελεύθεροι πολιορκημένοι», «Κρητικός», «Πορφύρας») ανολοκλήρωτα, δείγμα της ανήσυχης και πειραματικής μεγαλοφυΐας του. Ο οραματισμός του και η επιμονή του με τη δημοτική γλώσσα δημιούργησαν τα θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομήθηκε το ολόλαμπρο μέγαρο της νεοελληνικής ποίησης.

Κανείς δεν γνωρίζει ποια θα ήταν η ελληνική λογοτεχνία και η ίδια η γλώσσα μας χωρίς τον Σολωμό

Ανδρέας Κάλβος, ο σύγχρονος του Σολωμού

Γεννήθηκε το 1792 στη Ζάκυνθο, αλλά το 1802 ο πατέρας Κάλβος εγκατέλειψε τη σύζυγό του Αδριανή Ρουκάνη, πήρε αυτόν και τον αδερφό του και μετοίκησαν στο Λιβόρνο της Ιταλίας. Όταν ο Κάλβος θα επιστρέψει από την περιπλάνησή του στην Ευρώπη, θα εγκατασταθεί για σύντομο χρονικό διάστημα στο Ναύπλιο και στη συνέχεια θα μεταβεί στην Κέρκυρα. Στο «νησί των Φαιάκων» θα μείνει μέχρι το 1852 διδάσκοντας σε διάφορα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα. Το παράξενο είναι ότι δεν μπήκε ποτέ στον κύκλο του Σολωμού, με τον οποίο μάλιστα μαρτυρείται ότι είχε μια απλή γνωριμία. Το 1853 ο Κάλβος επιστρέφει στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Αγγλία, νυμφεύεται τη Σαρλότ Γουάνταμς, στο παρθεναγωγείο της οποίας, στο Λάουθ, θα διδάξει μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο Ανδρέας Κάλβος είναι μια πνευματική φυσιογνωμία ολκής με πανευρωπαϊκή απήχηση και κάτοχος πολλών γλωσσών και επιστημών. Ποιητικά πειραματίστηκε τόσο στα ιταλικά με την καθοδήγηση του ποιητή Ούγκο Φόσκολο όσο και στα γαλλικά. Από την ελληνόγλωσση δημιουργία του διασώζονται οι «Ωδαί», εμπνευσμένες από την ελληνική επανάσταση. Πρόκειται για είκοσι ωδές σε δύο συλλογές, που δημοσιεύτηκαν η μία στη Γενεύη το 1824 με τον τίτλο «Η λύρα» και η άλλη στο Παρίσι το 1826 με τον τίτλο «Λυρικά» και αποτελούν την ελληνική ποιητική παραγωγή του Ανδρέα Κάλβου.

Ο Κάλβος δεν είχε το ελληνοκεντρικό ποιητικό όραμα του Σολωμού και γλωσσικά αμφιταλαντεύθηκε ανάμεσα στη δημοτική και στην καθαρεύουσα, δημιουργώντας ένα προσωπικό ύφος που δεν είχε συνεχιστές.

Η αναγνώρισή του από τη νεοελληνική διανόηση ήρθε αρχικά χάρις στον Βικέλα και ολοκληρώθηκε με τη διάλεξη του Παλαμά το 1889, ο οποίος τον σύστησε στο ελληνικό κοινό. Ωστόσο, είναι συγκινητική και μεστή η διάλεξη του Ελύτη για τον Κάλβο που έγινε το 1942, σε συγκέντρωση του Κύκλου Παλαμά. Ο Ελύτης συνδέει «με τόλμη και αρετή» την ποίηση του Κάλβου με την ποιητική πρωτοπορία της εποχής του.

Ανδρέας Κάλβος, ο μοναχικός ποιητής

Ο Καβάφης και το «Ουίσκι Παλαμάς»

Στα χρόνια του μεσοπολέμου η αντιζηλία Παλαμά - Καβάφη ήταν το κυρίαρχο θέμα συζήτησης στους κύκλους της αθηναϊκής διανόησης.

Οι λόγιοι των αθηναϊκών καφενείων έλουζαν με ακατονόμαστους χαρακτηρισμούς τον «αντάρτη» ποιητή της Αλεξάνδρειας. Η παλαμική γλώσσα φυσικά κατατρόπωνε τα αδόκιμα ελληνικά του Αλεξανδρινού, τον οποίο ο Κατσίμπαλης και η παρέα του αποκαλούσαν «Καραγκιόζη της δημοτικής».

Ο Αλεξανδρινός παρέμενε νηφάλιος ετεροχρονίζοντας τις διαφορές του μαζί τους με δηλώσεις του τύπου: «Είμαι ο ποιητής των επομένων γενεών».

Στο διαμέρισμα της οδού Λέψιους, στην Αλεξάνδρεια, ο Κωνσταντίνος Καβάφης είχε πάντα ένα ουίσκι δεύτερης ποιότητας για τους ανεπιθύμητους επισκέπτες του, που το αποκαλούσε χαριτολογώντας «Ουίσκι Παλαμάς».

Συγκρίνοντας κανείς την πλούσια παλαμική μούσα με τα καβαφικά ελληνικά της διασποράς, θα αντιληφθεί ασφαλώς το γλωσσικό προβάδισμα που διαθέτει ο Παλαμάς. Οι δύο ποιητές, όμως, έχουν βασικές διαφορές και στον τρόπο που προσλαμβάνουν την Ιστορία.

Σε αντίθεση με τον Παλαμά, που προβάλλει το προγονικό μεγαλείο, ο Καβάφης επικεντρώνεται με το έργο του στις ήττες του Ελληνισμού: οι Κυνός Κεφαλαί, η Μαγνησία, η Πύδνα, η Κόρινθος τον καιρό της Αχαϊκής Συμπολιτείας και κυρίως η ίδια η Αλεξάνδρεια. Μέσα από αυτήν τη φαινομενικά παθητική στάση, ωστόσο, αναδύεται το διεθνικό θαύμα του ελληνικού πολιτισμού που διαχέεται στις τέσσερις άκρες της Μεσογείου. Το «εμείς οι Έλληνες», στην καβαφική ποίηση, δεν ορίζεται πλέον γεωγραφικά, αλλά ιστορικά. Είναι ένα μέγεθος που υπολογίζεται στη διάσταση του χρόνου και δεν έχει να κάνει με την κλειστοφοβική αντίληψη των ποιητών του ελλαδικού χώρου που την ίδια εποχή επιζητούν να μονοπωλήσουν την προγονική δόξα. Ο Καβάφης υπήρξε παιδί του κοσμοπολιτισμού που άκμασε στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου και η Αλεξάνδρεια είναι η πρωτεύουσα της φαντασίας του σε μια αγαστή σύνθεση Δύσης και Ανατολής.

Το μέλλον τον δικαίωσε απόλυτα, καθώς σήμερα η καβαφική ποίηση αποδεικνύεται ένα σύμπαν που όλο και διαστέλλεται. Όσο για αυτούς που τον λοιδορούσαν, ισχύει ο στίχος του Σεφέρη: «Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη».

Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.

Κ.Π. Καβάφης, η Σατραπεία