Γιώργος Σεφέρης: Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι…
«Στην ποίηση, στην τέχνη γενικότερα, δεν φτάνει να γράφεις, πρέπει να σχηματίσεις μια παράδοση κι επάνω αυτού να περπατήσεις… Στην Ελλάδα οι καλλιτέχνες είναι τηλεγραφόξυλα που είναι δίπλα στο δρόμο κι ο καθένας είναι μοναχός…». Γράμμα του Γιώργου Σεφέρη στην αδερφή του Ιωάννα [Τσάτσου], από το Παρίσι, τη δεκαετία του 1920.
Για ένα αδειανό πουκάμισο, για μια Ζακλίν
Ο Γιώργος Σεφέρης πέθανε ένα απόγευμα Δευτέρας στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971. Θα ήθελε να ζήσει ίσως, εκτός των άλλων, για να ξαναδεί την παλινόρθωση της δημοκρατίας στον τόπο που τη γέννησε πριν από 2.500 χρόνια. Την Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου η λιλιπούτεια εκκλησία της Μεταμόρφωσης στην οδό Κυδαθηναίων είχε κατακλυστεί από κόσμο πολύ πριν από την ώρα της νεκρώσιμης ακολουθίας. Κυρίως νέοι και φοιτητές είχαν συρρεύσει στους γύρω δρόμους. Μέσα στον χώρο του ναού είχαν φτάσει τα στεφάνια των επισήμων, τα περισσότερα από τα οποία ήταν «ανεπιθύμητα» από το απριλιανό καθεστώς. Για τον λόγο αυτόν η Ασφάλεια φρόντισε να αφαιρέσει από ορισμένα τις αφιερώσεις ανθρώπων όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και η Μελίνα Μερκούρη, αλλά οι συγγενείς έσπευσαν να τις αντικαταστήσουν. Την άλλη μέρα οι εφημερίδες τόλμησαν να δημοσιεύσουν τα ονόματα των αποστολέων. Ακούστηκε επίσης πως η Μαρώ Σεφέρη σηκώθηκε για να παρεμποδίσει την είσοδο του Αρχιεπισκόπου, πληροφορία που δυστυχώς δεν διασταυρώθηκε ποτέ.
Μετά το τέλος της νεκρώσιμης λειτουργίας το φέρετρο με τη σορό του ποιητή μεταφέρθηκε με μια μαύρη νεκροφόρα στο Πρώτο Νεκροταφείο, αργά, σε ρυθμό βηματισμού. Στο ύψος της Πύλης του Αδριανού με τους γιγάντιους στύλους του Ολυμπίου Διός το πλήθος ανέκοψε προσωρινά την πένθιμη πομπή. Με στίχους αδέσποτους στην αρχή, που στη συνέχεια πήραν μορφή, θυμίζοντας την απαγορευμένη μουσική του Θεοδωράκη, τραγούδησαν όλοι την περίφημη «Άρνηση» ή αλλιώς στο «Περιγιάλι το κρυφό…».
Ποίημα που είχε γραφτεί σαράντα χρόνια νωρίτερα, αποτύπωσε την απάρνηση της αγάπης για τη Ζακλίν, το μυστικό πάθος του Σεφέρη στα φοιτητικά του χρόνια στο Παρίσι. Ως νεαρός φοιτητής είχε ζήσει έναν άρτιο έρωτα με τη Γαλλίδα Ζακλίν, αλλά η σχέση τους ευδοκίμησε μάλλον σε λάθος χρόνο, αφού η Ζακλίν ήθελε γάμο και ο ποιητής έφυγε μακριά με ελαφρά πηδηματάκια. Λεπτομέρειες που οι αναγνώστες της σεφερικής ποίησης δεν ήταν υποχρεωμένοι να γνωρίζουν, πόσω μάλλον αυτοί που έφερναν στα χείλη τους στίχους του μέσα από τη μουσική ενός άλλου. Είναι όμως γνώρισμα της τέχνης να αποκτά κάθε φορά καινούργια σημασία κι έτσι τα λόγια του ποιητή, κτισμένα με σοφία, ταίριαξαν σωστά στα εξεγερμένα χείλη των νέων της δεκαετίας του '70. Την ώρα που το φέρετρό του έμπαινε στα σπλάχνα της αττικής γης, οι στίχοι της «Άρνησης» ακούστηκαν ξανά από χιλιάδες ανθρώπους. Ανυποψίαστες ψυχές έπιαναν στο στόμα τους στίχους που γράφτηκαν για μια άδοξη και άσημη αγάπη στη ζωή ενός διάσημου ποιητή. Ο θάνατός του πάντως κατάφερε να αγγίξει το κοινό, στο οποίο ήθελε πάντοτε να ανήκει η ποίησή του: τον λαό που μιλά αυτήν τη γλώσσα.
Το ταξίδι του Οδυσσέα
Το έφερε έτσι η ζωή, ώστε ο θάνατος του Σεφέρη να γίνει αφορμή λαϊκού συλλαλητηρίου. Την επαύριον της κηδείας του οι εφημερίδες έγραφαν: «Άνθρωποι, οι οποίοι δεν είχαν δει ποτέ τους τον Σεφέρη, τώρα έκλαιγαν». Για την ειρωνεία του πράγματος, αυτός ο εστέτ ποιητής, σύμβολο της διεθνικής αστικής τάξης, έγινε με τον χαμό του λάβαρο ανταρσίας ενάντια στην κατάλυση της δημοκρατίας. Ίσως η ζωή φρόντισε να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά του, ότι δηλαδή σε όλα του τα χρόνια έμπνευση έπαιρνε πάντα από τη γλώσσα, όπως την άκουσε παιδί στα τραγούδια των ψαράδων και των χωρικών της Σκάλας.
Ο Σεφέρης έκανε τελικά το ταξίδι του Οδυσσέα γνωρίζοντας πως δεν υπήρχε για αυτόν Ιθάκη, αφού η Σμύρνη των παιδικών του χρόνων είχε χαθεί ανεπιστρεπτί τυλιγμένη στις φλόγες της Ιστορίας και στις τουρκικές θηριωδίες του 1922.
Σμύρνη, η αρχόντισσα
Ο ποιητής γεννήθηκε με τον πολυτάραχο 20ό αιώνα. Το 1900 η Σμύρνη ήταν ακόμα το στολίδι της Ανατολής, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Χωνευτήρι εθνών, γλωσσών και θρησκειών, με κυρίαρχο το χριστιανικό στοιχείο, με δεσπόζουσα την ελληνική γλώσσα, με πανσπερμία λαών - Έλληνες, Εβραίοι, Αρμένιοι και Φραγκολεβαντίνοι.
Στην ανθρωπογεωγραφία της πόλης οι Έλληνες είχαν ένα σαφές προβάδισμα, αν δεχτούμε ότι ζούσαν στο προνομιακό κομμάτι πίσω ακριβώς από την προκυμαία (το Κε, Quai), σε έναν λαβύρινθο από σοκάκια που οδηγούσαν από την ασταμάτητη βουή του λιμανιού προς τα βόρεια, στην Πούντα. Πιο πίσω ζούσαν οι Αρμένιοι γύρω από τον καθεδρικό τους ναό, τον Άγιο Στέφανο. Η εβραϊκή κοινότητα νοτιότερα στις υπώρειες του όρους Πάγος αλλά και στο Καρατάς, την απώτερη μύτη του Κε. Οι Λεβαντίνοι, με τη σειρά τους, ζούσαν σε δύο κομψές συνοικίες, την Μπελαβίστα και την Πούντα, κι όσοι ήθελαν ακόμα περισσότερη ησυχία προτιμούσαν την περιοχή του σημερινού Μπουρνόβα και το Κορδελιό. Καθολικοί στο θρήσκευμα, γαλλόφωνοι ή ιταλόφωνοι, συμπλήρωναν το παζλ της αστικής ευημερίας στη Σμύρνη.
Σε αντίθεση με τις ξένες κοινότητες, οι τουρκόφωνοι Μουσουλμάνοι συνέθεταν δύο διαμετρικά αντίθετες κοινότητες: τη διοικητική τάξη και την πλέμπα της φτώχειας και της αμάθειας. Η θρησκευτική και διοικητική αρχή με τα τζαμιά και τα δημόσια κτίρια συγκεντρωνόταν γύρω από το Καντικέφαλε, στους πρόποδες του όρους Πάγος.
Οι πρώτες παραστάσεις του μικρού Γιώργου, πέρα από τη φαρδιά προκυμαία με τις ράγες των τραμ, θα ήταν στην πολυσύχναστη Ρι Φρανκ, περιστοιχισμένη από διώροφα και τριώροφα εμπορικά και επιχειρήσεις. Μια από τις στοές της οδού ανήκε στους Τενεκέδηδες, συγγενείς του από την πλευρά της μητέρας του. Κι όταν έβγαινε στο λιμάνι, θα τον μάγευαν τα ιππήλατα τραμ και οι εκατοντάδες βάρκες που χόρευαν δεμένες στο μουράγιο. Σε όλη του τη ζωή θα έκλεινε τα μάτια του και θα ξανάβλεπε ολοζώντανα μπροστά του το Τελωνείο και τα δύο μεγαλόπρεπα ξενοδοχεία της πόλης, το «Γκραντ Οτέλ Χακ» και το «Οτέλ Κραίμερ», να ατενίζουν με στυλ την αιώνια θάλασσα. Πιο πέρα η Αθλητική Λέσχη, το Γαλλικό Προξενείο και στο τέλος το επταώροφο καμπαναριό του Μητροπολιτικού Ναού της Αγίας Φωτεινής, οικόσημο μιας ολόκληρης πολιτείας.
Στους δρόμους και στα παζάρια της πόλης, ανάμεσα στα μπαχαρικά, τα κηπευτικά, τα φρούτα και τα λουλούδια, άκουγε κανείς όλες τις γλώσσες της Ευρώπης αλλά και της Μέσης Ανατολής. Σε αυτήν την πολύβουη Βαβέλ μεγάλωνε ο μικρός Γιώργος σ’ ένα σπίτι τριώροφο με εσωτερική αυλή και πηγάδι με κλειστή βεράντα και με θέα στη θάλασσα σε μια γωνία της Παράλληλης, της πρώτης εσωτερικής οδού μετά την Προκυμαία.
Η Οδύσσεια ενός ονόματος
Το οικογενειακό του επώνυμο έχει τη δική του Ιστορία, καθώς το όνομα Σεφέρης απαντά για πρώτη φορά στα οικογενειακά αρχεία στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν ο Σεφέρης Αγιναμπέιογλου παντρεύεται την κόρη Οθωμανού αξιωματούχου της Καισαρείας. Το «Σεφέρης» φαίνεται να είναι εδώ το πρώτο όνομα. Την εποχή στην οποία αναφερόμαστε τα οικογενειακά επίθετα ήταν μάλλον η εξαίρεση παρά ο κανόνας. Ο πρόγονος αυτός θα κληροδοτήσει στα παιδιά του το βαπτιστικό όνομα Σεφέρης και ο πρωτότοκος γιος του, ο Πρόδρομος, ο παππούς του ποιητή, θα προσθέσει στο επώνυμο την πατρωνυμική κατάληξη, εξ ου και το Σεφεριάδης. Όταν το 1931 ο Γιώργος Σεφεριάδης εκδίδει την πρώτη ποιητική του συλλογή, φροντίζει να επιστρέψει στη ρίζα του ονόματος και να γίνει απλά «Σεφέρης».
Γνώριζε φυσικά και τη σημασία της λέξης σεφέρ στα τουρκικά, που είναι δάνειο από τα αραβικά και συγγενεύει με την αγγλική λέξη «σαφάρι», σημαίνει δε την πορεία και το ταξίδι. Κατά κάποιον τρόπο συστήθηκε ξανά ως ένας Οδυσσέας που έκανε το ταξίδι του στον κόσμο γνωρίζοντας ότι για αυτόν Ιθάκη δεν υπήρχε πια.
Τα γαλλικά και η γλώσσα των ψαράδων
Σχολείο πρωτοπήγε στη Σχολή Αρώνη, που τρία χρόνια αργότερα μετονομάστηκε σε Ελληνογαλλικό Λύκειο Χρ. Ν. Αρώνη, με τη γαλλική γλώσσα να είναι η δεύτερη επίσημη διδακτέα γλώσσα. Τα γαλλικά είχαν καίριο ρόλο στη μόρφωση και στην ανατροφή του, καθώς πριν καν μπει στα χρόνια της εγκύκλιας παιδείας μάθαινε τη γλώσσα από τη Γαλλίδα γκουβερνάντα, τη Μαντάμ Ντυμπουά.
Αναπολώντας αυτό το πολύχρωμο παρελθόν, το 1941, εξόριστος για δεύτερη φορά μετά τη γερμανική εισβολή, θα ανασυστήσει με το παιχνίδι των λέξεων τη Σμύρνη της μνήμης του δίνοντας έμφαση στη Σκάλα του Βουρλά. «Ο τόπος που βλάστησαν τα παιδικά μου χρόνια», «Η Σμύρνη ήταν το ανυπόφορο σκολειό, τα πεθαμένα βροχερά κυριακάτικα απογεύματα πίσω από το τζάκι… Ένας κόσμος ακατανόητος, ξένος και μισητός. Η Σκάλα ήταν ολωσδιόλου διαφορετική υπόθεση. Οι δρόμοι, τα δέντρα, τ’ ακρογιάλια της ήταν οι δρόμοι, τα δέντρα και τ’ ακρογιάλια μιας δικής μου χώρας».
Μπορεί η ζωή να τον πήρε μακριά από αυτόν τον μικρό Παράδεισο της παιδικής του ηλικίας, ο Γιώργος όμως δεν έπαψε ποτέ να μνημονεύει τον απέριττο και ζωντανό λόγο των χωρικών και των ψαράδων της Σκάλας ως την «υπέροχη δημοτική» που οδήγησε το ποιητικό του χάρισμα.
Στο Τετράδιο Γυμνασμάτων ο Σεφέρης δημοσίευσε και αυτούς τους στίχους:
Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα.
Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημα ένιωθε γερή την αρματωσιά
μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του,
σαν τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα.
Απάντησε έτσι στον Καβάφη και στην Ιθάκη του σαν ένας περήφανος βασιλιάς χωρίς βασίλειο, που τον δέχτηκε τελικά η φιλεύσπλαχνη αττική γη, χαρίζοντάς του δυο σπιθαμές αιωνιότητας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ