Ο Μπιθικώτσης... μετανάστης στον Καναδά!

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 ο Μπιθικώτσης πάσχιζε ακόμα να βρει τη θέση του στη μουσική σκηνή του τόπου. Κάποιοι μάλιστα λένε πως απογοητευμένος από την εξέλιξη της καριέρας του ετοιμαζόταν να φύγει μετανάστης στον Καναδά και να ξαναπιάσει την παλιά του τέχνη: Υδραυλικός!

Ο Μπιθικώτσης... μετανάστης στον Καναδά!

Την ίδια εποχή ο νεόκοπος συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης αναζητούσε τη φωνή που θα απέδιδε την ψυχή της δημιουργίας του. Γαλουχημένος με τους ήχους της Ανατολής και του λαϊκού πολιτισμού ο σπουδαγμένος μουσικά Μίκης δεν καταφρονούσε τον κόσμο του ρεμπέτικου και την παράδοση που είχε οικοδομηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες. Πολιτικά ενταγμένος στον κόσμο της Αριστεράς δεν θα μπορούσε να μην συγκινηθεί από το έργο του μεγάλου ποιητή της, του Γιάννη Ρίτσου. Η μελοποίηση του «Επιταφίου» ήταν ένα στοίχημα για τον νεαρό συνθέτη που τον έφερε στους λαϊκούς δρόμους και στην επικράτεια του μπουζουκιού. Η αρχική ενορχήστρωση από τον Μάνο Χατζιδάκι με ερμηνεύτρια την Νανά Μούσχουρη για λογαριασμό της εταιρίας Fidelity του Πατσιφά ήταν μια ατυχής επινόηση που οδήγησε σε μια γλυκερή εκδοχή του λαϊκού αυτού ορατορίου.

Ο Μίκης αναζήτησε μέσω του δισκογραφικού γίγαντα της εποχής, της Κολούμπια, την ξύλινη φωνή ενός λαϊκού ανθρώπου τον οποίο είχε γνωρίσει στα δίσεκτα χρόνια της εξορίας. Ο Τάκης Λαμπρόπουλος, ο διευθυντής της εταιρίας, του πρότεινε κατά σειρά Καζαντζίδη, Γαβαλά, Πόλυ Πάνου. Ο συνθέτης δεν ήθελε να ακούσει για κανέναν άλλο. Τελικά προκρίθηκε το μαγικό τρίπτυχο: Θεοδωράκης, Μπιθικώτσης, Χιώτης. Ο Μανώλης Χιώτης, δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και ολοκληρωμένος μουσικός έντυσε με την μουσική αίσθηση και την εκτελεστική του αρτιότητα την έμπνευση του Μίκη. Οι μελωδίες απέκτησαν αίφνης την λαϊκή τους αδρότητα. Οι στίχοι του Ρίτσου, προϊόν υψηλής ποιητικής διάνοιας που αφουγκραζόταν την εξεγερμένη ψυχή των απλών ανθρώπων, ζωντάνεψαν στα χείλη ενός προικισμένου βάρδου.

Ο Μπιθικώτσης στα χρόνια του Πενήντα υστερούσε σαφώς σε δημοφιλία. Ο ίδιος ίσως δυσκολευόταν να αποδεχτεί τον εαυτό του ως τραγουδιστή. Ήταν περισσότερο μια περίπτωση τραγουδοποιού που ακολουθώντας το παράδειγμα του Μάρκου και του Χατζηχρήστου ερμήνευε αρχικά τα δικά του τραγούδια. Σε σχέση με τον λαμπρό αστέρα της εποχής, τον Στέλιο Καζαντζίδη, δεν διέθετε την δραματική αμεσότητα και τον αέρα του βάρδου.

Ακούγοντας κανείς τον Μπιθικώτση ήταν δύσκολο να αποκωδικοποιήσει την ξύλινη, συναισθηματικά ουδέτερη ερμηνεία του. Ο Γρηγόρης έφερνε κάτι από την εποχή που το ρεμπέτικο τραγούδι περιθωριοποιημένο απευθυνόταν σε συγκεκριμένο κοινό. Η δωρική μαγκιά της φωνής του δεν είχε την απαιτούμενη πειθώ. Εγκλωβισμένος στις συμπληγάδες της δισκογραφίας φαινόταν να μην βρίσκει τη διέξοδο προς την επιτυχία. Τότε εμφανίστηκε ως από μηχανής Θεός ο Θεοδωράκης για να του δείξει με τη μαγική του μπαγκέτα τον δρόμο για την αθανασία.

Η φωνή του παραγκωνισμένου Γρηγόρη έγινε η φωνή του λαού, η φωνή των αγώνων, η φωνή μιας επαναστατημένης φτωχολογιάς αλλά και η φωνή μιας άλλης διανόησης που δεν τερπόταν από γλυκανάλατες μουσικές και τεχνικές μπελκάντο. Ο Μπιθικώτσης έγραφε ήδη την Ιστορία του νέου ελληνικού τραγουδιού.