Γιώργος Ζαμπέτας: Ο πιο καλός ο μαθητής (pics - vids)
Τραγούδια και παρατράγουδα από τη ζωή του λαϊκού σολίστα και συνθέτη, Γιώργου Ζαμπέτα. Ταξίδι του fosonline.gr στα χρόνια της νοσταλγίας.
«Στα “Ξημερώματα” το ‘64 έρχονταν σαν πελάτες πολλές φορές ο Τάκης Λαμπρόπουλος και ο Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα. Με γούσταρε ο Χιώτης να με ακούει και το ‘λεγε σε όλους, δεν είχε κόμπλεξ. Μου έρχονται πάλι μια μέρα μαζί με τον Ξαρχάκο. Οπότε μου λέει ο Λαμπρόπουλος, “Ζαμπέτα, το Σάββατο όλα αυτά τα γράφουμε”. “Και ποιος θα τα πει;” ρωτάω. “Εσύ ο ίδιος” μου λέει. “Όχι ρε” του λέω, “τι είναι αυτά”. Γέλαγα κι έκανα πλάκα. “Τι γελάς ρε”, φώναζε αυτός, “εσύ θα τα πεις, δεν μπορεί κανείς να τα πει καλύτερα από σένα και θα τα πεις και μάγκικα με τον τρόπο που τα λες στο μαγαζί”. “Ναι, ναι” φώναζε ο Χιώτης, “εσύ θα τα πεις και θα παίξω εγώ μπουζούκι και θα τραγουδήσουμε μαζί”. “Με το πες πες με πείθουνε τελικά”. Και έρχεται εκείνο το Σαββατόβραδο και ο Ζαμπέτας μπαίνει με χτυποκάρδι πρωτάρη στην Κολούμπια. Αλλά δεν ήταν μόνος. Τότε οι ηχογραφήσεις πήγαιναν μέχρι πρωίας και εκείνο το βράδυ ειδικά τα ‘φερε η τύχη και ξενυχτούσαν γράφοντας πολλοί. Ο Χιώτης βέβαια και η Μαίρη Λίντα είχαν δηλώσει από πριν συμμετοχή.
Ολυμπιακός: Κινήσεις επίθεσης από την αρχή χωρίς τέλος
Ο Μανώλης Αγγελόπουλος, όμως, ο Διονυσίου, η Γιώτα Λύδια, η Πόλυ Πάνου, ο Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς και η Ρία Κούρτη έτυχε να είναι εκεί. Ηχολήπτης ήταν ο Νίκος Κανελλόπουλος, αλλά όταν υπήρχε σοβαρός λόγος πέρναγε από εκεί και ο Λαμπρόπουλος κι εκείνο το βράδυ έφτασε όταν είχε αρχίσει η ηχογράφηση... «Λέω τον “Αράπη” στην αρχή, παίζει ο Χιώτης. Πέντε μπουζούκια παίζανε, Χιώτης, Καρνέζης, Κώστας Παπαδόπουλος, Στέλιος Μακρυδάκης και Γιάννης Καραμπεσίνης. Και πάνω στην ηχογράφηση και στην πλάκα φωνάζω όλους που ήτανε εκεί κι αρχίζουμε να φωνάζουμε «όοοααα] και τέτοια και τους φτιάχνω χορωδία. Μεγάλη πλάκα έγινε στο στούντιο, πολύ μεγάλη. Νταβαντούρι. Μια κι όξω τελειώνουμε τον “Αράπη”, με την πρώτη τον “Μαθητή”... Πολύ ωραία ηχογράφηση! Βγαίνει ο δίσκος και γίνεται ανάρπαστος». Απόσπασμα από τη βιογραφία του Γιώργου Ζαμπέτα της Ιωάννας Κλειάσιου, «Και η βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου», Εκδ. Ντέφι.
Ο γιος του Φίγκαρο
Τελικά ο γιος του μπαρμπέρη από το Αιγάλεω τα κατάφερε… Τα κατάφερε να γίνει ένας από τους βασικούς μοχλούς του λαϊκού πολιτισμού στη μεταπολεμική Ελλάδα. Ο Γιώργος Ζαμπέτας γεννήθηκε στην Ακαδημία Πλάτωνος το 1925, αλλά η οικογένειά του μετακόμισε λίγο πριν από τον πόλεμο στο Αιγάλεω – την αγαπημένη του γειτονιά, την οποία φιλοδώρησε με το μεγαλοπρεπέστατο προσωνύμιο, το «Σίτυ», εμπνευσμένος από ένα ταξίδι του στο Λονδίνο. Η σχέση του με το μπουζούκι ήταν, θα έλεγε κανείς, «κυτταρική». Δεν είχε παρά να ξεκρεμάσει το όργανο από τους τοίχους του κουρείου και να διδαχτεί τους πρώτους δακτυλισμούς από τον ίδιο του τον πατέρα. Εκεί ανάμεσα στο ψαλίδι, στη βούρτσα και στις λευκές πετσέτες του μπαρμπέρη ανέπτυξε το μουσικό του ένστικτο που θα τον εκτόξευε τις επόμενες δεκαετίες. Για την ώρα, στην περίοδο της κατοχής, ο έφηβος Ζαμπέτας είχε φτιάξει το δικό του συγκρότημα για να κάνει καντάδες στα κορίτσια. Βγαίνοντας από τις ομίχλες του πολέμου ήταν ήδη ένας νεαρός άντρας που είχε μυηθεί στα σπουδαία και τα αυθεντικά συναντώντας πρώτα τον Βασίλη Τσιτσάνη και μετά όλους τους άλλους ζωντανούς θρύλους της λαϊκής μουσικής. Η επαγγελματική του σταδιοδρομία ξεκινά το 1950, ενώ στη δισκογραφία μπαίνει το 1953, αρχικά ηχογραφώντας δικά του τραγούδια με τη φωνή του Πρόδρομου Τσαουσάκη («Σαν σήμερα, σαν σήμερα»), του Στέλιου Καζαντζίδη («Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω»), της Πόλυς Πάνου («Να πας να πεις στη μάνα σου») και του Μανώλη Καναρίδη («Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα»). Την ίδια στιγμή διαμόρφωνε αργά αλλά σταθερά αυτό το μοναδικό ύφος στο μπουζούκι, με το οποίο θα μεσουρανούσε τουλάχιστον για δύο δεκαετίες στα στούντιο της δισκογραφίας.
Ο πιο καλός ο μαθητής
Η χαρακτηριστική πενιά που ανέπτυξε ο Ζαμπέτας με τα χρόνια έχει την εξήγησή της. Ο Γιώργος είναι ο πιο καλός ο μαθητής σε μια τάξη μπουζουξήδων που έχουν ως δάσκαλό τους τον Μάρκο. Η πενιά του Ζαμπέτα κουβαλά όλη αυτήν τη φόρτιση και τον τσαμπουκά που αναγνωρίζουμε στις προπολεμικές ηχογραφήσεις του Βαμβακάρη. Οι νότες του είναι μετρημένες, βαρυσήμαντες, ολοστρόγγυλες και καθάριες. Το μουσικό προφίλ του σμιλεύτηκε χάρις στη μακρόχρονη συνεργασία του με τον Χατζιδάκι, ο οποίος του εμφύσησε την αντίληψη ότι ένας αριστοτέχνης μουσικός πρέπει πρωτίστως να επιδεικνύει ρυθμική αγωγή. Οι λαϊκές ορχήστρες της εποχής παρά το απαράμιλλο χρώμα των ηχογραφήσεων δεν είχαν σταθερότητα στον χρόνο και στον ρυθμό με αποτέλεσμα το τραγούδι να ξεκινά σε μία ταχύτητα και να τελειώνει σε μία άλλη. Ο σπουδαγμένος Μάνος Χατζιδάκις δίδαξε στον Ζαμπέτα πώς να αποφεύγει αυτό το ατόπημα. Ο ίδιος ο Ζαμπέτας αντιμετώπιζε με ένα δικαιολογημένο δέος τον Χιώτη, ο οποίος έπαιζε δυο φορές πιο γρήγορα και ως μουσικός ήταν σαφώς πιο ολοκληρωμένος. Η αδυναμία και ο σεβασμός του στον «πρίγκιπα» του μπουζουκιού τον ώθησαν ίσως να εγκαταλείψει το τιμημένο τρίχορδο και να εμπιστευθεί το τετράχορδο. Στην πραγματικότητα όμως δεν έπαψε ποτέ να βγάζει τον ήχο που προσιδίαζε περισσότερο στο τρίχορδο. Χωρίς να παραβλέπουμε τη σαφή υπεροχή του Χιώτη έναντι όλων των άλλων, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι λαγαρές τρίλιες και οι γλυκές διπλοπενιές του Ζαμπέτα είναι με τη σειρά τους μοναδικές. Θα έλεγε κανείς ότι ο Ζαμπέτας παίζει το μπουζούκι όπως ακριβώς θα έπρεπε να παίζεται από όλους. Γι’ αυτό η δική του σχολή έχει πολλούς επιγόνους. Πράγματι, επηρέασε πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον τον ήχο του μπουζουκιού στη δεκαετία του Εξήντα και του Εβδομήντα. Τα ταξίμια του και οι καλοπαιγμένες εισαγωγές του όχι μόνο στα δικά του τραγούδια αλλά και στις δισκογραφικές δουλειές των άλλων είναι εντέλει η φωνή και το πρόσωπο του λαϊκού τραγουδιού στην ευλογημένη δεκαετία του Εξήντα, λίγο πριν τα ήθη και η αισθητική που θα προκύψουν από τις πολιτικές συγκυρίες της εποχής εκμαυλίσουν το λαϊκό τραγούδι. Στο «εργοστάσιο» της Κολούμπια, εκεί όπου ακούστηκαν τα μπουζούκια του Χιώτη, του Σταματίου, του Παπαδόπουλου, του Μακρυδάκη, του Καραμπεσίνη, του Καρνέζη και του Ζαφειρίου, «κελάηδησε» και η πενιά του Ζαμπέτα, μοναδική, αρρενωπή αλλά και ευαίσθητη, καθαρή και αδιαμφισβήτητη σε όλες τις νότες.
Ένα… Νόμπελ για τον Ζαμπέτα
Το στούντιο της «Φίνος» είναι στα Μελίσσια όπου γίνονται τα γυρίσματα της ταινίας. Ο Ζαμπέτας στέκεται όρθιος και παρακολουθεί τον Γαβαλά ενώ αυτός διαβάζει τους στίχους. Προηγουμένως ο Ζαμπέτας «έντυσε» με δική του εισαγωγή το χασάπικο του Σταύρου Ξαρχάκου, αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που γινόταν κάτι τέτοιο. Το είχε κάνει και ο Χιώτης με τον «Επιτάφιο» του Θεοδωράκη. Τώρα ο δαιμόνιος βιρτουόζος από το Αιγάλεω καλείται να λύσει ακόμα ένα πρόβλημα. Ο Γαβαλάς, στον οποίο άρεσε η μελωδία του τραγουδιού, εκφράζει τις αντιρρήσεις του όσον αφορά την ποιότητα των στίχων στον σολίστ: «Ρε Γιώργο, για έλα δω σε παρακαλώ να μου εξηγήσεις κάτι. Όνειρο δεμένο στο μουράγιο, το καταλαβαίνω, αλλά “Πόρτα μου κλεισμένη στον νοτιά”… κι ο βοριάς τι έγινε;».
«Ντάξει, ρε Παναγιώτη».
«Τι εντάξει, ρε Γιώργο. Έκανα τον πόνο μου κουράγιο, άντε να το δεχτώ, αλλά στην αγάπη μου έβαλαν φωτιά. Τι ανοησίες είναι αυτές;».
Ο διάλογος αυτός λαμβάνει χώρα με ανοιχτά τα μικρόφωνα και από το κοντρόλ ακούν όλοι τις αντιρρήσεις του μεγάλου βάρδου.
«Πάει, δεν θα μας το πει το τραγουδάκι ο Γαβαλάς! Καταστράφηκα» ωρυόταν ο Φίνος. Ο Ξαρχάκος και ο Γκούφας, ο στιχουργός, ήταν στα μαύρα πανιά. Ο Λαμπρόπουλος αμήχανος δεν ήξερε τι να πει.
Ζαμπέτας, Χατζιδάκις, Μπιθικώτσης και Θεοδωράκης εν δράσει
Ο Ζαμπέτας, που είχε αντιληφθεί πως τους άκουγαν, με την ευστροφία και την ετοιμότητα του λαϊκού ανθρώπου σώζει την παρτίδα. Είναι η εποχή όπου ο Σεφέρης έχει πάρει το Νόμπελ και όλοι συζητούν για αυτό. Γυρίζει λοιπόν στον Γαβαλά και του λέει: «Ρε Παναγιώτη, αυτά είναι Νόμπελ, δεν τα καταλαβαίνουμε εμείς. Πες το τραγουδάκι να πάμε να φύγουμε». Ο Γαβαλάς βάζει τα γέλια και ο Λαμπρόπουλος αναθαρρώντας λέει στον Φίνο: «Πες πως το είπε κιόλας».
Στη «Λόλα» η υποβλητική πενιά του Ζαμπέτα γοητεύει τον θεατή στα πιο δυνατά κινηματογραφικά ενσταντανέ. Είναι μια πενιά βγαλμένη από τα σπλάχνα της νύχτας, από έναν κόσμο που βρίσκεται πέρα κι έξω από τον νόμο και την τρέχουσα ηθική. Το ίδιο υποβλητική είναι η παρουσία της… Ανωτάτης Ζαμπετικής και στα «Κόκκινα Φανάρια» με την κλασική ατάκα του Φούντα προς τον Ζαμπέτα: «Γεια σου, ρε Ζαμπέτα, τσαχπίνη μου εσύ!». Προηγουμένως ο Μπιθικώτσης έχει ερμηνεύσει έτσι όπως μόνον εκείνος ήξερε την «Άπονη ζωή», ενώ ο Ζαμπέτας στον «πιο καλό τον μαθητή» προβάρει για πρώτη φορά τον ρόλο του σόουμαν που θα τον υπηρετήσει πιστά για αρκετά χρόνια. Οι κινηματογραφικές πενιές του Ζαμπέτα συνεχίστηκαν στο «Ποτέ την Κυριακή» με τα διάσημα «Παιδιά του Πειραιά». Είχε όμως αρχίσει να πλουτίζει τον ελληνικό κινηματογράφο με τα δικά του τραγούδια που άντεξαν στον χρόνο και έρχονται ξανά και ξανά στα αυτιά μας σχεδόν μισό αιώνα μετά. Η άρρηκτη σχέση του Ζαμπέτα με τον ελληνικό κινηματογράφο συμπίπτει με την ακμή του ως εκτελεστή αλλά και ως συνθέτη. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι όλη αυτή η γλυκιά μελαγχολία μιας εποχής πάνω από την οποία μαζεύονται ξανά τα σύννεφα πολιτικής τραγωδίας είναι βαθιά ποτισμένη από την πεντακάθαρη όσο και ευαίσθητη πενιά του Γιώργου Ζαμπέτα.
Ζαμπέτας και Μανταλένα από κινηματογραφική ταινία, με φόντο τη λαϊκή ορχήστρα
Μάλιστα κύριε!
Ο Ζαμπέτας δεν λάνσαρε μόνο τον προσωπικό του ήχο στην ελληνική μουσική. Αφομοίωσε και διέδωσε μια εξίσου προσωπική εκδοχή της αργκό. Τα λόγια της πιάτσας στα χείλη του ηχούσαν εντελώς διαφορετικά. Αν τον είχε ακούσει ο Γερμανός φιλόσοφος Μαρκούζε, που ήταν της μόδας περίπου την ίδια εποχή, θα επιδοκίμαζε τον χειμαρρώδη άκρως ποιητικό λόγο του Έλληνα μουσικοσυνθέτη. Ο λόγος του Ζαμπέτα ανέδιδε πάντα κάτι από το σπινθηροβόλο πνεύμα των ρεμπέτηδων που τόσο είχε φοβηθεί η μεταξική δικτατορία. Αυτός ο τόσο πικάντικος, σχεδόν ανατρεπτικός, λόγος εμπότισε και τη μουσική του προσφορά. Κι είναι παράξενο πώς μερικές φορές οι αβρές μελωδίες του σε ματζόρε και μινόρε κλίμακες συνταιριάζονται με τις αλήτικες ατάκες και τα λόγια του δρόμου. Μέσα από αυτήν την αντίφαση αναδεικνύεται ο μάγκας Γιώργος που θυμίζει τον «γελωτοποιό» του βασιλιά, τον τρελό του Σαίξπηρ, αλλά έχει περισσότερη σοφία από όλους τους σοβαροφανείς του κόσμου. Ο Ζαμπέτας είναι ένας βαθιά πληγωμένος διασκεδαστής, προδομένος από τα ευμετάβλητα γούστα του κοινού αλλά και από τη δίκοπη στάση κάποιων τραγουδιστών που τους ευνόησε στα πρώτα τους βήματα, για να εισπράξει στη συνέχεια την αχαριστία. Ο ίδιος όταν χρειάστηκε έδειξε τι σημαίνει έμπρακτα να επιβάλλεις την ώρα της ακμής σου τους καλλιτέχνες που ξέχασε ο καιρός. Η περίπτωση του Στράτου Παγιουμτζή είναι χαρακτηριστική. Ο Ζαμπέτας ήταν που τον έφερε πάλι στα στούντιο της δισκογραφίας και του προσέφερε αφειδώλευτα μια δεύτερη καριέρα, την οποία έτσι κι αλλιώς άξιζε αυτός ο τιτάνας του ρεμπέτικου. Κι όταν ο Στράτος έσβησε ξαφνικά ενώ εμφανιζόταν στη θρυλική «Σπηλιά» ο Ζαμπέτας ήταν αυτός που επωμίστηκε τα έξοδα της επιστροφής και της κηδείας του. Μπουζούκι και φιλότιμο!
Ζαμπέτας, Ζαφειρίου και Ξαρχάκος στο στούντιο
Ανωτάτη Ζαμπετική
Αξίζει κανείς να εντρυφήσει στο συνθετικό έργο του Γιώργου Ζαμπέτα, να σταθεί στις ευγενείς μελωδίες του, να αφουγκραστεί τη μελαγχολία του μινόρε αλλά και την ιλαρότητα του ματζόρε. Ο Ζαμπέτας, ως συνθέτης, δόξασε όλα τα είδη του λαϊκού τραγουδιού. Έγραψε καντάδες σαν το «Ήρθα κι απόψε στα σκαλοπάτια σου», αλλά και ζεϊμπεκιές βουτηγμένες στο ρεμπέτικο όπως το «Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω». Συνέθεσε τραγούδια γλυκιάς θλίψης όπως τα «Ξημερώματα», τα «Δειλινά» και το «Χάθηκες», αλλά και τραγούδια… έξω καρδιά σαν «Ποιος έχει κάνει την καρδιά» ή το «Πάει πάει». Έχει φτιάξει άσματα γλυκιάς νοσταλγίας όπως η «Θεσσαλονίκη» ή το «Πού πας χωρίς αγάπη», αλλά και τραγούδια άκρως ερωτικά σαν το «Σταλιά σταλιά» και την περίφημη «Αγωνία».
Ο «Πενηντάρης», ο «Αράπης», το «Μάλιστα κύριε», το «Πού ‘σαι Θανάση» και τα συναφή σμίλεψαν τη σύνθετη σκηνική παρουσία του, ένα μίγμα συνθέτη, οργανοπαίκτη αλλά και ναΐφ ερμηνευτή. Ο Ζαμπέτας παραμένει ένα διαρκές μάθημα για όσους ακολούθησαν. Με τη συνθετική ιδιοφυΐα του προίκισε αρκετούς τραγουδιστές με διαχρονικά τραγούδια, βάζοντας ένα λιθαράκι στη μικρή τους αθανασία. Ο Μητροπάνος είχε πει για αυτόν: «Χρωστάω μόνο στον Γιώργο Ζαμπέτα. Αυτός μου έδωσε τα πρώτα μου τραγούδια και από αυτόν διαμορφώθηκε η στάση μου απέναντι σε οτιδήποτε. Ήταν κανονικός άνθρωπος, χωρίς το μυαλό πάνω από το κεφάλι. Το βασικό που έλεγε ήταν: “Σβήσαν τα φώτα; Να είσαι κανονικός άνθρωπος”». Συνέντευξη στη lifo.gr.
Ο έφηβος Ζαμπέτας
Έχει κι αλλού πορτοκαλιές…
Τη φώναζε Μπέμπα Μπλου και ήταν ο πρώτος που είδε σε αυτήν μια μελλοντική σταρ. Το «καράβι» του και το «Μιας πεντάρας νιάτα» βρήκαν στα χείλη της την ιδανική ερμηνεύτρια. Όμως η Μπέμπα Μπλανς, που με το νάζι και τη μάγκικη γοητεία της κόλαζε την πελατεία της νύχτας στην Αθήνα αλλά και στη Νέα Υόρκη, δεν είχε μυαλό για μεγάλη καριέρα. Ο Ζαμπέτας άμυαλη την ανέβαζε, παλάβρω την κατέβαζε. Κι όταν πήγε μια μέρα να της προτείνει τον «Αλήτη», εκείνη στραβομουτσούνιασε και του είπε: «Δεν έχεις κάτι καλύτερο, ρε Γιώργο». Τον πείραξε αυτή η απόρριψη και εκεί κάπου τελείωσε το «ειδύλλιο» της συνεργασίας τους. Το τραγούδι καρπώθηκε η τυχερή της υπόθεσης, η Βίκυ Μοσχολιού, καταγράφοντας άλλη μια επιτυχία στα ερμηνευτικά της κατάστιχα.
Η Μοσχολιού ωφελήθηκε και από μια άλλη κραυγαλέα απόρριψη, αυτή της Πόλυς Πάνου. Στην ουσία «το αηδόνι της Πάτρας» με την ασυλλόγιστη στάση της έστρωσε το χαλί στα πόδια της νεαρής τότε και άσημης Μοσχολιού.
Μόλις είδε τον Ζαμπέτα, του είπε βιαστικά: «Τώρα πάω για μπάνιο στην παραλία».
Η συμπεριφορά της τον εξέπληξε, τον πλήγωσε. Πήρε το μπουζούκι του παραμάσχαλα και την απόφαση να δώσει τα τραγούδια του στη νεαρή Βίκυ Μοσχολιού, η οποία είχε την ίδια στόφα κοντράλτο φωνής. Αυτή ήταν αρχή μιας μεγάλης καριέρας για τη Βίκυ. Όσο για την Πόλυ Πάνου, θα το σκυλομετάνιωσε, αλλά όπως θα έλεγε και ο Ζαμπέτας «μετά την απομάκρυνση εκ του ταμείου, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται».
Το τρίτο «όχι» ήταν ακόμα πιο ηχηρό και προήλθε από την εθνική μας σταρ. Όταν ο Ζαμπέτας συνέθετε το «σταλιά σταλιά», σκεφτόταν την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Όχι ίσως γιατί τη θεωρούσε σπουδαία τραγουδίστρια. Ποτέ δεν ήταν. Εκείνο το μπρίο της όμως θα μπορούσε να απογειώσει ένα τέτοιο τραγούδι. Με τον ενθουσιασμό του δημιουργού, της ζήτησε να το ακούσει λέγοντάς της: «Αλικάκι, σου έχω ένα τραγούδι, τελείωσες μετά από αυτό…».
«Τι είναι αυτό; Να το δώσεις να το πει ο Καζαντζίδης» λέει η Αλίκη στον Ζαμπέτα. ‘Ισως φοβήθηκε να το πάρει πάνω της. Ένα τέτοιο τραγούδι απαιτούσε έναν κανονικό τραγουδιστή. Ο Ζαμπέτας πάντως το εισέπραξε ως απόρριψη κι αισθάνθηκε το αίμα του να παγώνει.
Την ίδια μέρα στο στούντιο βρισκόταν τυχαία η Μαρινέλλα, η οποία τότε αναζητούσε αγωνιωδώς μια σόλο καριέρα μακριά από τη σκιά του Καζαντζίδη. Μόλις άκουσε το τραγούδι πλησίασε συνεσταλμένα τον συνθέτη και του είπε: «Ρε μανίτσα, δώσ’ το σ’ εμένα». Ήταν το τυχερό της. Το τραγούδι είχε γραφτεί για εκείνη. Και στα χείλη της έγινε η επιτυχία που επιθυμούσαν τόσο η ίδια όσο και ο δημιουργός του.
Ένας λόγιος που τον έλεγαν «Τσάντα»
Ο λαϊκός στίχος δεν είναι εύκολο πράγμα και το καταλαβαίνει κανείς αν προσπαθήσει να γράψει ένα τραγουδάκι από αυτά που τραγουδάμε ξανά και ξανά και μας συντροφεύουν σε πολλές στιγμές της ζωής μας. Κι όλοι αυτοί οι παλιοί στιχουργοί που έβαλαν λόγια στις νότες των αγαπημένων συνθετών είναι οι αφανείς ήρωες μιας πραγματικής κοσμογονίας. Σε αυτήν τη χορεία των ηρώων συγκαταλέγεται χωρίς αμφιβολία και ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης ή «Τσάντας» όπως είναι ευρύτερα γνωστός στους συγκαιρινούς του. Στην απλότητα και στην αμεσότητα των στίχων του οφείλει πολλά το λαϊκό τραγούδι στα χρόνια της δημοφιλίας του.
Ο Βασιλειάδης δεν ήταν ένας τυχαίος που σκάρωνε στίχους στο πόδι για φτηνά γούστα. Γεννήθηκε στο Τσανάκ Καλέ της Μικράς Ασίας το 1902. Το κύμα της προσφυγιάς τον ξέβρασε στη σκληρή αγκαλιά της μητέρας Ελλάδας. Ήταν καλλιεργημένος και γλωσσομαθής και για τον λόγο αυτόν ασχολήθηκε με μεταφράσεις κειμένων.
Η πρώτη του επίσημη παρουσία στη δισκογραφία, σύμφωνα με τις ετικέτες των δίσκων, καταγράφεται τον Δεκέμβρη του 1946 στην Κολούμπια, με το «Δυο καρπούζια σ’ ένα χέρι» σε μουσική του Στελλάκη Περπινιάδη. Όμως ο Βασιλειάδης είχε ήδη οργιάσει στιχουργικά πριν από τον πόλεμο, έστω κι αν η υπογραφή του δεν μπήκε σε τραγούδια που του ανήκαν.
Σε λαϊκό πάλκο της εποχής. Ο νεαρός Μητροπάνος, η Μανταλένα και ο Ζαμπέτας
Σύμφωνα με τον Κώστα Βίρβο, ο Βασιλειάδης γνώριζε τέσσερις γλώσσες και για ένα διάστημα εργάστηκε στο υπουργείο Ναυτικών. Σύντομα όμως τον κέρδισε η στιχουργική, για χάρη της οποίας εγκατέλειψε οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα. Ήταν μια δύσκολη απόφαση να μπει στον σκληρό κόσμο της δισκογραφίας όπου οι εταιρειάρχες έριχναν συνθέτες και τραγουδιστές κι εκείνοι με τη σειρά τους έκαναν το ίδιο με τους στιχουργούς. Ο Τσάντας όπως και η ομότεχνή του Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έδωσαν τα μικρά τους αριστουργήματα συχνά για ένα κομμάτι ψωμί και είναι κρίμα που άνθρωποι, τους οποίους σήμερα θαυμάζουμε, επέτρεψαν να γίνει αυτή η απίστευτη κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας. Ο Ζαμπέτας πάντως δεν ήταν από αυτούς και λέει για τον Χαράλαμπο Βασιλειάδη: «Ο «Τσάντας] με την τσάντα του όλη μέρα γύρναγε κι έδινε στίχους και μοίραζε και στίχους, και του ‘κλεβαν και στίχους. Του τα παίρνανε για ένα πακέτο τσιγάρα. Έχει γράψει πάρα, πάρα πολλά τραγούδια, αλλά τα μισά μόνο έχουνε το όνομά του. Τον κλέβανε διάφοροι επιτήδειοι, δεν του γράφανε το όνομα κι αυτός δεν έκανε και τίποτα, δεν τους κυνήγαγε».
Τελικά αυτές οι συμφωνίες κάτω από το τραπέζι περιόρισαν το έργο του Χαράλαμπου Βασιλειάδη σε 86 τραγούδια, ενώ στην επίσημη δισκογραφία κυκλοφορούν περίπου δύο χιλιάδες δικά του, σύμφωνα με τον Βίρβο. Έτσι ίσως εξηγείται ότι ο Βασιλειάδης πέθανε πάμπτωχος και αγνοημένος το 1970. Για την ιστορία, το παρατσούκλι «Τσάντας» τού το έδωσε ο συνήθης «νονός» Στράτος Παγιουμτζής που τον προσφωνούσε «Τσάντας ο Λόγιος». Τελικά παραλείφθηκε το Λόγιος και έμεινε το Τσάντας, εύστοχος χαρακτηρισμός αν σκεφτεί κανείς ότι ο Βασιλειάδης γυρνούσε πάντα με έναν χαρτοφύλακα γεμάτο στίχους και μοίραζε αφειδώς σε συνθέτες της εποχής του. Συχνά έγραφε και κατά παραγγελία. Το βεβαιώνει και ο Ζαμπέτας: «Αυτός ήτανε μπαξές! Ερχότανε ο Μπάμπης στο σπίτι και καθόμαστε ώρες ατέλειωτες. Γράψε-σβήσε συνέχεια. Του έλεγα τη βλέψη μου για κάθε τραγούδι κι αμέσως το ‘γραφε, μεγάλη ευχέρεια στο γράψιμο...».
Ο Ζαμπέτας αποκαλύπτει και τη σχέση εξ αγχιστείας που είχε ο «Τσάντας» με τον Γιώργο Παπαδόπουλο: «Ήτανε αδελφός της πρώτης γυναίκας του Παπαδόπουλου, του δικτάτορα, μ’ αυτήν που είχε τα δυο παιδιά. Ο Παπαδόπουλος την είχε χωρίσει την αδελφή του “Τσάντα”, την είχε όμως σ’ ένα σπίτι στη Νέα Σμύρνη με φρουρά και την προστάτευε γιατί είχε τα παιδιά του…». Από τη σχέση αυτή όμως δεν θέλησε να επωφεληθεί όταν μπορούσε. Συνέχισε να ζει σε μια οκέλα στη Νέα Φιλαδέλφεια, ένα προσφυγικό χαμόσπιτο.
Ο «Τσάντας» χάρισε στον Ζαμπέτα τους πιο αστραφτερούς στίχους – «Δειλινά», «Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω», «Πάει πάει», «Ο πιο καλός ο μαθητής», «Αγωνία»… Και ως επιμύθιο του έδωσε το «Πού ‘σαι Θανάση».
Για αυτό ο Γιώργος έχει κάτι να μας πει: «Ήτανε παντρεμένος με την κυρία Άννα... Μου λέει η κυρία Άννα ότι την ώρα που πέθαινε άνοιξε την τσάντα του και έδωσε ένα τραγούδι για μένα. Το “Πού ‘σαι Θανάση”. Σημαδιακό τραγούδι!».
Σήμερα γίνεται μια προσπάθεια να αποκατασταθεί αυτή η αδικία στο πρόσωπο ανθρώπων όπως ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης, αλλά η υπόθεση αυτή έχει πολύ δρόμο ακόμα. Εμείς πάντως θα τον θυμόμαστε, εκτός από τα τραγούδια του Ζαμπέτα, και για τους «Γλάρους», για το «Πριν το Χάραμα», την «Πεντάμορφη» και τα άλλα μικρά διαμάντια της στιχουργικής του δεινότητας.
Οι τραγουδιστές του Ζαμπέτα
Στα χρόνια της δημιουργικής του ακμής ο Γιώργος Ζαμπέτας υπήρξε μια ανεξάντλητη δεξαμενή για τους τραγουδιστές της εποχής του. Για κάποιους, όπως η Βίκυ Μοσχολιού, ο Μητροπάνος, ο Βοσκόπουλος και η Δούκισσα ήταν απλώς το εφαλτήριο για μια λαμπρή καριέρα στο μουσικό πεντάγραμμο. Για κάποιους άλλους, όπως ο Πάνος Τζανετής, η Μανταλένα και η Ελένη Ροδά, η ζαμπετική εποποιία ήταν ένα άρμα πίσω από το οποίο βάδισαν αναζητώντας μια θέση στο πάνθεον του λαϊκού τραγουδιού που δεν ήρθε ποτέ. Αυτοί οι «τραγουδιστές του Ζαμπέτα» άφησαν το χνάρι της φωνής του πάνω σε κάποιες μελωδίες του συνθέτη και αργά ή γρήγορα έσβησαν μυστηριωδώς από τον ουρανό της δισκογραφίας. Σήμερα τους θυμόμαστε για μεμονωμένα τραγούδια, σπαράγματα μιας ανολοκλήρωτης τραγουδιστικής θητείας. Ειδικά για τον Τζανετή το περίφημο «Χάθηκες» που έχει ταυτιστεί με τη φωνή του ήταν προφητικό για την περαιτέρω πορεία του. Όπως ο Χιώτης, έτσι κι ο Ζαμπέτας αναζήτησε στο διάβα του από τις πίστες ένα alter ego. Πρόκειται για παλιά πρακτική στα λαϊκά πάλκα, από τα προπολεμικά ακόμα χρόνια με τις άγνωστες αοιδούς του Μάρκου, κι αργότερα με τις ερμηνεύτριες του Τσιτσάνη που διαγκωνίζονταν μεταξύ τους για τα πρωτεία. Ας θυμηθούμε τους μυθικούς καβγάδες της Νίνου με την Μπέλλου και τη Σεβάς Χανούμ. Στην περίπτωση του Τσιτσάνη βέβαια οι ερμηνευτές των τραγουδιών του ήταν άλλου διαμετρήματος. Η Μπέλλου, η Νίνου και ο Τσαουσάκης με τις στιβαρές φωνές τους όρισαν τα όρια της ερμηνείας στη λαϊκή μουσική κι έλαμψαν ακόμα κι έξω από τον γαλαξία της τσιτσανικής ιδιοφυΐας.
Από τα «Παιδιά του Πειραιά» στη «Γειτονιά των Αγγέλων»
Η μοναδική πενιά του Γιώργου Ζαμπέτα, τη στιγμή της πιο βαθιάς του ωριμότητας, έντυσε με το χρώμα της τις δημιουργίες των μεγάλων συνθετών που ήρθαν από τα έδρανα των ωδείων και της κλασικής μουσικής κι αποδείχθηκαν πολύτιμοι αιμοδότες του λαϊκού μας πολιτισμού. Ο Ζαμπέτας ως σολίστ της εποχής, με το χαρακτηριστικό του ύφος, συντρόφεψε τις μοναχικές διαδρομές του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Ξαρχάκου. Η αδρή μελαγχολία του μπουζουκιού του σφράγισε ιστορικές ηχογραφήσεις από τα «Παιδιά του Πειραιά» και το «Είμαι αϊτός χωρίς φτερά» έως την «Άπονη ζωή». Ο μαντολινάτος ήχος του έγραψε τη μισή μουσική Ιστορία της αξεπέραστης εκείνης εποχής.
Έτσι θα τον θυμόμαστε κι εμείς τώρα που πέταξε μαζί με τους άλλους λαϊκούς «Χαρταετούς» στη «Γειτονιά των Αγγέλων». Ο Γιώργος Ζαμπέτας άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο «Σωτηρία» στις 10 Μαρτίου 1992, χτυπημένος από τον καρκίνο. Ήταν μόλις 67 ετών. Ωστόσο το γλέντι έτσι όπως το όρισε εκείνος συνεχίζεται… στις Κάννες. Το μυθικό γλέντι που άρχισε μια βραδιά στη Γαλλική Ριβιέρα παρέα με τη Μελίνα Μερκούρη, τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Ζυλ Ντασσέν μια μέρα στις αρχές της δεκαετίας του Εξήντα και συνεχίζεται ακόμα και σήμερα.
ΜΙΚΡΑ ΠΑΡΑΤΡΑΓΟΥΔΑ
Παρατράγουδο από το γλέντι στις Κάννες
Διηγείται ο Γιώργος Κουλαξίζης ένα πρωινό επεισόδιο στις Κάννες, λίγο πριν από το μυθικό γλέντι για τα «Παιδιά του Πειραιά»: «Βγαίνουμε από το ξενοδοχείο και ένα τσούρμο πιτσιρικάδες και κοριτσόπουλα ξεχύνονται πάνω στον Ζαμπέτα. Παραξενευτήκαμε: “Βρε πού τον ξέρουν τον Ζαμπέτα;”. Τα παιδιά του ζητούσαν αυτόγραφο. Ο Ζαμπέτας βγάζει με τουπέ ένα στυλό από την τσέπη και αρχίζει να γράφει, να γράφει, να γράφει. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα του ξενοδοχείου και βγαίνει ο Ντάριο Μορένο, ο τραγουδιστής της εποχής. Και να δεις πώς του έμοιαζε. Φτυστός ο Ζαμπέτας! Αφήνουν τον δικό μας λοιπόν και πέφτουν πάνω στον Μορένο. Κάγκελο ο Ζαμπέτας! Κι εμείς από μακριά τον κοροϊδεύαμε».
Ένα γκραν αλλά τι γκραν!
Ο αδερφός του, ο Λάζαρος Κουλαξίζης, αναφέρεται με θαυμασμό στην πρώτη του συνάντηση με τον μεγάλο σολίστα. «Είχα πάει στο σπίτι του για πρόβα κι όταν έβγαλε το μπουζούκι με το πρώτο γκραν έκανα πίσω! Δεν είχα ξανακούσει τέτοιον ήχο από κανέναν. Αυτός ήταν ο Ζαμπέτας!».
Ο Γάτος ήταν ο… Ζαμπέτας
Στο τραγούδι του Γιάννη Παπαϊωάννου «Ο Γάτος», που ερμηνεύει ο Στέλιος Καζαντζίδης στα χρόνια του ‘50, ο νεαρός τότε Γιώργος Ζαμπέτας κλήθηκε να κάνει τον γάτο και το νιαούρισμά του στην ιστορική εκείνη ηχογράφηση έχει γράψει!
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ