Γιώργος Ξηντάρης: Από την οικοδομή στο μπουζούκι και στην... Ανατολή
«Ρεμπέτικη Ιστορία», «Στοά των Αθανάτων» και «Ανατολή»: τρία μαγαζιά-ορόσημο για το ρεμπέτικο και τον Γιώργο Ξηντάρη.
Συνέντευξη στον ΣΤΕΦΑΝΟ ΛΕΜΟΝΙΔΗ
Ο Γιώργος Ξηντάρης υπηρετεί πιστά και διαδίδει το ρεμπέτικο τραγούδι, από την πρώτη στιγμή που έπιασε το μπουζούκι στα χέρια του ως σήμερα, που είναι 70 χρόνων. Συνέδεσε το όνομά του με τρία ιστορικά μαγαζιά, τη «Ρεμπέτικη Ιστορία», τη «Στοά των Αθανάτων» και την «Ανατολή» στη Σκόπελο. Γελαστός, με πηγαίο χιούμορ, δεν μασάει τα λόγια του, ευτυχής που συνεχίζει τη διάδοση του ρεμπέτικου με τα δυο παιδιά του, αλλά και μάγειρας. Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και το πρώτο ρεμπετάδικο στα Εξάρχεια, στην Ιπποκράτους 181.
Ολυμπιακός: Κινήσεις επίθεσης από την αρχή χωρίς τέλος
«Δουλεύαμε στην οικοδομή με τον Παύλο Βασιλείου, παίζαμε ταυτόχρονα μπουζούκι και αποφασίσαμε να ανοίξουμε ένα μαγαζί για να μας ακούει ο κόσμος…».
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο ΦΩΣ στις 26/6/2023
Με τι κεφάλαιο;
Μηδέν κεφάλαιο. Χτίστες ήμασταν, πήραμε ένα ισόγειο δωμάτιο στα Εξάρχεια και αρχίσαμε να το φτιάχνουμε. Βάλαμε μέσα ένα ψυγείο, αγοράσαμε βερεσέ τα ποτά από μια κάβα, το διαμορφώσαμε και πήγαμε με τα όργανά μας να παίξουμε. Βοήθησαν και οι φίλοι, άλλοι έφεραν κουρτίνες, άλλοι καρέκλες, άλλοι τραπέζια, άλλοι ζωγράφισαν στους τοίχους και ξεκινήσαμε. Ούτε εξαερισμό δεν είχε, από την κάπνα δεν έβλεπες και πολλά πράγματα. Πριν παίζαμε σε διάφορα ταβερνάκια στις γειτονιές για τα προς το ζην. Όχι σπουδαία πράγματα.
Και πώς το έμαθε ο κόσμος;
Η καλύτερη διαφήμιση είναι στόμα με στόμα. Δεν υπήρχαν κινητά, ίντερνετ, τίποτα. Άρχισαν να έρχονται φοιτητές και μετά όλος ο καλλιτεχνικός κόσμος της Αθήνας. Φέραμε το ρεμπέτικο, το διασώσαμε στις πλατιές μάζες και μετά έγινε της μόδας. Εμείς το κάναμε της μόδας, αφού, μετά το 1981 που ξεκινήσαμε, σε δυο τρία χρόνια άρχισαν παντού να ξεφυτρώνουν ρεμπετάδικα, «Η Φραγκοσυριανή», «Το ταξίμι», και αναβιώσαμε το ρεμπέτικο. Εγώ έκατσα τρία χρόνια, μετά πήραμε κι άλλον κιθαρίστα και τον 93χρονο κυρ Νίκο Σαμιωτάκη με το σαντούρι. Το έμαθαν οι μουσικοί και οι ηθοποιοί, που έρχονταν μετά το θέατρο. Ήταν το πρώτο μπαρ με ρεμπέτικα. Περάσαμε καλά. Ήταν διαφορετικό και ο κόσμος είχε δίψα για το ρεμπέτικο τραγούδι. Λίγες μέρες μετά το άνοιγμα του μαγαζιού έγινε ο μεγάλος σεισμός στην Αθήνα τον Φλεβάρη του ‘81. Στην κατάμεστη «Ρεμπέτικη Ιστορία», αν και ημέρα Τρίτη λίγο πριν από τις 11, ο πανικός που επικράτησε στο μαγαζί ήταν μόνο αυτός από τα ρεμπέτικα τραγούδια. Κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτα. Ο Φώτης Μεσθεναίος, ο σκηνοθέτης της επιτυχημένης τηλεοπτικής σειρά το «Μινόρε της αυγής» μετά τα γυρίσματα της σειράς έκλεινε όλα τα τραπέζια στη «Ρεμπέτικη Ιστορία» με τους συνεργάτες του για να ακούσει τα αυθεντικά ρεμπέτικα…
Έτσι εξαπλώθηκε;
Ναι, μετά από λίγο καιρό και η κουτσή Μαρία έπαιζε ρεμπέτικα. Όλες οι ταβέρνες έβαζαν ταμπέλες «ρεμπέτικα» και όλοι νόμιζαν ότι έπαιζαν ρεμπέτικα. Τότε είπα ότι πρέπει να υπάρχει αστυνομία θεάματος να τους μαζεύει. Ακόμη και τώρα. Γιατί είναι άσχετοι, φάλτσοι, τι πάνε και ανακατεύονται με το τραγούδι και μάλιστα το ρεμπέτικο;
Έρχονταν όλες οι φίρμες της εποχής;
Βέβαια, ήρθε ο Ξαρχάκος, ο Μπάμπης Μπακάλης, ήταν μόνιμοι. Μόνο η Βουγιουκλάκη δεν ήρθε. Θα την έφερνε μετά το θέατρο ένα βράδυ ο Τίμος Περλέγκας, αλλά χιόνισε. Ερχόταν και ο Γκολές και έπαιζε μπαγλαμά. Ο καλύτερος φίλος μου, είχαμε κοινούς στόχους και κάναμε έναν ευγενή ανταγωνισμό. Και οι δυο από την επαρχία, εγώ από τη Σκόπελο, αυτός από την Πάτρα. Μετά παίζαμε και μαζί στον «Κουασιμόδο», στη «Ρεμπέτικη Κλίκα».
Πότε ακούσατε πρώτη φορά ρεμπέτικα;
Στη Σκόπελο από γραμμόφωνο σε διάφορες ταβέρνες του νησιού. Ο πατέρας μου ήταν ψαράς. Ο βιολογικός πατέρας μου πέθανε το 1972, είχε χωρίσει με τη μάνα μου.
Πότε φύγατε από τη Σκόπελο;
Σε ηλικία 14 χρόνων, είχα ανησυχίες, δεν με χωρούσε το νησί. Πήρα το ΚΤΕΛ από τον Βόλο, ήρθα στην Αθήνα και είχαμε ένα στέκι σκοπελίτικο, ταβέρνα στο Μοναστηράκι, τον «Σιγάλα», εκεί όπου είναι τώρα ο Μπαϊρακτάρης.
Στον Βόλο πηγαίνατε και στη «Σκάλα του Μιλάνου»;
Πολλές φορές. Ναι, πρώτη φορά όταν ήμουν λαδάς στο πλοίο «Κίχνος» για δυο χρόνια. Πήγαινα όταν διανυκτερεύαμε στον Βόλο. Γνωρίστηκα με τους Μιλάνους όταν είχαν το μαγαζί στην Αγίου Νικολάου. Το επόμενο μαγαζί που άνοιξαν δεν μου άρεσε. Μετά από χρόνια κάναμε και μια συναυλία για τους Μιλάνους στο Δημοτικό Θέατρο, με τον Πάνο Γεραμάνη και τον Νίκο Παπάζογλου. Συχωρεμένοι και οι δύο. Και εκπομπή με τον Λιάβα.
Καλά, πώς βρεθήκατε σε πλοίο, αφού ήσασταν οικοδόμος;
Όλα τα κάναμε για να ζήσουμε. Έγινα και ναυτικός. Μου έδειξε ο μηχανικός, με το λαδωτήρι, το λαδικό. Σε ηλικία 17 χρόνων μπάρκαρα από τον Πειραιά και μου έδειξαν πώς να λαδώνω τις μηχανές, τα έμβολα. Το μπουζούκι το πήρα 15 χρόνων από ένα μαγαζί, ένα υπόγειο στην Ομόνοια. Εξακόσιες δραχμές. Πεντακόσιες το όργανο και εκατό η θήκη. Έβαζα τάλιρο, δίφραγκο στο τζουκ μποξ και άκουγα. Και μετά έτρεχα γρήγορα στο σπίτι να μου μείνει η μελωδία και να την παίξω. Δεν είχαμε τότε τίποτα στο σπίτι για να ακούμε μουσική. Αυτοδίδακτος, ούτε νότες ούτε τίποτα. Είχα μουσικό αυτί και πήγαινα στον Τσιτσάνη στο «Χάραμα» και άκουγα. Μου έλεγε «άκου και κλέψε». Μια φορά μάλιστα με έβαλε να χορέψω για να τελειοποιήσει ένα καινούργιο τραγούδι.
Ποιο;
«Το βαπόρι από την Περσία». Με έβαλε να χορέψω για να πιάσει τον ρυθμό, πάνω στα πατήματα. Με κόσμο στο μαγαζί.
Γνωρίσατε κι άλλους ρεμπέτες ή άλλους λαϊκούς τραγουδιστές της εποχής;
Βέβαια, τον Κερομύτη, τον Μπαγιαντέρα, τον Ρούκουνα, ως και τη Ρόζα που ήθελε να με παντρέψει σε μια συναυλία στην Πάτρα, αλλά τη γλίτωσα.
Γιατί φύγατε από τα Εξάρχεια;
Ε, δεν μπορούσα άλλο. Πήγα στην Πάτρα στο «Χάραμα», ένα μεγάλο μαγαζί έξω από την πόλη, με τον Σπόρο. Μετά στο «Απτάλικο» με τον Τόλη Χάρμα και ύστερα στη «Στοά των Αθανάτων» το 1992 με τον Μήτσο Τσαουσάκη, τον Κούλη Σκαρπέλη, τον Χονδρονάκο και τον Θεό, τον Θεόδωρο Πολυκανδριώτη. Πέντε χρόνια.
Η «Στοά των Αθανάτων» ήταν ένα μαγαζί στη Βαρβάκειο, στην κρεαταγορά, που ανέβαινες στον πρώτο όροφο με ασανσέρ. Δεν έπεφτε καρφίτσα κάθε βράδυ.
Τα αφεντικά ήταν ντίλιγκερ, πρόεδρος των παλαιστών και σεφ στο αεροδρόμιο. Από εκεί πέρασε όλος ο κόσμος. Ήταν το κάτι άλλο. Δεν έβρισκες τραπέζι, περίμενε ο κόσμος ουρά απέξω να αδειάσει ένα τραπέζι για να καθίσει. Είχαμε και ορθίους, έπαιρναν το ποτό τους και μας άκουγαν όρθιοι.
Γιατί φύγατε;
Έβαλαν κάμερες στο μαγαζί οι ιδιοκτήτες να παρακολουθούν τον κόσμο και το πάλκο και δεν το δέχτηκα. Ήθελαν να με καπελώσουν και να φέρουν δικούς τους μουσικούς. Κάτι παιδάκια που δεν ήξεραν πού πάνε τα τέσσερα κι εγώ ήθελα τη δική μου ορχήστρα. Μετά πέθανε και ένας ιδιοκτήτης και άρχισε η παρακμή. Είναι όπως το φαγητό. Αν δεν έχεις καλό υλικό, δεν κάνεις καλό φαγητό.
Πάμε στην τωρινή αγάπη σας, την «Ανατολή», στη Σκόπελο. Πότε ξεκινήσατε;
Το 1982.
Μα τότε ήσασταν στην Αθήνα…
Τα καλοκαίρια πηγαίναμε στο Σκόπελο και παίζαμε. Καταπληκτικό μέρος στο κάστρο. Στο «Ηρώδειο της Σκοπέλου» που λέει και ο φίλος μου ο Θωμάς Κοροβίνης.
Του Αιγαίου.
Α, εσύ το έκανες πιο μεγάλο, το πήγες παραπέρα. Καταπληκτικό μαγαζί, έπαιζα μόνος μου, μαγείρευα μόνος μου και βοηθούσαν φίλοι από τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα. Όλοι μαζί, άλλος έπλενε ποτήρια, άλλος έψηνε.
Λειτουργούσατε όπως στη «Σκάλα του Μιλάνου» που σέρβιραν μέχρι τις εννιά, μετά τέλος, ανέβαιναν στο πάλκο και μόνο κρασί μπορούσες να παραγγείλεις;
Όχι, τα έκανα και τα δυο μαζί. Εκεί που έπαιζα σταματούσα και πήγαινα στην κουζίνα γιατί καίγονταν τα ψάρια. Φώναζα από το πάλκο «γύρνα τα ψάρια, καίγονται». Τελειώναμε και πηγαίναμε για ύπνο στις 4 και στις 8 σηκωνόμουν για να μαγειρέψω. Το ίδιο κάνω και τώρα που είμαι 70 χρόνων. Εγώ μαγειρεύω το πρωί. Παίρνω βιταμίνες.
Τώρα όμως είναι διαφορετικά, έχετε δίπλα σας και τους δυο γιους σας.
Έχουμε και γυναίκα στην κουζίνα, τη γυναίκα μου. Και γκαρσόνια και παρκαδόρο. Ναι, τον Αντώνη και τον Θόδωρο. Σπούδασαν, κρέμασαν τα πτυχία και παίζουν μπουζούκι γιατί τους αρέσει. Ο ένας τελείωσε την ΑΣΟΕΕ στατιστική και ο άλλος το ΠΑΠΕΙ στον Πειραιά σπούδασε πληροφορική. Μόνοι τους έμαθαν μπουζούκι, δεν τους πίεσα εγώ. Δεν τους είπαμε εμείς τι να κάνουν, μόνοι τους το αποφάσισαν.
Και τον χειμώνα τι κάνουν;
Παίζουν. Παίζαμε στο «Μινόρε της Αυγής» στον Πειραιά. Το θεατρικό. Είχαν τη μουσική επιμέλεια, ξέρουν νότες, ξέρουν μουσική. Δεν είναι τυχαίοι, δεν είναι αυτοδίδακτοι.
Και στην «Ανατολή» γίνεται χαμός.
Ναι, δεν βρίσκεις τραπέζι. Κλείνουν τραπέζι για μετά από έναν μήνα.
Έναν μήνα;
Βέβαια, να, τώρα με πήραν τηλέφωνο για τραπέζι τον Αύγουστο.
Δηλαδή, αν έρθουμε στη Σκόπελο, δεν θα σας ακούσουμε;
Μην ανησυχείς, κρατάω καβάτζες. Θα σε βολέψω.
Με τα αθλητικά έχετε καμία σχέση;
Βλέπω στη Νόβα κανένα ματς να περάσει η ώρα. Δεν είμαι φανατικός του ποδοσφαίρου. Εγώ ήμουν αθλητής του στίβου, στη Σκόπελο, ύψος και μήκος.
Ε, βέβαια, είστε ψηλόλιγνος, είστε ταλέντο.
Ε ναι, χα, χα, χα. Παναγιά μου. Τι να κάνουμε. Καλά να είμαστε.
Στην Αθήνα πού μένατε;
Πετράλωνα, Πλάκα και Θησείο, στο κέντρο.
Θεωρείτε ότι ο Μάρκος Βαμβακάρης είναι το παν;
Ναι, βέβαια, συμπαντάρχης, ο κυρίαρχος του σύμπαντος.
Ήταν παρεξηγημένος στην εποχή του
Ναι τότε, ναι. Τώρα του στήνουν αγάλματα. Ο Μάρκος είναι το δένδρο, όλοι οι άλλοι είναι τα κλαδιά, τα κλωνάρια.
Τη θεατρική παράσταση «Εγώ ο Μάρκος» την είδατε;
Με τον Παπαγεωργίου είμαστε φίλοι, με κάλεσε και παίξαμε στο «Στην υγειά μας» τραγούδια του Μάρκου. Ήταν ίδιος ο Μάρκος στην παράσταση, καταπληκτικός.
Τον είδατε ποτέ τον Μάρκο;
Ναι, στου Σαμπάνη, Αγίου Λουκά. Στα Πατήσια. Ήρθε υποβασταζόμενος, τον κρατούσαν, του έκανα χειραψία. Δεν μπορούσε να παίξει. Είχε πρόβλημα στα δάχτυλα, είχε αρθρίτιδα.
Υπάρχει κανένας σοβαρός από τους καινούργιους.
Μμμ. Ο Γκολέ πέθανε, το ίδιο και ο Αγάθωνας, υπάρχω εγώ που ζω ακόμη. Ο Κοντογιάννης που παίζει περισσότερο λαϊκό. Υπάρχουν κάποιοι νέοι που παίζουν πιστά το ρεμπέτικο. Ο Φώτης Βεργόπουλος, η Κατερίνα Ξυρίδου, που είναι τραγουδίστριά μου εδώ και τριάντα χρόνια.
Την είχατε και στη «Στοά των Αθανάτων»;
Όχι, εκεί είχα άλλες γυναίκες.
Οι ρεμπέτες τις αγαπούσαν τις γυναίκες, έγραψαν υπέροχα τραγούδια για τις γυναίκες, αν και εκείνη την εποχή δεν είχαν περίοπτη θέση στην κοινωνία.
Ναι, χα, χα, χα. Βέβαια έγραψαν τόσα πολλά. Κακούργες, δολοφόνισσες.
Υπάρχει και το κορυφαίο, «Η Πεντάμορφη»
Κατ’ αρχάς ο Χατζηχρήστος δεν έγραψε σκάρτο τραγούδι. Του κάναμε αφιέρωμα, πήγαμε στην τηλεόραση και μετά στον «Ιανό» με τις κόρες του.
Θαυμάζετε όμως περισσότερο τον Παπαϊωάννου.
Βέβαια, είχε ένας ξάδελφός του μια ταβέρνα, ένα υπόγειο στη Νέα Ιωνία. Ο Παντελής, πηγαίναμε και μας έλεγε ιστορίες. Ίδιος ο Παπαϊωάννου ήταν.
Ο Τσιτσάνης;
Έπαιζε πιο ευρωπαϊκά. Μεγάλος, τεράστιος. Ο Μάρκος με τη «Φραγκοσυριανή» και ο Τσιτσάνης με τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» έγραψαν τα πιο κλασικά άσματα. Δεν πρόκειται να πεθάνουν ποτέ.
Εσείς δεν γράφετε;
Όχι, εγώ παίζω και τραγουδάω. Είμαι παίκτης. Και τα παιδιά τραγουδάνε. Στην κομπανία έχουμε και ένα άλλο παιδί, τον Γιώργο Αναγνώστου.
Πώς και δεν έχετε γυναίκα δίπλα σας;
Το μαγαζί είναι ανδροκρατούμενο, δεν στέκεται γυναίκα στο μαγαζί.
Η γυναίκα σας όμως είναι εκεί.
Στην κουζίνα, αλλά ακούει. Είναι καλή κριτικός. Είναι από το χωριό του Μπάμπη Τσέρτου. Από τα Τρόπαια της ορεινής Αρκαδίας.
Η «Ανατολή» είναι ένα είδος μυσταγωγίας;
Βέβαια, παίζουμε χωρίς μικρόφωνα. Φυσικό ήχο. Για να ακούσεις, πρέπει να κάνεις ησυχία, έχουμε και βροντερές φωνές και ακουγόμαστε.
Σημαντικό να σέβεσαι τον καλλιτέχνη, να τον ακούς.
Ναι, είναι αγώνας χρόνων. Αν κάνουν φασαρία, παρατάω το μπουζούκι και φεύγω. Το έκανα παντού - και στη «Ρεμπέτικη ιστορία». Αν δεν τους αρέσει, ας φύγουν κι ας πάρουν ένα cd να ακούσουν.
Στην «Κοτταρού» στον Κολωνό έχετε έρθει;
Ναι και μου αρέσει.
Είστε πλήρης. Ό,τι θελήσατε, το πετύχατε;
Ναι και από μουσική και από οικογένεια και από στήσιμο μαγαζιών. Η «Ανατολή» είναι το τέλος. Έκανα βέβαια και ένα μεγάλο μαγαζί και έπεσε έξω με τον Σπόρο. Τα «Ηλιοβασιλέματα» στην Κηφισού, απέναντι στον ΚΑΝ ΚΑΝ που κάηκε. Τη μέρα που ανοίξαμε έκανε την υποτίμηση ο Σημίτης και πιάσαμε πάτο. Τα χρέη έτρεχαν.
Πολιτικά είστε με το ΚΚΕ;
Όχι, είμαι στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς. Ήμουν μέλος στην ΚΝΕ. Μικρός ήμουν στην ΚΟΒΑ Πετραλώνων.
Ζήσατε πλούσια ζωή.
Ναι, γκόμενες, ξενύχτια, ποτά. Ωραία πράγματα.
Ποιο τραγούδι σάς εκφράζει περισσότερο;
Για μένα όλα είναι καλά, ένα κι ένα. Τον καθένα τον αγγίζει διαφορετικό τραγούδι, το καταλαβαίνω. Και όπως είπε ο μεγάλος ποιητής «ας πάμε να διασκεδάσουμε με λυπητερά τραγούδια».
Ευχαριστώ πολύ
Κι εγώ, άντε πάμε να κουρδίσουμε τα όργανα και να ξεκινήσουμε με τα παιδιά.
Η συνταγή για τα κεφτεδάκια
Η αγάπη. Και θέλει αγνά υλικά κατ’ αρχάς. Οι πρώτες ύλες είναι σημαντικές. Όπως ο Μάρκος, πρώτη ύλη είναι ο Μάρκος. Όλα είναι ντόπια, ρίγανη μαζεμένη από εμάς, δυόσμος από μας. Θέλει το αβγουλάκι του, το κρεμμυδάκι του, το σκορδάκι του, το λαδάκι του, το ψωμάκι του και την αγάπη μου. Κι ένα μπέικιν πάουντερ, αναλόγως τον κιμά. Και ουζάκι άμα θες βάζεις. Και τελειώσαμε.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ