Πίτσα Παπαδοπούλου: «Ο Ζαμπέτας με έβγαλε, ο Μάτσας με είχε στο συρτάρι»

Η Πίτσα Παπαδοπούλου και ο αδερφός της που πάτησε το τραμ στη Θεσσαλονίκη, ο πατέρας της που την παράτησε, ο Ζαμπέτας και η Βίκυ Μοσχολιού και το τραγούδι που την έχει σημαδέψει.

Πίτσα Παπαδοπούλου: «Ο Ζαμπέτας με έβγαλε, ο Μάτσας με είχε στο συρτάρι»

Η Πίτσα Παπαδοπούλου ήταν καλεσμένη της Έλενας Κατρίτση στον νέο κύκλο της εκπομπής «Προσωπικά» της ΕΡΤ1.

Νέζερ: Ένας αγράμματος Βαυαρός – Πώς μάθαινε τους ρόλους ως... παπαγάλος

Η μεγάλη λαϊκή τραγουδίστρια μίλησε για τη ζωή και την καριέρα της.

Θα άλλαζε κάτι από όσα έχει ζήσει; «Είναι εγωιστικό να λέει κανείς ότι δεν θα άλλαζε τίποτα. Μπορεί να άλλαζα κάτι όχι στην επαγγελματική μου συμπεριφορά αλλά στην προσωπική μου.

Στη δουλειά μας έρχονται στιγμές που λες “αμάν πια, βαρέθηκα”. Εγώ δεν μπορούσα να το κάνω αυτό γιατί ζούσα από το τραγούδι και την οικογένειά μου.

Πέρασαν 12 χρόνια για να κάνω επιτυχία. Ο Ζαμπέτας με έβγαλε με τη Μοσχολιού. Ήμουν 16 χρονών.

Ο Μάτσας με είχε στο συρτάρι του. Έτσι είναι οι εταιρείες. Ίσως να φταίω κι εγώ που άφηνα χώρο να περάσει άλλος. Και πάλι θα το πω ότι δεν έχω μετανιώσει και δεν μετάνιωσα για τη δουλειά μου. Τουλάχιστον έχουν να λένε ότι δεν με βοήθησε κανείς.

Ήμουν ήδη σε αφίσα και δεν είχα κάνει καν δίσκο. Το πέτυχα με τη δουλειά μου, με το να πηγαίνω πρώτη και να φεύγω τελευταία» είπε.

Στην ερώτηση αν ο γιος της της έκανε κάποιο παράπονο, είπε: «Όταν πήγαινα στη δουλειά μου, το παιδί μου κοιμότανε. Εμείς οι τραγουδίστριες είμαστε πολύ κοντά στα παιδιά μας γιατί είμαστε κοντά τους όταν μας χρειάζονται».

«Τι θυμάμαι από τη μαμά μου; Όλο δούλευε αλλά δεν μας άφησε ποτέ. Θυμάμαι μια μαμά να είναι πάντα με μια ανοιχτή αγκαλιά» λέει για την ηρωίδα μητέρα της.

«Ένα αγοράκι μεγαλύτερο από μένα που το πάτησε το τραμ»

«Από εννιά χρονών έβγαζα το μεροκάματό μου. Δεν μου έλειψε τίποτα. Ο πατέρας μου μας άφησε, πήρε τον αδερφό μου και πήγε στο χωριό. Εγώ με τη μαμά μου, την αδελφή μου και ένα αγοράκι μεγαλύτερο από μένα που το πάτησε το τραμ στη γειτονιά μου στη Θεσσαλονίκη. Παλιότερα δάκρυζα όταν άκουγα για πατέρα. Δεν μπορούσαμε να του μιλήσουμε. Ήταν άλλα μυαλά. Τι είχαν μεταξύ τους ποιος ξέρει. Εμένα με ενδιέφερε ότι μεγάλωσα με έναν πατέρα και μια μάνα να τυραννιέται. Έτσι ήταν η εποχή. Όλοι έτσι ήταν, ακόμα και μπαμπά να είχαν δούλευε όλη μέρα για το μεροκάματο».

Η Πίτσα Παπαδοπούλου διηγήθηκε πώς από τη Θεσσαλονίκη βρέθηκε με τη μητέρα και τα αδέλφια της στην Αθήνα και πώς από τις γνωριμίες του αδελφού της βρέθηκε σε ακρόαση του Παγιουμτζή και από κει στην πρώτη της δουλειά με τον Γιώργο Ζαμπέτα.

«Από τη μια στιγμή την άλλη έπρεπε να βρω παπούτσια, ψηλά παπούτσια. Ήθελε φουστάνι, βραδινό. Και ποιον δεν είδα, Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ, Ξαρχάκο. Εμείς ήμασταν πάλκο με τη Μοσχολιού, δεν σηκωνόμασταν να τραγουδήσουμε. Το πόδια μου τρέμουν ακόμα. Έχω μία ανασφάλεια» είπε.

«Τρία χρόνια έκλαιγα...»

«Τρία χρόνια έκλαιγα που ήμουν στην Αθήνα. Είχα φύγει από τη Θεσσαλονίκη, τις παρέες μου, από τα γνώριμα. Δεν μπορούσα. Αλλά τώρα την αγαπάω πολύ την Αθήνα γιατί μου έδωσε πάρα πολλά πράγματα.

«Έχω ένα κακό, τραγουδάω αυτά που με πονάνε» δηλώνει.

«Δεν είμαι ικανοποιημένη, δεν ικανοποιούμαι εύκολα ίσως γιατί η μαμά μου ποτέ δεν μου είπε “μπράβο το έκανες καλά”».

«Από τον κόσμο πήρα πάρα πολλή αγάπη. Την πήρα τώρα, τα τελευταία χρόνια γιατί είμαι πιο κοντά με τον κόσμο. Ήρθε μια τυφλή γυναίκα και μου χτύπησε το καμαρίνι για να μου πει ότι “σ’ ακούω με την ψυχή μου”. Την ευχαριστώ πάρα πολύ. Άλλος να σε πιάνει και να τρέμει, να κλαίει. Αυτό το πράγμα είναι πολύ μεγάλο» είπε για το κοινό.

«Νομίζω ότι πήρα, έδωσα»

Πήρε και στην προσωπική της ζωή αγάπη; «Νομίζω ότι πήρα, έδωσα. Όλα αυτά που τραγουδάω λέτε να μην τα έχω ζήσει; Αλλά δεν τα τραγουδάω επειδή τα έζησα. Έρχονται στιγμές και κλαις και ντρέπεσαι και προσπαθείς να μη σε δει ο άλλος. Θα δακρύσεις. Άνθρωπος είσαι. Συγκινείσαι, έρχονται στιγμές που αυτό που λες σε περνάει σαν ηλεκτρισμός».

«Με τη δουλειά που κάνουμε είναι πολύ δύσκολο να έχεις προσωπική ζωή. Θα πρέπει να αφιερώσεις και χρόνο. Εγώ έχω ένα παλικάρι που τώρα είναι 37 χρονών. Από κάποια χρόνια και μετά σταμάτησα να βγαίνω. Είναι τριάντα χρόνια τώρα. Δεν ήμουν και πολύ καλή στις επιλογές μου. Δεν μετανιώνω αλλά καλύτερα που είμαι έτσι. Δούλευα πάρα πολύ και ήταν το φάρμακο, μόνο το τραγούδι με κάνει και νιώθω ζωντανή».

«Δεν ξέρω πώς είναι το αλλιώς. Δεν ξέρω πώς είναι όπως όλοι οι άνθρωποι να πάω διακοπές. Και όταν μπορούσα δεν μου έλειψε γιατί δεν το ξέρω. Τώρα όμως σε αυτή την ηλικία και οι δουλειές μας είναι πιο μετρημένες, το μυαλό μου θέλει ταξίδια. Καταρχήν δεν έχω πάει Ιταλία. Έχω πάει 5-6 φορές Αυστραλία και δεν έχω πάει δίπλα.

«Είμαι μόνη στο σπίτι αλλά δεν θέλω να φύγω από αυτό το σπίτι γιατί εκεί είναι οι αναμνήσεις μου. Θα ήθελα να είναι γεμάτο αλλά η ζωή έτσι είναι.

«Έχω ένα πράγμα που με ξεκουράζει και με έχει γλιτώσει»

Έχω ένα πράγμα που με ξεκουράζει και με έχει γλιτώσει, το διάβασμα. Διαβάζω εδώ και πάρα πολλά χρόνια κι έχω παρέα το βιβλίο μου. Όσα δεν ήξερα τα μαθαίνω μέσα από τα βιβλία μου. Πόσα πράγματα συμβαίνουν σε αυτή τη ζωή και πώς οι άνθρωποι ξεπερνάνε και τα χειρότερα» είπε.

«Όταν έφυγε το παιδί μου διάβασα ολόκληρη βιβλιοθήκη για να το χωνέψω. Τι να λέμε τώρα; Να κάνουμε τους γενναίους; Μέρες να μην κοιμάσαι, να είσαι στο μπαλκόνι και να νομίζεις ότι σε φωνάζει. Πέρασαν τα χρόνια και άκουγα τη φωνή του γιου μου» είπε.

Όσο για το τραγούδι που την έχει σημαδέψει είναι το «Θυσιάστηκα».