Κάποτε στα Εξάρχεια: Μέρες και νύχτες ρεμπέτικου

Οι νύχτες της μεταπολίτευσης ήταν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο νύχτες ρεμπέτικου στα Εξάρχεια.

Κάποτε στα Εξάρχεια: Μέρες και νύχτες ρεμπέτικου

Στο γλυκοχάραμα της δεκαετίας του '80 τα διάσπαρτα μουσικά στέκια από την περιοχή της Νεάπολης μέχρι την πλατεία των Εξαρχείων, τα περίφημα ρεμπετάδικα, όπως τα ξέρουμε σήμερα, δημιούργησαν έναν από τους θεμελιώδεις μύθους της μεταπολιτευτικής διασκέδασης. Ο απόηχος εκείνης της πρώτης μαζικής αναβίωσης του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού αντέχει μέχρι σήμερα έτσι ώστε να μπορούμε να λέμε πως «τα Εξάρχεια τραγουδάνε ακόμα».

Ο Γιώργος Κάββουρας, ιδιοκτήτης του πιο ιστορικού ίσως ρεμπετάδικου στην περιοχή, σε πρόσφατη συνέντευξή του στο «ΦΩΣ» και στον Θέμη Σινάνογλου επεσήμανε τη γενεσιουργό αιτία της εξαρχειώτικης ακμής στο νεολαϊκό στερέωμα.

«Με το κλείσιμο της Πλάκας, ο κόσμος μεταφέρθηκε στα Εξάρχεια. Γέμισε ο λόφος του Στρέφη τριγύρω μαγαζιά… Αυτό έγινε με μία υπουργική απόφαση της Μερκούρη, αν θυμάμαι καλά, γιατί είχε “σκυλοποιηθεί” κατά κάποιον τρόπο η περιοχή της Πλάκας. Ενώ μετά στα Εξάρχεια σοβάρεψε το πράγμα, άνοιξαν μαγαζιά με άλλη άποψη».

«Κουασιμόδος», «Λαός και Κολωνάκι»

Γκολές και Τσέρτος στον "Κουασιμόδο" του Κολωνακίου. Πίσω τους με την κιθάρα ο Βασίλης Νταλής

Ποιος το περίμενε ότι στα χρόνια του ’80 θα είχαμε την εντυπωσιακή αντιστροφή του ρεύματος στον κόσμο της νύχτας; Τα καραβάνια των ξενύχτηδων από το Κολωνάκι στις Τζιτζιφιές, όπως τα ξέραμε στη δεκαετία του ’50 και του ’60, είχαν ανάστροφη πορεία. Οι μοντέρνοι μερακλήδες ξεκινούσαν τώρα από τις νότιες συνοικίες με προορισμό την οδό Τσακάλωφ και το ρεμπετάδικο «Κουασιμόδος», προκειμένου να ακούσουν τον νεορεμπέτη Μπάμπη Γκολέ. Ο Πατρινός καλλιτέχνης έπαιζε και τραγουδούσε τα παλιά μεράκια του γραμμοφώνου μυώντας τη διψασμένη πελατεία στη μυσταγωγία του ρεμπέτικου. Η Κατερίνα Σκορδαλάκη παρέπεμπε στην παράδοση του σμυρνέικου, ο Μπάμπης Τσέρτος τραγουδούσε το ρεπερτόριο του Καζαντζίδη από τη δεκαετία του ’50, ενώ μια νεαρή τραγουδίστρια, η Κατερίνα Βινιεράτου, έβαζε μια λαϊκή πινελιά στο όλο πρόγραμμα. Οι βραδιές αυτές στο κολωνακιώτικο στέκι, μολονότι έμειναν έξω από την εξαρχειώτικη επικράτεια, ήταν απλά μια πιο εστέτ άποψη του ρεμπετάδικου έτσι όπως διαμορφώθηκε στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων.

«Η Ρεμπέτικη Ιστορία» της οδού Ιπποκράτους

Όταν η Σωτηρία Μπέλλου (αριστερά) πέρασε από την "Ρεμπέτικη Ιστορία" της Ιπποκράτους

Ο Σκοπελίτης Παύλος Βασιλείου είναι ένα από τα παιδιά της εσωτερικής μετανάστευσης, γαλουχημένος με τους ήχους και την κουλτούρα του ρεμπέτικου. Θιασώτης του τσιτσανικού πάλκου, στα τελευταία χρόνια του Τσιτσάνη στις αθηναϊκές νύχτες, αποφασίζει να στήσει το νέο ρεμπέτικο σκηνικό της πρωτεύουσας μαζί με τον συντοπίτη του, Γιώργο Ξηντάρη. Οι αυθεντικές νύχτες ρεμπέτικου που έζησαν οι θαμώνες στο νεοκλασικό σπίτι στην οδό Ιπποκράτους 181 πέρασαν πια στον μύθο του χρόνου, διατηρώντας ωστόσο μια γλυκιά νοσταλγία. Μπορεί κάποιος να αναζητήσει την αύρα τους στα τηλεοπτικά ενσταντανέ που άφησε πίσω του το «Το μινόρε της αυγής». Έτσι κι αλλιώς ο σκηνοθέτης Φώτης Μεσθεναίος μετά τα γυρίσματα της σειράς συνήθιζε να κλείνει τα πρώτα τραπέζια στην Ιπποκράτους για να απολαμβάνει μαζί με τους συνεργάτες του ήχους και αρώματα μιας άλλης εποχής.

Ο «Κάββουρας»

Στιγμιότυπο από το εξαρχειώτικο must, τον "Κάβουρα" περασμένων δεκαετιών. Από δεξιά, ο τρομερός τραγουδιστής Σπύρος Χονδρός, ο Γιάννης Παπαγιαννιόπουλος, η Μαργαρίτα, ο Νίκος Στεφανάκης και ο Γιάννης Στεργίου.

Η καρδιά κάθε συνοικίας χτυπά στην κεντρική πλατεία της, κανόνας από τον οποίο δεν εξαιρούνται και οι γειτονιές της Αθήνας. Έτσι κι αλλιώς τα Εξάρχεια ήταν ανέκαθεν το «γαλατικό χωριό» σε μια μονοδιάστατη πόλη όπως κατέληξε να είναι σήμερα η πρωτεύουσα. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 ο Γιώργος Κάββουρας έστησε το δικό του στέκι στην αθηναϊκή νύχτα δεσμεύοντας τον πρώτο όροφο ενός νεοκλασικού που θύμιζε το Μπατό-Λαβουάρ της Μονμάρτης, έτσι όπως σου έδινε πάντα την αίσθηση του ετοιμόρροπου κτίσματος. Την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο ρεμπετάδικο «ο Κάββουρας» την έχουν ανέβει σχεδόν όλοι οι φοιτητές αλλά και ένα ετερόκλιτο πλήθος από ηθοποιούς, αθλητές, διανοούμενους και πάσης φύσεως περιπλανώμενους της νύχτας.


Χριστούγεννα του '89 στον Κάβουρα. Στεφανάκης και Στέλιος Ρόκκος στην κιθάρα!

Εκεί ο εικοσάχρονος Μανώλης Πάππος έδωσε τα διαπιστευτήρια της δεξιοτεχνίας του, πολύ πριν αναγνωριστεί ως ένας από τους αυθεντικούς μπουζουξήδες της νεολαϊκής σκηνής. Κάποιοι τον θυμούνται να παίζει και να τραγουδά με τετράχορδο ακόμα το «Φτωχομπούζουκο» του Χιώτη.

Στο ίδιο μαγαζί έδρασε για χρόνια ένας σπουδαίος τραγουδιστής στα χνάρια του Στράτου Παγιουμτζή, ο Σπύρος Χονδρός, ο επιλεγόμενος και Μουρούνας, που είχε προηγουμένως κάνει αισθητή την παρουσία του στον «Μποχώρη», ρεμπετάδικο στη γωνία Ιπποκράτους και Διδότου. Ως «κυρία» του μαγαζιού οι φανατικοί του θαμώνες θα αναπολούν την Ανθούλα Μίχου, που ομολογουμένως άφησε τη δική της εποχή.

Από τον «Κάββουρα» πέρασε στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 ο Στέλιος Ρόκκος, που αργότερα βρήκε τον δρόμο του στη μοντέρνα σκηνή του ελληνικού τραγουδιού. Πέρασμα από το ιστορικό μαγαζί έκανε ο Μπάμπης Τσέρτος, λίγο πριν γίνει ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές της νεορεμπέτικης σκηνής. Στον «Κάββουρα» τραγούδησε επίσης ο Γιάννης Λεμπέσης. Όσοι σύχναζαν τότε στο ρεμπετάδικο της πλατείας θα θυμούνται και τον δεξιοτέχνη μπουζουξή Νίκο Στεφανάκη, η παρουσία του οποίου μας επιτρέπει να μεταπηδήσουμε σ’ έναν μουσικό χώρο που δεν υπάρχει πια.

«Μινόρε»

"Μινόρε": Στυλιανέας επί το έργον

Το «καρέ των άσων», τέσσερις νέοι άνθρωποι με όραμα, ο Γιώργος Τυροβολάς, ο Χρήστος Κωνσταντόπουλος, ο Πάνος Κοσμάς και ο Γιάννης Προυτζόπουλος, δημιούργησαν το «Μινόρε» της οδού Κωλέττη, που ξεκίνησε σαν μαγαζί της πλατείας, για να μετακομίσει γρήγορα στην περιοχή πάνω από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, στη συμβολή των οδών Δεληγιάννη και Νοταρά, στον πρώτο όροφο ενός επίσης νεοκλασικού κτιρίου. Η χαρακτηριστική ξύλινη σκάλα υπήρχε και εδώ, και στα χρόνια της ακμής του συναγωνιζόταν επάξια τον λαοφιλή «Κάββουρα».

Στο Μινόρε, αρχές του '90 από αριστερά, Νίκος Στεφανάκης, Δημήτρης Στεφανάκης, Κατερίνα Βινιεράτου, Γιάννης Πέτρου, Δημήτρης Γεωργιάδης, Νίκος Παπακώστας

Η φυσιογνωμία του μαγαζιού ήταν εξόχως «λαϊκή» χάρις στον Χρήστο Στυλιανέα που επανέφερε με πειστικό τρόπο τη λαγνεία του Στέλιου Καζαντζίδη και των λαϊκών τραγουδιστών. Δίπλα στον Στυλιανέα έπαιζε μπουζούκι ο Νίκος Στεφανάκης. Όταν ο Στυλιανέας εγκατέλειψε τα Εξάρχεια αναπλήρωσαν το κενό του ο Γιάννης Πέτρου, η Μαρία Βασιλείου, ο Χρήστος Τάγκας και η Κατερίνα Βινιεράτου. Από δω πέρασαν κάποια στιγμή οι συνήθεις ύποπτοι, Μπάμπης Τσέρτος και Μανώλης Πάππος. Ο «Ανεπιθύμητος» με τη φωνή του Στυλιανέα, το «Υπάρχω» με τον Γιάννη Πέτρου και το «Νύχτα στάσου» από την Κατερίνα Βινιεράτου έγιναν τα διαχρονικά σουξέ του μαγαζιού.

«Φραγκοσυριανή»


Νικόλας Αργυρόπουλος και Ανθούλα Μίχου στη "Φραγκοσυριανή"

Το ρεμπετάδικο της Αραχώβης λίγο πριν βγεις στην πλατεία των Εξαρχείων ήταν κι αυτό σκαρφαλωμένο στον πρώτο όροφο ενός εξαρχειώτικου νεοκλασικού. Το μαγαζί του Νικόλα Αργυρόπουλου συνδέθηκε με μουσικούς και τραγουδιστές όπως ο ίδιος, ο Αντώνης Αϊνίτης αλλά και η Ανθούλα Μίχου λίγο πριν πάρει μεταγραφή για τον «Κάββουρα». Από τη «Φραγκοσυριανή» πέρασε και η Ελένη Τσαλιγοπούλου. Εκεί την άκουσαν ο Νταλάρας με τον Χρήστο Νικολόπουλο και της άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες της δισκογραφίας. Στον χώρο της εξαρχειώτικης διασκέδασης ήταν η αντίστιξη στην κοσμοσυρροή και στη δημοφιλία του «Κάββουρα», μαγαζί με την πιο αυστηρή έννοια του ρεμπετάδικου, επέμενε κυρίως στην αγνή και ανόθευτη περίοδο του ρεμπέτικου, προεκτείνοντας ωστόσο το πρόγραμμα και σε μεταγενέστερες περιόδους.

Το «Ταξίμι» στην Ισαύρων

Γιάννης Παπαβασιλείου-Βλάχος (αριστερά), Ιορδάνης (κέντρο) και Σπύρος Ευσταθίου (δεξιά) στο "Ταξίμι"

Στέκι της ρεμπέτικης παλιγγενεσίας το «Ταξίμι» φιλοξενήθηκε όπως τα περισσότερα από τα ρεμπετάδικα σε ένα από τα πολλά νεοκλασικά σπίτια της περιοχής και στα χρόνια της ακμής του στέγασε τα καλλιτεχνικά όνειρα ενός Μπάμπη Γκολέ μετά τη φυγή του από τον «Κουασιμόδο» του Κολωνακίου και από την «Εσμεράλδα» της Κυψέλης. Μαζί του έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε ο σπουδαίος Γιώργος Σακελλαρίου, η «φωνή» της Οπισθοδρομικής Κομπανίας. Στο «Ταξίμι» έδρασε κι ένας δεξιοτέχνης της παλιάς σχολής, ο Ιορδάνης Τσομίδης, ένας παλιός μουσικός μετανάστης της Αμερικής στα χρόνια που το μπουζούκι είχε γίνει ένα σουρεαλιστικό φαινόμενο στη γη του Κολόμβου. Ο περίφημος Ιορδάνης αποτέλεσε πραγματικό τοτέμ για τη νέα εποχή του ρεμπετάδικου, δίνοντας με την ιδιαίτερη πενιά του μια χροιά τζαζ στο μεταπολιτευτικό εγχείρημα της αναβίωσης του ρεμπέτικου. Κάποιοι θαμώνες του μαγαζιού θα θυμούνται ίσως τον περίφημο Τούρκο βιολιστή Σενίχ που μάγευε με τους αυτοσχεδιασμούς του. Από το «Ταξίμι» της οδού Ισαύρων είχε περάσει φυσικά και ο Μανώλης Πάππος.

«Τα Εξάρχεια τραγουδάνε ακόμα»

Από δεξιά, Στεφανάκης, Πάππος, Στυλιανέας και ο Τούρκος βιολιστής Σενίχ σ΄ένα μοναδικό ενσταντανέ του 1984 μακριά από την Εξαρχειώτικη επικράτεια.

Μπορεί ο χρόνος, αυτός ο αεικίνητος δυνάστης, να κύλησε παίρνοντας μαζί του «νύχτες μαγικές» από τα ρεμπετάδικα των Εξαρχείων, όμως ο κύκλος της αναβίωσης του ρεμπέτικου από τις ανώνυμες και επώνυμες κομπανίες του ‘80 θα επιστρέφει πάντα. Μια βόλτα στη «Συνοικία το όνειρο», στο κέντρο της Αθήνας, αρκεί να ανασύρει αναμνήσεις από την ανήσυχη νιότη των νεορεμπέτηδων, έστω κι αν τα ίχνη του παρελθόντος τείνουν να εκλείψουν. Πάει καιρός που η «Φραγκοσυριανή» της οδού Αραχώβης και το «Μινόρε» στην περιοχή του Μουσείου απαλλοτριώθηκαν από τη νέα πραγματικότητα και στο εξής θα αποτελούν κομμάτι της προφορικής μνήμης. Το «Ταξίμι» έκλεισε κι αυτό τον κύκλο του. Στέκια όπως ο «Καϊξής» με την εμβληματική παρουσία του Μήτσου Αναγνωστόπουλου, του Χαρίλαου του δάσκαλου, της Σοφίας Χριστοφιλάκη και του Βασίλη Νταλή και ο «Δούρειος» του Σύλλα στην περιοχή της Νεάπολης σίγησαν για πάντα. Το «Άμα λάχει» της Καλλιδρομίου άλλαξε χαρακτήρα, προκειμένου να επιβιώσει. Η «Ρεμπέτικη Ιστορία» του Παύλου θα παραπέμπει πάντα σ’ ένα είδος κρυφού σχολειού. Ακόμα και ο εμβληματικός «Κάββουρας» άφησε το «Μπατό Λαβουάρ» της Θεμιστοκλέους και μετακόμισε στο υπόγειο της πλατείας κάτω από το «Καφέ-Διπλό». Τίποτα δεν μοιάζει ίδιο στην παλιά ρεμπετούπολη. Αν αφουγκραστεί όμως κανείς τις εσοχές του χρόνου, ίσως ακούσει κάτι από τη γλυκιά πενιά του Ιορδάνη, του Μανώλη Πάππου και του Νίκου Στεφανάκη κι ίσως νταλκαδιάσει ξανά με τα σκέρτσα της φωνής του Μουρούνα, του Στυλιανέα, του Χρήστου Τάγκα ή του Γιάννη Πέτρου. Σολίστες του μπουζουκιού όπως ο Μήτσος Θεοδωρόπουλος, ο Γιάννης Παπαβασιλείου-Βλάχος άφησαν το δικό τους χνάρι στα μονοπάτια των ημερών εκείνων. Η Ανθούλα Μίχου, η Μαρία Βασιλείου και η Κατερίνα Βινιεράτου τραγουδούν ακόμα στη μνήμη μας. Οι ακορντεονίστες Βασίλης Καφούρος, Κώστας Γεωργάκης και Νίκος Παπακώστας παραμένουν επιφανή μέλη του αόρατου θιάσου οδηγώντας απευθείας στους νοσταλγικούς στίχους του ποιητή:

«Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές…».