Η καλύτερη παραλία στην Ελλάδα είναι...

«Ως ιδανικά άξιος εραστής της θα σμίξω και πάλι μαζί της σε μια ακόμη άχρονη συνεύρεση»

Η καλύτερη παραλία στην Ελλάδα είναι...

Mε αργό βήμα προχώρησα προς τη θάλασσα. Το παιχνιδιάρικο κύμα άρχισε αμέσως να φιλά τα γυμνά μου πόδια. Στο πρώτο φως του άγουρου πρωινού η φύση έπαιρνε την όψη της μέρας, αφήνοντας πίσω της άλλη μια καλοκαιριάτικη νύχτα. Σε λίγο ο ήλιος θα ξεκινούσε το πανάρχαιο ταξίδι του. Έμεινα ακίνητος με το βλέμμα καθηλωμένο στο γαλάζιο του πελάγους. Ήμουν μόνος, ο δολοπλόκος Μορφέας κρατούσε ακόμη σε ομηρεία τους ανθρώπους. Κι εκείνο το πρωινό θα ξαναζούσα τη μοναδικότητα της παραλίας που θεωρούσα προσωπική μου ανακάλυψη· άλλη μια προσωπική μου ανακάλυψη σε ένα ακόμη νησί. Το όνομά της είναι… ποιο είναι αλήθεια; Πώς τη λένε; Πώς μπορεί να μου διαφεύγει;

Γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ πού βρίσκεται; Ο νους μου σκαλώνει σε ονόματα που συνωστίζονται γύρω απ’ τη λέξη παραλία, όπως και σε νησιά -κι είναι πολλά- που παρελαύνουν άναρχα στο μυαλό μου. Γιατί δεν θυμάμαι αν είναι στην Κάρπαθο ή στη Μήλο. Στη Σκόπελο ή στην Αλόννησο. Στη Λήμνο ή στη Λευκάδα, στην Κεφαλονιά ή στην Κρήτη. Μήπως στα Κύθηρα στη Σίφνο, στη Μυτιλήνη, στη Χίο ή στην Ίο; Στη Σάμο, στα Κουφονήσια, στην Αμοργό ή στην Αστυπαλιά; Στη Μάνη, στη Μαγνησία ή στην Εύβοια;

Τόσο πολλές, τόσα ονόματα, χάθηκε αλήθεια μέσα μου ο μίτος της μίας και μοναδικής παραλίας που θυμάμαι; Φαίνεται πως η σοδειά του χρόνου έγινε τόσο μεγάλη που έπαψαν τα ονόματα να ορίζουν περιοχές και παραλίες. Έγιναν όλες μία, σχηματισμένη ιδανικά μέσα σε ένα πέλαγος αναμνήσεων στη ροή ενός άχρονου, άωρου πρωινού, φωτισμένου κάθε φορά απ’ την προσδοκία μιας καινούργιας μέρας.

Αν κάτι κρατά τόσο ζωντανή την ανάμνησή μου δεν είναι πλέον μία και μόνο συγκεκριμένη παραλία που θυμάμαι. Δεν είναι τα χαρακτηριστικά της άμμου, άλλοτε χρυσή, λευκή, ή σκούρα ούτε και ο μαγικός βυθός μιας και μόνο παραλίας. Δεν είναι η θάλασσα, ήρεμη, γαλήνια, ή μανιασμένη ούτε το πράσινο του πεύκου που γλείφει το νερό ή η γύμνια του τοπίου και η απεραντοσύνη του ορίζοντα που παύει να ορίζει.

Δεν είναι τίποτα απ’ αυτά. Είναι μόνο και μόνο η χρονική στιγμή. Η ακριβή ώρα του πολύ πρώιμου της μέρας που κάθε φορά σε κάθε νησί με καλούσε για να μου φανερώσει μια ακόμη μοναδική παραλία.
Αυτή την πρωινή ώρα που χάνεται η νύχτα φέρνω πάλι στον νου μου. Την ώρα που η θάλασσα μερώνει, τα χρώματα ζωντανεύουν πριν τα κλέψει το ανάλγητο φως του ήλιου, η άμμος με τη χαδιάρα υφή της με καλεί σε παιχνίδισμα, τα αρώματα απ’ το θυμάρι το φασκόμηλο και το θρούμπι με ταξιδεύουν, η αύρα της θάλασσας με την πρωινή της αψάδα με λυτρώνει, αυτή είναι η ώρα της παραλίας που ανασύρω απ΄ το σκοτάδι των αναμνήσεων.

Και τη θυμάμαι καλά. Ακριβή ώρα, ακριβή στιγμή, μακριά από τη μάταιη αναταραχή της μέρας. Τότε είναι που οι σκέψεις παραμερίζουν, τα συναισθήματα γλυκαίνουν, οι αισθήσεις ερωτοτροπούν με την άφατη ομορφιά, αυτή είναι η ώρα της καλύτερης παραλίας που θυμάμαι.

Ως ιδανικά άξιος εραστής της θα σμίξω και πάλι μαζί της σε μια ακόμη άχρονη συνεύρεση.