Δίκη για το Μάτι: «Δεν ήθελα να με δει το παιδί μου να πεθαίνω»

Mια βαριά εγκαυματίας που έζησε την κόλαση της φωτιάς και τον γολγοθά των νοσοκομείων περιέγραψε με οδύνη όσα έζησε στο Μάτι και πώς κατόρθωσε να επιζήσει η ίδια και το παιδάκι της 5,5 χρόνων.

Δίκη για το Μάτι: «Δεν ήθελα να με δει το παιδί μου να πεθαίνω»

Η συγκλονιστική κατάθεση της Κάλλι Αναγνώστου

«Είμαστε αγκαλιά με τον γιο μου και συζητούσαμε για την εξαφάνιση των ειδών. Του είχα υποσχεθεί ότι θα πάμε στο Πλανητάριο κατά τις πέντε και ξύπνησα από τους καπνούς. Ήμουν με το παιδί στην αγκαλιά και κοιτούσα το κινητό για συμβάν κοντά στη περιοχή μας. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έγιναν γεγονότα στην περιοχή. Ήταν η πρώτη φορά που δεν ήρθε κανένας. Κάποια στιγμή κατά τις έξι παρά κατέβηκα κάτω. Έριξα μια ματιά από τα παράθυρα και έβλεπα μια μαυρίλα. Δεν υπήρχε σειρήνα, πυροσβεστικό αστυνομία τίποτα. Εμεις δεν ξέραμε τίποτα, ήταν ο πεθερός μου και εκείνος ανήσυχος. Κάναμε βόλτα γύρω από το σπίτι. Μόνο μαυρίλα. Κάποια στιγμή στη βεράντα έβλεπα πράγματα να πετάνε. Κάηκε το χέρι μου που έπεσε ένα μεγάλο κομμάτι στάχτης. Το μόνο που άκουσα ήταν ο δήμαρχος Ραφήνας ότι η φωτιά πάει στον Διόνυσο και οι κάτοικοι να μη βγουν», περιέγραψε.

Ακολούθησαν λεπτά έντονης ανησυχίας, με τη γυναίκα να παίρνει τηλέφωνα παντού προκειμένου να δει τι να κάνει για να σωθεί εκείνη και η οικογένεια της. «Τα τηλέφωνα είτε δεν απαντούν είτε βουίζουν. Κατά τις έξι και πέντε ξύπνησε το παιδί και τότε κόπηκε το ρεύμα. Από ένστικτο ανέβηκα επάνω και πήρα ρούχα για το παιδί. Έριξα μια ματιά έξω και είδα το μαύρο σύννεφο… είχε φτάσει σε εμάς. Είδα τεράστιες φλόγες δεξιά μου και φώναξα το παιδί μου. Καιγόμαστε! Κλάματα! Δεν μπορεί να γίνεται αυτό! Είναι ταινία! Είναι όνειρο! Είναι εφιάλτης. Ήταν ο δικός μου εφιάλτης. Φώναξα στο παιδί μου «Κωνσταντίνε φεύγουμε τώρα!». Κανένας δεν μας είπε να φύγουμε. Να μη ζήσει το παιδί μου αυτό που έζησε. Αρχίζει να ουρλιάζει «μαμά μου θα καούμε; Μαμά μου θα πεθάνουμε; Και εγώ να του λέω ντύσου θα φύγουμε. Δεν έχουμε επιλογή. Τις φλόγες τις βλέπαμε στα δέντρα γύρω μας. Έξι και τέταρτο. Το ρολόι που φορούσα είχε μέταλλο και μού έκαψε το δέρμα. Με πάγωσε περισσότερο η θέα από τις φλόγες που έρχονταν πάνω μου».

Ξεσπώντας σε λυγμούς, είπε «μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει τη φρίκη; Κανένας. Γιατι δεν ήταν εκεί. Εμείς είμαστε εκεί και το ζήσαμε. Ξαφνικά το παιδί φωνάζει μαμά. Και πέφτουμε και οι δύο κάτω και αρχίζει να ουρλιάζει. «Μαμά καίγομαι! Συνειδητοποίησα δεν είχε βάλει τη μπλούζα του. Καίγεται το δέρμα του και έχω βάλει τα νύχια μου μέσα στο σώμα του. Φωνάζω συνέχεια. Μην κοιτάς τίποτα μόνο τρέξε. Βρισκόμαστε ανάμεσα στο δρόμο…Όπως τρέχουμε λιώνουν τα πόδια του και εγώ δεν μπορώ να του πω τίποτα. Φωνάζει «μαμά βοηθά με, μαμά σώσε με». Εγώ δεν τον πήρα αγκαλιά γιατί αν το έκανα αυτό, θα είμαστε οι πρώτοι που θα εύρισκαν αγκαλιά. Ήμασταν μόνοι μας και καιγόμαστε. Η μόνη φωνή και τα ουρλιαχτά ήταν του παιδιού μου. Μια φωνή που την έχω μέσα μου ακόμα και τώρα φοβάμαι να τον πάρω αγκαλιά».

Συνεχίζοντας την περιγραφή της, η Κάλλι Αναγνώστου περιέγραψε λεπτό προς λεπτό την προσπάθειά της να φτάσει σε ασφαλές σημείο με τον γιο της. «Κάποια στιγμή όπως τρέχαμε είδαμε προβολείς. Ήταν ο γιος ενός γείτονα και θεώρησε ότι ήταν πυροσβέστες, αλλά είδε και μια μικρή σκιά. Εγώ πέθαινα ήδη… Είχα πάρει μεγάλο φορτίο. Ενιωθα τις φλέβες μου να χτυπάνε ακανόνιστα λες και ήθελαν όλα να βγουν από το σώμα. Μας κατεβάζει κάτω και βλέπαμε μόνο καπνούς και πύρινες μπάλες. Μας αφήνει και μας είπε ότι πρέπει να φύγει. Με το που κλείνω την πόρτα του αυτοκινήτου λιποθύμησα για πρώτη φορά. Με παίρνει ο πεθερός μου να με ανεβάσει σε ένα τραπέζι και να πάει να βρει νερό. Δεν ήταν εύκολο. Ειχαν φύγει όλοι σαν τρελοί. Καιγόμαστε σαν τα ποντίκια και φύγαμε σαν τα ποντίκια. Βρήκε ένα μπουκάλι και μου έδωσε λίγες σταγόνες. Εκείνη την ώρα λιποθύμησα και άλλες φορές μετά. Με έσυρε. Με έβαλε πάνω στην πλάτη του. Η πεθερά μου πήρε τον μικρό και πήγαν σε έναν κολπίσκο. Ευτυχώς ήταν μια τουρίστρια και τύλιξε τα ποδαράκια του και αυτό τον βοήθησε.

Αν δεν ήταν εκείνη το παιδί μου θα το είχα χάσει. Στην καλύτερη περίπτωση θα είχε χάσει τα πόδια και τα χέρια του. Μου ζητά βοήθεια. Δεν μπορούσα να του μιλήσω, αλλά δεν ήθελα να καταλάβει ότι πέθαινα. Ο κόσμος ούρλιαζε για βοήθεια και να μην έρχεται η βοήθεια. Δεν υπήρχαμε έως τότε. Όμως δεν υπήρχαμε ούτε και μετά στη ουσία… Αμελητέες οι δικές μας οι απώλειες. Τα παιδιά να ουρλιάζουν».

«Δεν ήθελα να με δει το παιδί να πεθαίνω μπροστά του»

Η θάλασσα ήταν το «γιατρικό» της Κάλλις Αναγνώστου, που όταν την είδε μπροστά της είπε να μπει μέσα. «Είδα τη θάλασσα και είπα να μπω να δροσιστώ αλλά δεν ήθελα να με δει το παιδί μου να πεθαίνω μπροστά του. Είχαμε ένα μπουκάλι νερό και μοιράζαμε τις σταγόνες. Ο σύζυγός μου που ήταν έξω προσπαθούσε να μας βρει. Μίλησε με τον πεθερό μου και του είπε “καιγόμαστε”. Με ρώτησε αν ήθελα να του μιλήσω. Τι να του πω; Ότι το παιδί ήταν καμένο και δεν τον προστάτευσα; Κάποια στιγμή ήρθαν πυροσβέστες. Έδωσα τον Κωνσταντίνο και εκείνος φώναζε «θέλω τη μαμά μου». Προσπάθησαν να πάρουν και εμένα αλλά είχα τόσο καεί, είχα ανοίξει και δεν μπορούσαν να με πιάσουν από πουθενά. Πάλευα να ανέβω. Τα πόδια μου ήταν γεμάτα υγρό. Το μόνο που έκανα κάθε φορά που ανάσαινα ήταν να νιώθω τις στάχτες μέσα μου. Ανέβηκα επάνω και δεν τους είδα πουθενά. Είχαν φύγει. Ρώτησα έναν κύριο που είναι το παιδί μου. Κανένας δεν κατέβηκε κάτω γιατί φοβόταν. Εμείς δεν φοβόμαστε δεν καιγόμαστε και δεν πνιγόμαστε».

«Υπήρχαν νεκροί, τους είδα αμέσως»

Περιγράφοντας στο δικαστήριο την προσπάθειά της να σωθεί, έδωσε μια σοκαριστική εικόνα στο δικαστήριο. «Απέναντί μου είδα κάτι που νόμιζα ότι ήταν κορμός δέντρου. Δεν ήταν. Ήταν άνθρωπος που κάηκε. Αυτός ο άνθρωπος δεν φοβήθηκε. Κάθισα σε κάτι σκαλάκια και είπα να κάτσω εκεί να περάσω το τέλος. Δεν μπορούσα να φύγω. Σωριάστηκα και έχασα τις αισθήσεις μου. Κάποια στιγμή ξύπνησα. Είδα μια κυρία καμένη. Με βλέπει και την ακούω να λέει για εμένα, «έχει πεθάνει ή ζει;». Με όλα αυτά πλέον δεν ζούσα. Μου μιλάνε και λένε δεν θα την βγάλει… Περίμενα… Το τίποτα. Προσευχόμουν να φτάσει το λάδι μου να αντέξει και να είμαι καλά».

Όπως εξήγησε δεν ερχόταν βοήθεια από κανέναν, μέχρι που εμφανίστηκε ένα βαν ιδιώτη. «Μας βάζει μέσα για να μπορέσουμε να φύγουμε. Μπαίνουμε μέσα τρεις και ξεκινάμε να φύγουμε. Μας λέει συνεχώς “κάντε υπομονή θα φτάσουμε. Θα μας πάνε τα παιδιά”. Ηταν δύο αστυνομικοί της Δίας που ήρθαν μόνοι τους γιατί άκουσαν ότι κάτω καίγονται και ήρθαν. Το άκουσαν! Από που; Από τους ασύρματους που κάποιοι δεν άκουγαν. Μας πήγαν στο Σισμανόγλειο. Άλλος Γολγοθάς. Και αν δεν φτάναμε μόνοι μας θα είμαστε νεκροί. Με έβαλαν σε φορείο και με ένα ψαλίδι έκοβαν τα ρούχα μου. Μου έβαλαν έναν όρο. Είμαι σε ένα φορείο στο διάδρομο και απέναντι μου έχω μια πόρτα ανοιχτή και εκεί έβαζαν σάκους που στιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλον. Εγώ το ήξερα. Δεν ξέρω πώς άλλοι δεν το γνώριζαν».

Ο Γολγοθάς στο νοσοκομείο

«Μένω εκεί μέχρι αργά με μια κουβέρτα, γυμνή και περιμένω να δω τι θα με κάνουν. Έχω τηλέφωνο στα χέρια μου και περιμένω να δω τι έχει γίνει με το παιδί μου. Δεν ξέρω αν έχει φτάσει, πώς είναι, αν έχει ζήσει, αν ξέρει για μένα και τι ξέρει. Τον έχουν πάει στο Αγία Σοφία στα επείγοντα να τον καθαρίσουν, να περιποιηθούν τις πληγές του. Εγώ δεν ξέρω τίποτα. Φοβάται και είναι μόνος του. Ένα μωρό 5,5 ετών. Μέχρι τότε ήξερε μόνο εμάς. Δεν ήξερε κανέναν. Έπρεπε να αφήσει άλλους ξένους να τον περιποιηθούν να τον ψαχουλέψουν, να του βάλουν σωληνάκια, να τον γδάρουν, όπως έγδαραν κι εμένα μετά. Ζητάει τη μαμά του και τον μπαμπά του και δεν είμαστε εκεί. Κανένας δεν περίμενε ότι εγώ θα ζήσω. Για το παιδί μου το έκανα. Με είχαν σε ένα δωμάτιο με ανθρώπους που είχαν λοιμώξεις, εγώ να είμαι ανοιχτή. Με μια κουβέρτα. Σαν να μην έφτανε ό,τι εισέπνευσα από τα τοξικά», είπε η μάρτυρας.

Η Κάλλι Αναγνώστου περιέγραψε λεπτομερώς όσα ακολούθησαν στα νοσοκομεία και τον Γολγοθά που πέρασε για να καταφέρει να ζήσει. «Η περιποίηση τους ήταν να μου σκάσουν τις φουσκάλες με βελόνα. Ό,τι υπήρχε κόλλησε πάνω μου. Με πήραν στο «Γεννηματά». Μπαίνουν γιατροί, νοσοκόμοι, μου λένε “σφίξε με, βρίσε με αλλά άσε να κάνουν τη δουλειά τους”. Τότε κατάλαβα. Αρχίζουν να με τραβάνε. Μου τραβούσαν το δέρμα. Να ουρλιάζω, να μην μπορώ να το αντέξω. Να ξέρω ότι αυτό το έχει περάσει το παιδί μου. Ο αδελφός μου απέξω δεν άντεξε. Έφτασε στο προαύλιο. Μέχρι εκεί ακούστηκαν τα ουρλιαχτά. Δεν μου είχαν δώσει ένα παυσίπονο στο “Σισμανόγλειο”. Δεν πίστευαν ότι θα ζήσω. Νόμιζαν ότι θα μείνω εκεί από καρδιά, από τις απλές αυτές σωματικές βλάβες. Με έβαλαν σε ένα δωμάτιο μόνη μου με έναν σάκο σαν αυτούς που βάζουν στα νεκροτομεία. Είχα άγχος για το παιδί. Δεν ήξερα τι γίνεται. Ντρεπόμουν που δεν έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα».

Συνεχίζοντας την περιγραφή της, η μάρτυρας αναφέρθηκε λεπτομερώς στη διαδικασία που ακολούθησαν οι γιατροί, την οποία οι ίδιοι χαρακτήρισαν «βιασμό». «Στις 25 Ιουλίου έρχονται να μου κάνουν αλλαγή. Μου έγδαραν ό,τι μπορούσαν, τα καθάρισαν. Είχαν πάρει δύο μεγάλες σακούλες σκουπιδιών και πετούσαν γάζες, επιδέσμους, τις σάρκες μου. Τα έβλεπα και σκεφτόμουν τι έχει περάσει το παιδί μου.

Ακούω στην τηλεόραση «όλα τα κάναμε καλά και θα τα ξανακάναμε με τον ίδιο τρόπο». Οι νεκροί κι εμείς είμαστε η απόδειξη ότι όλα έγιναν καλά. Με τον ίδιο τρόπο θα τα ξαναέκαναν. Τους λέω στείλτε με μέσα στη Βουλή να δουν ποσο καλά τα κάνανε. Ήμουν καμμένη σε όλο το σώμα. Το πρόσωπο παραμορφωμένο. Το μάτι έχει κλείσει, δεν ξέρω αν θα έχω όραση. Να νιώθω τα πάντα να τεντώνουν, να μαζεύουν, να πετάνε οι φλέβες. Να τσούζω, να πονάω. Με είχαν γεμίσει με σωληνάκια. Δεν υπήρχε φλέβα να μην έχει χρησιμοποιηθεί. Και να καίνε όλα. Όλα αυτό που είχα εισπνεύσει είχε συγκεντρωθεί στα πνευμόνια μαζί με τη λοίμωξη. Άρχισα να κάνω αιμόπτυση, να βγάζω πήγματα μαύρα».

Τη στιγμή που πίστευε ότι δεν θα καταφέρει να ζήσει, η Κάλλι Αναγνώστου σκεφτόταν μόνο το παιδί της. «Ήθελα να χαιρετίσω το παιδί μου. Με διασωλήνωσαν, εγώ ήθελα να ακούσω το παιδί μου. Δεν μπορεί τα τελευταία μου λόγια να είναι «τρέξε, φύγε». Οσο είμαι εκεί το παιδί μου είναι στο “Αγία Σοφία”. Είναι καμμένη όλη η πλάτη του, τα χεράκια του, τα ποδαράκια του. Έχει γίνει αγρίμι. Το μωρό. Ένα παιδί κοινωνικό και γλυκό. Ρωτούσε γιατί δεν έρχεται η μαμά μου; Γιατί δεν μου μιλάει; Του είπαν ότι η μαμά κοιμάται. Πέρασαν έτσι τρεις εβδομάδες».

Φανερά οργισμένη ανέφερε πως όταν ξύπνησε άκουσε στην τηλεόραση πως για όσα έγιναν στο Μάτι, έφταιγαν οι κάτοικοι. «Το πρώτο πράγμα που άκουσα όταν συνήλθα ήταν να ακούω ποιοι «έφυγαν» και για εμάς που μείναμε. Η μόνη σειρήνα που άκουσα εγώ ήταν από το Θριάσειο στο Γεννήματα. Αν είχα ακούσει κάτι ίσως να μην είχε γίνει τίποτα από όλα αυτά», είπε και συμπλήρωσε: «Όσο ήμουν στο νοσοκομείο έπρεπε να κάνω αλλαγές. Με έβαλαν να κάνω χειρουργείο με χειροκίνητο θερμοτόμο, αυτομοσχεύματα όλα. Για να με κλείσουν μετά, μου τα χτυπούσαν με συραπτικά. Μετά για να μου τα βγάλουν χρησιμοποιούσαν τανάλιες. Πέρασα ένα μήνα σε ακινησία και να μαθαίνω ότι από θύματα είχαμε γίνει θύτες».

Η μάρτυρας περιέγραψε ότι όταν το παιδί της βγήκε από το νοσοκομείο, ήθελε να τη δει. «Εγώ δεν ήθελα. Ήμουν γεμάτη πληγές και σωληνάκια. Έκανα δεύτερο χειρουργείο. Ηλπιζα να φύγω και να παω να τον δω από κοντά. Οι σωματικές βλάβες που αναφέρουν θα μας κυνηγούν μια ζωή. Θα πρέπει να προσέχουμε, να κάνουμε χειρουργεία, δεν θα έχουμε φυσιολογική ζωή».

Αναφερόμενη στο παιδί της είπε: «Ένα παιδί 5,5 ετών που έχει μια ζωή που μόνο παιδική δεν είναι. Δεν μπορεί να αθληθεί, να παίξει. Να ξυπνάει τα βράδια, να ουρλιάζει. Να το ζει ξανά και ξανά. Όπως κι εμείς. Ο,τι ζήσαμε εκεί και στα νοσοκομεία. Το παιδί μου δεν θα έχει ζωή όπως τα άλλα παιδιά. Ξυπνάει και λέει “χεράκια μου, ποδαράκια μου δεν θα είστε ξανά τα ίδια”. Θέλει να μάθει λεπτομέρειες. Που είναι τα άλλα παιδάκια που χάθηκαν».

Εκφράζοντας το παράπονό της ότι δεν ακούστηκε μια συγγνώμη από τις Αρχές, ανέφερε: «Συγγνώμη μου είπε η φυσιοθεραπεύτρια, ο γιατρός. Να σε γδέρνουν και να βγάζουν φωτογραφίες. 10%, 15%, 35% που θα φτάσει. Τους λέω αφήστε με. Δεν αντέχω άλλο. Βιασμός σώματος και ψυχής ξανά και ξανά. Δεν έφτασε η κόλαση της φωτιάς, έπρεπε να ζήσουμε κι αυτή την κόλαση. Ζούμε ζωές φυλακισμένες, ζούμε σε σώματα φυλακισμένα. Μας είχαν κλείσει τους δρόμους και δεν μπορούσαμε να φύγουμε. Περίμεναν απέξω. Κανένας από εμάς δεν κοιμάται καλά το βράδυ. Τέσσερα χρόνια ουρλιάζουν όλα μέσα σου. Σωματική βλάβη. Και να ουρλιάζει το παιδί μου κάθε βράδυ και να το ζει ξανά και ξανά. Να κοιμάται με τον μπαμπά του για να μη ξύνεται. Επι 2,5 χρόνια ξυπνούσε ματωμένος. Κάθε πρωί να αλλάζουμε σεντόνια και να είναι ματωμένο μέχρι το κρεβάτι. Ακόμα. Και τώρα γίνεται αυτό. Μπορεί να έχει φύγει το έντονο πρήξιμο αλλά είναι εκεί. Όσο μεγαλώνει, όσο ψηλώνει το δέρμα τεντώνει και σκίζεται. Αρνούμαι να κάνω χειρουργεία γιατί δεν θέλω να με δει. Είναι με αυτομοσχεύματα. Δεν θέλω να με δει. Δεν θα τα κάνω. Παίρνουμε αποφάσεις μόνοι μας. Μόνοι μας φροντίζουμε για όλα αυτά. Μόνοι μας κάναμε λίστες ο ένας για τον άλλο».

«Δεν μπορώ εγώ να φτιάξω αυτά, όσα έχουν χαλάσει στο παιδί μου. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο για αυτό. Το μόνο που μπορώ είναι να σάς ζητήσω όλος αυτός ο πόνος του γιου μου να μην περάσει έτσι. Ανήκω στην κατηγορία εκείνων που τα έζησε όλα. Θέλω να δικαιωθεί αυτό. Να βγει αυτή η αλήθεια. Να μην ξανασυμβεί. Θέλω να μου επιτρέψετε να φέρω τη φωνή του εδώ μέσα. Δεν μπορεί να έρθει ο ίδιος», είπε. Σε εκείνο το σημείο η μάρτυρας έβαλε ένα βίντεο να παίξει με τη φωνούλα του γιου της να ζητάει δικαιοσύνη.

Πηγή: Kathimerini.gr