Μιανμάρ: Οι κινητοποιήσεις συνεχίζονται
Οι μαζικές διαδηλώσεις εναντίον της στρατιωτικής χούντας συνεχίζονται για έκτη μέρα, παρά τις απαγορεύσεις και τον φόβο για αντίποινα από την αστυνομία. Η στάση των ΗΠΑ.
Οι πολίτες κατέβηκαν σήμερα για έκτη συνεχόμενη ημέρα στους δρόμους για να διαδηλώσουν εναντίον του στρατιωτικού πραξικοπήματος που ανέτρεψε την κυβέρνηση της Αούνγκ Σαν Σου Κι, ενώ η Ουάσινγκτον ανακοίνωσε την επιβολή κυρώσεων σε βάρος των πρωτεργατών της χούντας.
Ο φόβος των αντιποίνων είναι στο μυαλό όλων, δύο ημέρες μετά τη χρήση βίας από την αστυνομία που είχε αποτέλεσμα να τραυματιστούν αρκετοί διαδηλωτές, δύο από τους οποίους είναι σε σοβαρή κατάσταση. Μια νεαρή που τραυματίστηκε από σφαίρα στο κεφάλι παραμένει σε κρίσιμη κατάσταση.
Πάνω από 200 πρόσωπα, ανάμεσά τους πολλά μέλη του Εθνικού Συνδέσμου για τη Δημοκρατία, του κόμματος της Αούνγκ Σαν Σου Κι, συνελήφθησαν κατά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου και κατόπιν, σύμφωνα με μια ΜΚΟ που βοηθά τους πολιτικούς κρατούμενους.
Μολαταύτα, διαδηλωτές άρχισαν να συγκεντρώνονται ξανά σήμερα, Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου, το πρωί, για να απαιτήσουν την απελευθέρωση των φυλακισθέντων, το τέλος της δικτατορίας και την κατάργηση του Συντάγματος του 2008, που εξ ορισμού είναι πολύ ευνοϊκό για τον στρατό, αφού πρακτικά το είχαν καταρτίσει οι ίδιοι οι στρατηγοί.
«Μην πάτε στο γραφείο!», φώναζε μια ομάδα διαδηλωτών που συγκεντρώθηκε μπροστά στα γραφεία της κεντρικής τράπεζας της Μιανμάρ στη Ρανγκούν, την οικονομική πρωτεύουσα της χώρας, ανταποκρινόμενη στις εκκλήσεις να επιδειχθεί «πολιτική ανυπακοή» που διατυπώθηκαν ήδη από τις πρώτες ώρες μετά το πραξικόπημα.
«Θα διαδηλώνουμε ώσπου η Αούνγκ Σαν Σου Κι (η 75χρονη de facto επικεφαλής της πολιτικής κυβέρνησης) και ο Ουίν Μιντ (ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας) να αφεθούν ελεύθεροι», δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο υπάλληλος της κεντρικής τράπεζας. Συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας γίνονται παράλληλα και σε άλλες πόλεις, όπως η Μανταλέι (κεντρική Μιανμάρ).
«Άμεση απελευθέρωση»
Η κλιμάκωση της βίας εναντίον των διαδηλωτών προκάλεσε κατακραυγή διεθνώς.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ανακοίνωσε χθες, Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου, ότι η κυβέρνησή του θα μειώσει την πρόσβαση στα κεφάλαια ύψους 1 δισεκ. δολαρίων της Μιανμάρ που βρίσκονται εντός αμερικανικής δικαιοδοσίας, ενώ θα ακολουθήσουν κι άλλες κυρώσεις. Πρόκειται για «ισχυρό μήνυμα», σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Χόρσι, πολιτικό αναλυτή με έδρα την ασιατική χώρα.
«Καλώ για μια ακόμη φορά τον στρατό να αφήσει ελεύθερους όλους τους πολιτικούς ηγέτες που εξελέγησαν δημοκρατικά και τους ακτιβιστές» που έχει θέσει υπό κράτηση, πρόσθεσε ο Τζο Μπάιντεν. Το πραξικόπημα στη Μιανμάρ είναι η πρώτη διεθνής κρίση με την οποία βρέθηκε αντιμέτωπος μετά την ανάληψη των καθηκόντων του.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ενδέχεται επίσης, να επιβάλλει νέες κυρώσεις, προειδοποίησε ο Τζουζέπ Μπορέλ, ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας.
Κατά πάσα πιθανότητα, θα έχουν στόχο τον αρχηγό του στρατού Μιν Αούνγκ Χλάινγκ, πρωτεργάτη του πραξικοπήματος, καθώς και άλλους στρατηγούς. Σε βάρος τους ήδη έχουν επιβληθεί κυρώσεις εξαιτίας των φρικαλεοτήτων του στρατού σε βάρος των μελών της μουσουλμανικής μειονότητας των Ροχίνγκια το 2017.
Ισχυροί επιχειρηματικοί όμιλοι που ελέγχονται από τις ένοπλες δυνάμεις μπορεί να μπουν επίσης ξανά στο στόχαστρο, αφού οι κυρώσεις σε βάρος τους είχαν αρθεί κατά τη διάρκεια της εύθραυστης δημοκρατικής παρένθεσης των τελευταίων δέκα ετών που έκλεισε βίαια το πραξικόπημα.
Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ αναμένεται αύριο (12/2) να συνεδριάσει εκτάκτως για τις εξελίξεις. Η θέση του Πεκίνου και της Μόσχας, που παραδοσιακά προστατεύουν τον βιρμανικό στρατό από μέτρα των Ηνωμένων Εθνών, θα προσελκύσει και πάλι την προσοχή.
Από την 6η Φεβρουαρίου, εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες βγαίνουν στους δρόμους και διαδηλώνουν. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μαζική κινητοποίηση από τον λαϊκό ξεσηκωμό του 2007, την «επανάσταση του σαφράν», της οποίας είχαν ηγηθεί βουδιστές μοναχοί και η οποία είχε κατασταλεί βίαια από τους στρατιωτικούς.
Ωστόσο, τα πλήθη είναι μικρότερα τις τελευταίες ημέρες. Οι αρχές απαγόρευσαν από το βράδυ της Δευτέρας όλες τις συναθροίσεις άνω των πέντε προσώπων στη Ρανγκούν, στη Ναϊπιντάου, την πρωτεύουσα, και στις άλλες πόλεις, όπως και τη νυχτερινή κυκλοφορία.
Νέο κύμα συλλήψεων
Ο κίνδυνος της σκληρής, αιματηρής καταστολής είναι πολύ πραγματικός σε μια χώρα που έζησε ήδη πάνω από πενήντα χρόνια υπό τον ζυγό των στρατιωτικών μετά την ανεξαρτησία της, το 1948.
Νέες συλλήψεις αναφέρθηκαν τη νύχτα της Τετάρτης προς Πέμπτη, συμπεριλαμβανομένης αυτής του αντιπροέδρου της κάτω Βουλής της Μιανμάρ και ενός στενού συνεργάτη της Αούνγκ Σαν Σου Τσι.
Οι στρατιωτικοί είχαν καταφέρει νέο πλήγμα στον Εθνικό Σύνδεσμο για τη Δημοκρατία εξαπολύοντας έφοδο το βράδυ της Τρίτης στα κεντρικά γραφεία του κόμματος στη Ρανγκούν.
Ο ειδικός επιτετραμμένος των Ηνωμένων Εθνών για τη Μιανμάρ,Τομ Άντριους, καταδίκασε τη χρήση βίας. «Δεν μπορούν να κλέψουν την ελπίδα και την αποφασιστικότητα ενός λαού», τόνισε μέσω Twitter.
Ο στρατός διατείνεται ότι στις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου, στις οποίες κατήγαγε συντριπτική νίκη ο Εθνικός Σύνδεσμος για τη Δημοκρατία, έγινε νοθεία, παρότι οι διεθνείς παρατηρητές δεν διαπίστωσαν σοβαρά προβλήματα.
Στην πραγματικότητα, οι στρατηγοί φοβούνται ότι θα δουν την ισχύ τους να μειώνεται μετά τη νίκη της παράταξης της Αούνγκ Σαν Σου Κι, που είχε πρόθεση να προχωρήσει σε αναθεώρηση του Συντάγματος.
Παρότι, επικρίθηκε έντονα από τη διεθνή κοινότητα για την παθητικότητά της όταν ο στρατός διέπραττε ωμότητες σε βάρος των Ροχίνγκια, η νομπελίστρια, που παρέμεινε σε κατ’ οίκον κράτηση για 15 χρόνια εξαιτίας της αντίστασής της στη στρατιωτική χούντα, παραμένει πολύ δημοφιλής στη χώρα της.
Είναι «καλά στην υγεία της» και βρίσκεται υπό περιορισμό στο σπίτι της στη Ναϊπιντάου, σύμφωνα με το κόμμα της.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ