Ιωάννου (εγκληματολόγος) στο ΦΩΣ: Ίντερνετ, ενδοοικογενειακή βία και κοινωνική αποστασιοποίηση
Οι εξελίξεις ως συνέπεια της πανδημίας του κορονοϊού επέβαλαν παγκοσμίως τη λήψη μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης για την προστασία των πολιτών. Ο εγκλεισμός τους στο σπίτι και ο περιορισμός των μετακινήσεων επιστρατεύθηκαν ως μέσο επίτευξης της κοινωνικής προστασίας. Τι ισχύει όμως για την προστασία των πολιτών στον ψηφιακό κόσμο και μάλιστα σε μια περίοδο που η κοινωνική αποστασιοποίηση έχει οδηγήσει στην όλο και μεγαλύτερη ενασχόληση με το Διαδίκτυο;
Ηλεκτρονικό έγκλημα, ενδοοικογενειακή βία, κοινωνική αποστασιοποίηση. Κίνδυνοι και τρόποι αντιμετώπισής τους. Η διευθύντρια Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας (CSIi) και κλινική εγκληματολόγος Καλλιόπη Ιωάννου, με την πολύτιμη βοήθεια της υποψήφιας διδάκτορος Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Aνδρονίκης Λάππα, μας βάζουν ~μέσω του «ΦΩΤΟΣ»~ για τα καλά στο «παιχνίδι», με ένα άρθρο-σταθμό, που μας αφορά όλους!
Διαδικτυακές και άλλου είδους απειλές στην εποχή του κορονοϊού
Στον απόηχο των κοινωνικών εξελίξεων, το ηλεκτρονικό έγκλημα έχει παρουσιάσει αύξηση. Επιτήδειοι με αφορμή την έξαρση του κορονοϊού και στη χώρα μας δεν διστάζουν να προχωρήσουν στη διασπορά ψευδών ειδήσεων, στην εκμετάλλευση του κοινού μέσω παραπλανητικών διαφημίσεων που αφορούν ποικίλα προϊόντα, σε απάτες εις βάρος φυσικών προσώπων αλλά και εταιρειών, καθώς και στην προσπάθεια υποκλοπής ευαίσθητων δεδομένων και προσωπικών κωδικών των χρηστών του Διαδικτύου.
Oι «ψηφιακά αναλφάβητοι», όπως έχει χαρακτηριστικά αναφέρει και ο πρόεδρος του Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας, Εμμ. Σφακιανάκης, είναι εκείνοι που κινδυνεύουν περισσότερο να καταστούν θύματα ηλεκτρονικού εγκλήματος. Το Διαδίκτυο από μόνο του δεν είναι κακό. Ούτε όμως μόνο καλό. Η χρήση του, ο τρόπος αξιοποίησής του είναι εκείνος που θα του προσδώσει αρνητικό ή θετικό περιεχόμενο. Οι πολίτες οφείλουν να είναι προσεκτικοί κατά τη χρήση του Διαδικτύου και τον ψηφιακών μέσων, πολλώ δε μάλλον εκείνοι που έχουν περιορισμένη γνώση για το Διαδίκτυο και τους κανόνες ασφαλούς πλοήγησης.
Μένοντας σπίτι για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας αλλά και τους άλλους στο πλαίσιο των κοινωνικών εξελίξεων, ίσως ξεχνάμε να προστατεύσουμε τον εαυτό μας και από τους ψηφιακούς κινδύνους. H ζωή μέσα στο σπίτι για μεγάλο χρονικό διάστημα αναγκάζει τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών να ασχοληθεί όλο και περισσότερο με το Διαδίκτυο. Λαμβάνονται όμως τα κατάλληλα μέτρα προστασίας; Οι πολίτες θα πρέπει να επαγρυπνούν, αφού γίνεται αντιληπτό πως σε περιόδους ραγδαίων κοινωνικών ανακατατάξεων είναι πιο εύκολο να παρατηρηθούν φαινόμενα μη σύννομης συμπεριφοράς από επιτήδειους.
Διαδικτυακές αγορές, τραπεζικές συναλλαγές από τον προσωπικό χώρο του ατόμου, ηλεκτρονική επικοινωνία και πληροφόρηση είναι μερικά μόνο από τα παραδείγματα των δραστηριοτήτων στον ψηφιακό κόσμο που έχουν ενταθεί εν μέσω των εξελίξεων και απαιτούν την προσοχή των χρηστών του Διαδικτύου. Kατά την πραγματοποίηση τραπεζικών συναλλαγών και αγορών μέσω Διαδικτύου, οι πολίτες οφείλουν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί και να τηρούν όλους τους κανόνες ασφαλείας. Προτείνεται στους χρήστες να χρησιμοποιούν για τις αγορές τους ασφαλείς πύλες συναλλαγών, προπληρωμένες κάρτες, αλλά και να επιλέγουν την πληρωμή μέσω αντικαταβολής, όταν δεν είναι σίγουροι για την αξιοπιστία του ηλεκτρονικού καταστήματος (eshop) που επισκέπτονται ή όταν το ποσόν της συναλλαγής είναι μικρό. Είναι σημαντικό οι χρήστες να επιλέγουν για τις συναλλαγές τους αξιόπιστα ηλεκτρονικά καταστήματα, ώστε να αποφύγουν φαινόμενα απάτης ή απώλειας των χρημάτων τους. Η συναλλαγή μέσω χρεωστικής ή πιστωτικής κάρτας σε έναν ιστότοπο αμφιβόλου προέλευσης και ασφάλειας μπορεί να αποβεί εξαιρετικά επιζήμια για τον χρήστη.
Διευθύντρια Διεθνούς Ινστιτούτου Κυβερνοασφάλειας (CSIi)-
Κλινική Εγκληματολόγος - Σύμβουλος Οικογένειας και Υποστήριξης Θυμάτων
Υποψήφια διδάκτωρ Εγκληματολογίας στο πανεπιστήμιο του Essex
Ταυτόχρονα, εν μέσω των εξελίξεων, οι χρήστες του ψηφιακού κόσμου θα πρέπει να επαγρυπνούν για φαινόμενα διασποράς ψευδών ειδήσεων που μόνο φόβο μπορούν να προκαλέσουν. Οι πολίτες οφείλουν να γνωρίζουν πως ό,τι αναφέρεται σε μια ιστοσελίδα δεν συνιστά πάντα αξιόπιστη και έγκυρη πληροφορία. Άλλοτε από απερισκεψία και άλλοτε με δόλιους σκοπούς, χρήστες του Διαδικτύου μπορούν να διασπείρουν ψευδείς πληροφορίες προκαλώντας τον πανικό στους πολίτες και μάλιστα εν μέσω μιας κατάστασης που απαιτεί προσεκτικούς χειρισμούς, όπως αυτή που βιώνουμε. Η διασπορά ψευδών ειδήσεων μπορεί να επιφέρει αρνητικές συνέπειες στην ψυχολογία του ατόμου που είναι ήδη ψυχικά ευάλωτο σε συνθήκες κοινωνικής αποστασιοποίησης, να προκαλέσει κοινωνική αναταραχή, να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη από τα πραγματικά προβλήματα, ενώ συνιστά ποινικό αδίκημα. Οι πολίτες θα πρέπει να μεριμνούν για τέτοια περιστατικά, ενώ εάν υποπέσει κάτι στην αντίληψή τους οφείλουν να ενημερώσουν τις Αρχές.
Ηλεκτρονικό «ψάρεμα» και υποκλοπή προσωπικών δεδομένων
Την προσοχή των χρηστών του Διαδικτύου απαιτούν και οι περιπτώσεις ηλεκτρονικού «ψαρέματος» («phishing» και όχι fishing) και γενικότερα υποκλοπής των προσωπικών δεδομένων και των ευαίσθητων πληροφοριών τους, που γνωρίζουν επίσης αύξηση το τελευταίο διάστημα εν μέσω των εξελίξεων. Η επαγρύπνηση των πολιτών είναι απαραίτητη, καθώς το τελευταίο διάστημα έχουν αναφερθεί περιστατικά αποστολής παραπλανητικών email ή συνδέσμων (link) μέσω μηνυμάτων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που παρακινούν τον χρήστη να ακολουθήσει τον επισυναπτόμενο σύνδεσμο ή να ανοίξει ένα επισυναπτόμενο αρχείο ή οπτικοακουστικό υλικό, που είναι όμως παγιδευμένο. Ο ανυποψίαστος χρήστης, ανοίγοντας το σχετικό αρχείο ή ακολουθώντας τον επισυναπτόμενο σύνδεσμο, άθελά του επιτρέπει στους επιτήδειους να αποκτήσουν πρόσβαση σε ευαίσθητα δεδομένα του και οι συνέπειες είναι ολέθριες. Κατ’ αντιστοιχία με τα παραπάνω, η επαγρύπνηση των χρηστών πρέπει να είναι αυξημένη, αφού έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις όπου ο αποστολέας του μηνύματος είναι ήδη γνωστός στον χρήστη. Το διαδικτυακό προφίλ του ωστόσο ενδέχεται να έχει «χακαριστεί», να έχει δηλαδή παραβιαστεί και εξ ονόματός του επιτήδειοι να ζητούν χρήματα από τους διαδικτυακούς φίλους του, χωρίς ο ίδιος αλλά και οι τελευταίοι να γνωρίζουν τι πραγματικά έχει συμβεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο χρήστης είναι προτιμότερο να καλέσει το άτομο τηλεφωνικώς και να εξακριβώσει την αλήθεια των γεγονότων αλλά και να ενημερωθούν οι αρμόδιες Αρχές.
Ιδιαίτερα ευάλωτοι στις διαδικτυακές απειλές, λόγω της αυξημένης χρήσης του Διαδικτύου εν μέσω των εξελίξεων, είναι βέβαια και οι ανήλικοι. Δαπανώντας, το τελευταίο διάστημα, πολλές ώρες στο Διαδίκτυο για τη σχολική τους μελέτη και αργότερα στον ελεύθερο χρόνο τους, οι ανήλικοι είναι ευάλωτοι σε διαδικτυακούς κινδύνους. Μολονότι πρόκειται για μια γενιά ιδιαίτερα εξοικειωμένη με τον ψηφιακό κόσμο, δεν παύει να αποτελείται από νέους ανθρώπους που διαπνέονται από αγαθές προθέσεις και δεν μπορούν πάντα να αναγνωρίσουν το κακό. Καθίσταται αδήριτη ανάγκη η επίβλεψη των ανηλίκων από τους γονείς, ώστε να μην καταστούν θύματα επιτήδειων που λόγω των εξελίξεων έχουν βρει πρόσφορο έδαφος για την επικοινωνία και προσέλκυση ανυποψίαστων θυμάτων. Προσεκτική χρήση του Διαδικτύου οφείλουν φυσικά να κάνουν και οι άνθρωποι μεγαλύτερης ηλικίας που δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με αυτό και αναγκάζονται λόγω των εξελίξεων να προσαρμοστούν στα δεδομένα, αλλά και κάθε χρήστης με μικρότερη ή μεγαλύτερη εμπειρία στην πλοήγηση στον ψηφιακό κόσμο.
Δυστυχώς, ο κίνδυνος ίσως πάντα θα είναι υπαρκτός. Καλύτερο μέσο προστασίας, ωστόσο, είναι η πρόληψη. Γι’ αυτό και είναι αναγκαία η ενημέρωση των πολιτών για την ασφαλή χρήση του Διαδικτύου και τους κινδύνους, η διαρκής επαγρύπνησή τους και φυσικά η επικοινωνία με ειδικούς του χώρου, που μπορούν να λύσουν τυχόν απορίες τους και να τους συμβουλεύσουν για έναν ψηφιακό κόσμο περισσότερο φιλικό και ασφαλή!
Ενδοοικογενειακή βία
Το τελευταίο διάστημα, και εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού, εκτός από τα παραπάνω έγινε λόγος για αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας στη χώρα μας. Ένα ζήτημα τόσο ευαίσθητο και σύνθετο, όπως η ενδοοικογενειακή βία, απαιτεί στοχευμένες παρεμβάσεις εκ μέρους της πολιτείας, επιστήμονες και επαγγελματίες κατάλληλα εκπαιδευμένους και πολίτες ευαισθητοποιημένους.
Για να προσεγγίζουμε το ζήτημα, θα πρέπει να κατανοήσουμε και κυρίως να αποδεχθούμε ότι η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί ένα έγκλημα που δεν απαντά μόνο στην εποχή του κορονοϊού, αλλά και σε αυτήν. Δεν αποτελεί ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο που αναδύθηκε ως αποτέλεσμα των κοινωνικών εξελίξεων, αλλά ένα φαινόμενο που μαστίζει την ελληνική κοινωνία πολλά, πολλά χρόνια. Αυτή η παραδοχή είναι το πρώτο βήμα για την αναγνώριση των χαρακτηριστικών και των διαστάσεων του φαινομένου, αφού η άποψη ότι η ενδοοικογενειακή βία αναδύθηκε ξαφνικά μέσα στις πρωτόγνωρες εξελίξεις που βιώνει η κοινωνία μας μόνο παραπλανητικά θα μπορούσε να λειτουργήσει για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του ζητήματος.
Αναμφισβήτητα η ενδοοικογενειακή βία αποτελούσε για πολλά χρόνια ένα θέμα «ταμπού» στην ελληνική κοινωνία. Δεν ήταν μάλιστα λίγες οι φορές που η κοινή γνώμη θεωρούσε φυσιολογική την άσκηση βίας εντός της οικογενειακής εστίας, προβάλλοντας την άποψη ότι ο άντρας είναι ο κύριος του σπιτιού και η γυναίκα υποτελής του. Και μπορεί με την πάροδο του χρόνου και τη δράση των κινημάτων υπέρ των δικαιωμάτων του ανθρώπου αυτές οι απόψεις να έχουν μετριαστεί, όμως δεν έχουν εξαλειφθεί πλήρως. Ακόμη και σήμερα, το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας παραμένει ένα αγκάθι για κάθε κοινωνία που σέβεται τους πολίτες της. Μπορεί πλέον η άποψη περί υποταγής της γυναίκας στον σύζυγό της να μην είναι η κρατούσα και η κοινωνία να διαπνέεται από κλίμα ελευθερίας και ισότητας μεταξύ των δύο φύλων, τα περιστατικά όμως ενδοοικογενειακής βίας δεν έχουν απαλειφθεί, γιατί οι αιτίες της εμφάνισής της ποικίλλουν και ταυτόχρονα ο φόβος του θύματος παραμένει ισχυρός.
Aνδρονίκη Λάππα, Υποψήφια Διδάκτωρ Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση του ζητήματος είναι η κατανόηση των πραγματικών διαστάσεων και χαρακτηριστικών του. Γιατί μπορεί όσα αναφέρθηκαν παραπάνω να συνιστούν τη γενική εικόνα του μέσου πληθυσμού για την ενδοοικογενειακή βία, δεν αποτελούν όμως την ολοκληρωμένη εικόνα και αντίληψη περί ενδοοικογενειακής βίας. Η ενδοοικογενειακή βία δεν συνίσταται στην άσκηση βίας, εντός της οικογενειακής εστίας, μόνο εις βάρος της γυναίκας. Θύμα ενδοοικογενειακής βίας μπορεί να καταστεί το παιδί, οι παππούδες και οι γιαγιάδες, αλλά και ο άντρας της οικογένειας. Μπορεί το τελευταίο να ακούγεται παράδοξο για τους πολλούς, όμως για τους επαΐοντες στην πράξη συνιστά πραγματικότητα. Αν η γυναίκα, το παιδί, οι ηλικιωμένοι γονείς ντρέπονται ή φοβούνται να μιλήσουν γι’ αυτό το ζήτημα, αντιλαμβανόμαστε την ντροπή που θα νιώθει ένας άντρας-θύμα ενδοοικογενειακή βίας, όταν γνωρίζει πως η άσκηση βίας εις βάρος του αντιτίθεται στο πρότυπο του σκληρού άντρα με το οποίο έχει γαλουχηθεί. Η ενδοοικογενειακή βία δεν συνίσταται μόνο σε πράξεις σωματικής βίας μεταξύ των μελών μιας οικογένειας, αφού, όπως ρητά αναφέρει ο νομοθέτης στο άρθρο 2 του Ν.3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας, «απαγορεύεται η άσκηση κάθε μορφής βίας μεταξύ των μελών μιας οικογένειας». Μπορεί επομένως η συντριπτική πλειονότητα των θυμάτων να αφορά γυναίκες, παιδιά ή ηλικιωμένους, δεν παύει όμως να υπάρχει και ένα ποσοστό θυμάτων που ανήκει στο αντίθετο φύλο.
Η ενδοοικογενειακή βία ξεκινά συνήθως ξαφνικά. Με ένα μεμονωμένο περιστατικό που το θύμα θεωρεί ότι δεν θα επαναληφθεί έως ότου διαψευσθεί. Το ένα περιστατικό διαδέχεται το άλλο και αρχίζει ένας κύκλος βίας, ένας φαύλος κύκλος, με το θύμα να εγκλωβίζεται όλο και περισσότερο σε αυτόν και τον δράστη να έχει χάσει κάθε μέτρο, αφού οι περιστασιακές εκδηλώσεις μεταμέλειας δεν μπορούν να τον συγκρατήσουν από τη διάπραξη νέων περιστατικών βίας εις βάρος των θυμάτων. Η ζωή της οικογένειας συνεχίζεται με ρυθμούς σταδιακής ηρεμίας και ταυτόχρονα έντασης. Η εργασιακή απασχόληση και οι καθημερινές δραστηριότητες μπορούν να αμβλύνουν περιστασιακά την έκρυθμη κατάσταση. Τι ισχύει όμως όταν τα μέλη της οικογένειας εγκλωβίζονται στον ίδιο χώρο για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως στην περίπτωση της καραντίνας που επιβλήθηκε για λόγους κοινωνικής προστασίας και στη χώρα μας;
O «σκοτεινός αριθμός»
Αύξηση των κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας εν μέσω κορονοϊού ή αύξηση του ρυθμού καταγγελίας εκ μέρους των θυμάτων; Είναι ένα από τα ερωτήματα που απασχολεί τους επαΐοντες, αφού συνιστά κοινή παραδοχή ότι η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί ένα έγκλημα με χαμηλή θεατότητα και μεγάλο «σκοτεινό αριθμό». Πρόκειται δηλαδή για ένα έγκλημα που συχνά δεν γίνεται αντιληπτό, γιατί λαμβάνει χώρα πίσω από κλειστές πόρτες και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο η καταγγελία του στις Αρχές εξαρτάται από τη γνωστοποίησή του σε αυτές ή σε κάποιον τρίτο που ενδεχομένως να ενημερώσει τις Αρχές. Η απάντηση στο ζήτημα απαιτεί ενσυναίσθηση εκ μέρους των ειδικών, γνώσεις, προσεκτική μελέτη του ζητήματος και κυρίως θέληση για αποτελεσματικές παρεμβάσεις. Μπορεί δηλαδή τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας να αυξήθηκαν εν μέσω κορονοϊού καθώς η οικογένεια αναγκάστηκε να περιοριστεί εντός της οικογενειακής εστίας. Ο περιορισμός αυτός αν μη τι άλλο έχει δημιουργήσει και άλλοτε οξύνει το άγχος, την ευερεθιστότητα, την ανησυχία ή και ήδη υπάρχοντα ψυχολογικά προβλήματα ορισμένων πολιτών. Στην περίπτωση της ενδοοικογενειακής βίας αντιλαμβανόμαστε πως κάτι τέτοιο μόνο επιβαρυντικά μπορεί να λειτουργήσει, αφού τα μέλη της οικογένειας περνούν μεγάλο μέρος της ημέρας τους μαζί. Το άγχος, η νευρικότητα, ο θυμός οξύνονται, ενώ και οι ευκαιρίες διάπραξης αυτών των περιστατικών είναι μεγαλύτερες.
Μπορεί όμως εν μέσω κορονοϊού και μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης να μην αυξήθηκαν ~ή τουλάχιστον όχι σε μεγάλο βαθμό~ τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, αλλά να αυξήθηκε ο ρυθμός καταγγελίας των περιστατικών αυτών. Στο πλαίσιο του εγκλεισμού και της παραμονής στο σπίτι μπορεί να εντείνονται ήδη υπάρχουσες συμπεριφορές επαναλαμβανόμενης βίας ή σε μικρότερο βαθμό να εμφανίζονται νέες. Η περιστασιακή ηρεμία λόγω της απουσίας των μελών της οικογένειας από το σπίτι, στο πλαίσιο των καθημερινών δραστηριοτήτων και της εργασίας τους, τώρα υπονομεύεται. Τα μέλη της οικογένειας είναι μαζί σχεδόν όλη την ημέρα και έτσι το θύμα ενδέχεται να μην αντέξει άλλο την επαναλαμβανόμενη βία και την αδυναμία αποφόρτισης των ψυχοφθόρων συναισθημάτων που βιώνει και να αποφασίσει να καταγγείλει το περιστατικό.
Σε κάθε περίπτωση, είτε οι εξελίξεις που βιώνουμε λόγω της πανδημίας του κορονοϊού έχουν προκαλέσει την αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας είτε την αύξηση του ρυθμού καταγγελίας των περιστατικών στις Αρχές, η ευαισθησία απέναντι στο ζήτημα πρέπει να είναι πάντα η δέουσα. Ακόμη και ένα περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας συνιστά πλήγμα για κάθε κοινωνία και βάσανο για το θύμα. Η αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας πρέπει να γίνεται με τρόπο αποφασιστικό και να στοχεύει τόσο στην προστασία του θύματος όσο και στην παροχή βοήθειας προς τον δράστη. Τιμωρητικές πρακτικές μόνο αρνητικά μπορούν να λειτουργήσουν, αφού στόχος της πολιτείας πρέπει να είναι ο σωφρονισμός των δραστών και όχι η διαιώνιση του προβλήματος. Και αυτό μακροπρόθεσμα είναι προς όφελος όλων των πλευρών.
Η κοινωνική αποστασιοποίηση λόγω της τρέχουσας κατάστασης δεν πρέπει να συνεπάγεται και την κοινωνική απομόνωση του ατόμου. Κανείς δεν πρέπει να είναι μόνος ούτε να εγκλωβίζεται στα προβλήματά του.
Αν δέχεσαι βία, μη φοβάσαι να μιλήσεις! Προστάτευσε εσένα, προστάτευσε όσους αγαπάς, προστάτευσε όσους φοβούνται να μιλήσουν!