«Πρόλαβα και τον έζησα και ήταν… Μοναδικός!»

Δεν υπάρχουν πλέον λέξεις για να αποτυπώσεις τι είναι ο Βασίλης Σπανούλης για τον Ολυμπιακό και το ευρωπαϊκό μπάσκετ. Θα το μάθει και ο ίδιος σε λίγα χρόνια, όταν θα ακούει…

«Πρόλαβα και τον έζησα και ήταν… Μοναδικός!»

Δέκα χρόνια πριν με θυμάμαι να λέω «πρώτα θα τον δω στο ΟΑΚΑ και μετά θα τον χειροκροτήσω»! Και τον είδα: Στο πρώτο του παιχνίδι κόντρα στην πρώην του ομάδα στο οποίο θυμάστε όλοι τι «υποδοχή» είχε (σ.σ. εδώ μέχρι και στο τουρνουά «Ακρόπολις», με την Εθνική, είχαν μπει και τον έβριζαν) ο Σπανούλης που μπήκε και τα… έσπαγε, έως ότου αποφάσισε να μοιράσει. Έκανε μάγκες τους Νεστέροβιτς και Έρτσεγκ και ο Ολυμπιακός έφυγε νικητής με 61-65.

Δέκα χρόνια πριν... Όσο δεδομένο και (πολυσυζητημένο) φαινόταν τότε πως ο Ολυμπιακός θα πάρει τον Σπανούλη από τον Παναθηναϊκό, εξίσου περιπετειώδης ήταν η απόκτησή του. Δεν έφτασε ένα ραντεβού για τη συμφωνία. Αν θυμάμαι καλά είχαν γίνει τρία με την παρουσία του Μίσκο Ραζνάτοβιτς, που τήαν ο μάνατζέρ του. Ο Σπανούλης ήθελε να βεβαιωθεί πως το ήθελαν πολύ και οι δύο πλευρές. Έτσι κατέληξε αρχικά και στον Παναθηναϊκό. Από τους πράσινους τον είχαν πάρει τέσσερις άνθρωποι, από τον Ολυμπιακό μια φορά ένας, ο Ελληνιάδης που του είπε απλά «εμείς είμαστε Ολυμπιακός, δεν παρακαλάμε κανέναν αγοράκι μου».

Οι Αγγελόπουλοι αρχικά επιχείρησαν να τον φέρουν πίσω από το ΝΒΑ, όταν εκείνος είχε αποφασίσει να επιστρέψει στην Ευρώπη και τώρα έκαναν αυτό έπρεπε να είχε γίνει από τότε. Συμφώνησαν μαζί του για τρία χρόνια και μετά τις 10 το βράδυ, στις 11 Ιουλίου του 2010, στο ημίχρονο του τελικού του Μουντιάλ Ολλανδία-Ισπανία τον ανακοίνωσαν. Την επομένη πήγε στο ΣΕΦ, ντύθηκε, έβαλε πάνω του τα κόκκινα, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και χαμογέλασε μονολογώντας: «τελικά μου πάνε…»!

Ο Σπανούλης, είχε ξενερώσει με αρκετά πράγματα στον Παναθηναϊκό αλλά βόλευε κάποιους να λένε πως το πρόβλημα ήταν τα λεφτά. Οι ίδιοι κύκλοι ψιθύριζαν ότι παρίστανε τον τραυματία για το συμβόλαιο, αλλά αυτός μπήκε στους τελικούς και ήταν ο καλύτερος παίκτης του Παναθηναϊκού. Είχε πάρει την απόφαση για νέες προκλήσεις. Το χει πει πολλές φορές πως ήθελε να πάρει την ομάδα και να την οδηγήσει στην κορυφή. Αυτό ήταν το κίνητρό του, η κινητήρια δύναμη. Και δεν είναι τυχαίο που στον Ολυμπιακό έβγαλε τον καλύτερό του εαυτό, έπαιξε το καλύτερό μπάσκετ γράφοντας ιστορία στο ευρωπαϊκό στερέωμα.

Δεν εκτυλίχθηκε η πρώτη του χρονιά στον Πειραιά, όπως θα ήθελε βέβαια, παρά το γεγονός ότι άρχισε με την κατάκτηση του Κυπέλλου, με τον ίδιο να μην παίζει καθώς είχε τη μέση του. Θυμάμαι στο τέλος της σεζόν να λέει «υπέγραψα για τρία χρόνια και όχι για ένα», όταν προσπαθούσαν να αποδείξουν πως είχε πάρει λάθος απόφαση.

Εκείνο το καλοκαίρι παντρεύτηκε και λίγες ημέρες μετά οι Αγγελόπουλοι έλαβαν δραστικές αποφάσεις. Άλλαξαν πολιτική, άλλαξαν μοντέλο και έχτισαν- μαζί με τον Ίβκοβιτς- πάνω και γύρω από τον Σπανούλη.

Τίποτα δεν ήταν ρόδινο, τίποτα δεν ήρθε άκοπα. Βρέθηκε με νεαρά, άπειρα παιδιά να χάνει με 15 πόντους από τη Μπιλμπάο. Άλλος στη θέση του μπορεί να είχε πάει στα γραφεία και να έλεγε, “γι αυτά ήρθα; Για να με βρίζουν και να γράφουν έξω από το σπίτι μου υβριστικά συνθήματα;”. Όχι ο Σπανούλης. Αυτός είναι άλλη ιστορία, διαφορετική. Βγήκε από άλλο καλούπι.

«Γεννήθηκα γι αυτό. Να είμαι ηγέτης» μού είχε πει σε μια συνέντευξη, αλλά δεν ήταν το καλοκαίρι του ΄11 ή του ΄12 για να αναρωτηθώ αν είναι όντως ο «τρελός του χωριού», αλλά ήταν το καλοκαίρι του ΄13 όταν αυτός ο τύπος με το «7» είχε οδηγήσει τον Ολυμπιακό στην κορυφή της Ευρώπης. Ξέρετε, στο «παραμύθι» αυτό που ακόμα βλέπουμε κανένα βιντεάκι και λέμε… «κάτι μπήκε στο μάτι μου». Δεν πιστεύω πως άλλος θα τα είχε καταφέρει. Όταν εμείς λέγαμε «και εδώ που φτάσαμε καλά είναι, πιτσιρικάδες έχουμε και έναν… κοντό σέντερ» (τα ξεχνάτε;), αυτός έλεγε στους συμπαίκτες του «τον Μάιο θα είμαστε εδώ, στη Πόλη» και το εννοούσε.

«Όταν βλέπεις τον αρχηγό σου να κάνει όλα αυτά, εσύ δεν μπορείς να κάτσεις πίσω», έλεγαν οι συμπαίκτες του… Ο Σπανούλης δεν υπήρξε όλα αυτά τα χρόνια ηγέτης μόνο στο παρκέ. Αυτός που έψαχναν όλοι και έδιναν τη μπάλα όταν ζεμάταγε και ο χρόνος μηδένιζε. Ήταν αυτός που πίεσε, που φώναξε, που τσακώθηκε, που νευρίασε, που χειροκρότησε, που εξώθησε, που είπε μπράβο, που… που… που… στους συμπαίκτες του, γιατί είχε μόνο ένα πράμα στο μυαλό: «Να κερδίζω!»

Τον θυμάμαι να σπάει τα αποδυτήρια ύστερα από ήττα στους τελικούς. «Δως μου εμένα να τον μαρκάρω, κι αν μην κάνω τίποτε άλλο». Κατάκοπο και μελανιασμένο, με αμυχές και γρατζουνιές έπειτα από προκρίσεις. Με άδειο βλέμμα μετά τις αποτυχίες αλλά και με σφιγμένες γροθιές με χιλιάδες κόσμου να αποθεώνει τον αρχηγό του.

Αυτόν που καταλαβαίνει πως νιώθει ο κόσμος, αφουγκράζεται τα συναισθήματά του και θα σταματήσει στην παραλιακή και θα μιλήσει για ώρα με τον κόσμο γιατί έχουν τον ίδιο στόχο και το ίδιο ακριβώς συναίσθημα.

Κάθε φορά λέω… αρκετά, δεν υπάρχουν άλλες λέξεις γι αυτόν τον παίκτη, αλλά δεν σταματάω προσπαθώντας να αποτυπώσω αυτό που έχει προσφέρει στον Ολυμπιακό. Εις μάτην…

ΕΣΥ άλλαξες την ιστορία και το «ευχαριστώ» είναι λίγο!

Η μεγαλύτερη ανταμοιβή γι αυτόν, δεν είναι οι τίτλοι, οι Ευρωλίγκες και οι διακρίσεις, αλλά ο «μύθος» που έχτισε. Σίγουρα δεν το έχει καταλάβει ακόμα. Θα το καταλάβει όταν περνάει από κανένα μπασκετάκι και θα ακούει «Σπανούλης για τρεις» ή όταν θα ακούει κάποιον πατέρα να λέει στον γιο του «τον πρόλαβα και τον έζησα. Ήταν… μοναδικός»!

#Μαζί μέχρι τέλους!