Πώς έγινε ο Μπιθικώτσης το αντίπαλο δέος του Καζαντζίδη

Πώς από μουσικός και τραγουδοποιός της δεκαετίας του '50 έφτασε να γίνει το αντίπαλο δέος του Στέλιου Καζαντζίδη

Πώς έγινε ο Μπιθικώτσης το αντίπαλο δέος του Καζαντζίδη

Η αξία και η προσφορά του Γρηγόρη Μπιθικώτση δεν υπολογίζεται ασφαλώς μόνο σε αντιδιαστολή με το φαινόμενο Καζαντζίδη. Παρόλα αυτά είναι θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίο ο Μπιθικώτσης πήρε τη σκυτάλη της δημοφιλίας στη δεκαετία του '60, αμφισβητώντας έστω και ως ένα βαθμό την κυριαρχία του Στέλιου.

Σε όλη τη δεκαετία του '50 ο Μπιθικώτσης βολόδερνε στα μαγαζιά της εποχής προσπαθώντας να εξασφαλίσει το μεροκάματο. Στην ουσία ήταν ένας μουσικός του πάλκου που έγραφε αξιοπρόσεκτα τραγούδια. Μερικά από αυτά είχαν γίνει σουξέ χωρίς ωστόσο να του χαρίσουν την πολυπόθητη καθιέρωση.

Ο Μπιθικώτσης σε αυτή την πρώτη περίοδο φαίνεται ότι είχε αφομοιώσει υποδειγματικά την ρεμπέτικη παράδοση που δημιούργησε η πλούσια ρίζα του Βαμβακάρη. Ο ίδιος πάντως δεν προαλειφόταν για τραγουδιστής, δεν είχε αντιληφθεί καν τα ερμηνευτικά του χαρίσματα και απόδειξη είναι ότι «μοίραζε» τις συνθέσεις του από δω κι από κει. Χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ονειρευόταν να πει το «Τρελοκόριτσο» του ο Καζαντζίδης.

Στα τέλη της δεκαετίας του '50 ήταν σχεδόν έτοιμος να εγκαταλείψει τη μουσική σκηνή αλλά τότε συνέβησαν δύο τινά: Η Columbia αποφάσισε, ίσως με πρωτοβουλία του καλλιτεχνικού της διευθυντή Βασίλη Τσιτσάνη, να κυκλοφορήσει νέες εκτελέσεις στα τραγούδια του Μάρκου και άλλων ξεχασμένων δημιουργών του ρεμπέτικου, ανακαλύπτοντας στον Μπιθικώτση τον ιδεώδη ερμηνευτή. Ένας πολλά υποσχόμενος συνθέτης που ερχόταν από το Παρίσι, ο Μίκης Θεοδωράκης με την σπάνια διορατικότητά του και την παιδεία του, οραματίστηκε μια ιδιοφυή ανακεφαλαίωση της λαϊκής μουσικής χρησιμοποιώντας ως αιχμή του δόρατος τον παλιό του γνωστό, από τα χρόνια της Μακρονήσου, Γρηγόρη.

Στο μεταξύ ο Μπιθικώτσης είχε ζυμωθεί με το λαϊκό πάλκο, είχε αποκτήσει εμπειρίες μουσικές και ερμηνευτικές κατακτώντας στοιχεία που κανείς άλλος δεν είχε στην εποχή του: Δωρικότητα, ρυθμική ακρίβεια, δυτικότροπη ερμηνεία και μια δραματικότητα δικής του επινόησης. Το αποτέλεσμα αποτυπώθηκε στη δισκογραφία.

«Φραγκοσυριανή», «Αντιλαλούν οι φυλακές», «Όλοι οι Ρεμπέτες του Ντουνιά», «Βεργούλες» απέναντι στον «Επιτάφιο», στο «Άξιον Εστί» αλλά και στο «Είμαι αητός χωρίς φτερά», στη «Δραπετσώνα», στην «Άπονη ζωή», όλα αυτά και πολλά άλλα ήταν αρκετά για να χτίσουν ένα συμπαγή μύθο που γιγαντώθηκε όσο πλησιάζαμε προς το τέλος της δεκαετίας του '60.

Ο Μπιθικώτσης σε αντίθεση με τους άλλους τραγουδιστές, τον Καζαντζίδη, την Πόλυ Πάνου, τον Μανώλη Αγγελόπουλο, τον Πάνο Γαβαλά, ωρίμασε και αναδείχθηκε σχετικά αργά. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τον Στέλιο και έγινε γνωστός δέκα χρόνια αργότερα. Η καθημερινή παρουσία του στα λαϊκά κέντρα σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις της δισκογραφίας έφθειραν τη φωνή του. Ήδη από τις αρχές του '70 ο Μπιθικώτσης έχει απωλέσει μέρος των φωνητικών του δυνατοτήτων.

Η δεκαετία του '60, ωστόσο, είναι αρκετή για να του χαρίσει αυτή την μοναδική υστεροφημία. Ο Μπιθικώτσης είναι η σχολή που ξεκινά από τον Μάρκο, περνά μέσα από το αυθεντικό λαϊκό τραγούδι και οδηγεί σε μια ανόθευτη παράδοση. Είναι ένας πανέξυπνος ερμηνευτής, όχι απαραίτητα ο καλύτερος τραγουδιστής αλλά ο πρεσβευτής μιας ελληνικότητας στην οποία υποκλινόμαστε όλοι μας. Με αυτή την έννοια δικαιολογημένα θεωρείται η φωνή της Ρωμιοσύνης.